Η ψυχοθεραπεία στην υπηρεσία παιδιών και εφήβων

11 Μαρτίου 2012 18:07
8005 φορές

Αρκετοί γονείς διστάζουν να απευθυνθούν σε ψυχολόγο για κάποιο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν με το παιδί τους. Μια τέτοια κίνηση ερμηνεύεται συχνά από τους ίδιους, αλλά

και τον περίγυρο, ως αδυναμία να ανταποκριθούν στο γονεϊκό τους ρόλο, επομένως αρνούνται κάθε βοήθεια από τρίτο πρόσωπο (ακόμα και τον ειδικό), καθώς κάτι τέτοιο θα τόνιζε και θα επιβεβαίωνε το αίσθημα ανεπάρκειας. Άλλες φορές, ο δισταγμός πηγάζει από συναισθήματα ενοχής, καθώς μπορεί να υπάρχει ενδόμυχα ο φόβος πως εκείνοι (είτε κληρονομικά είτε λόγω χειρισμών) ευθύνονται για το συγκεκριμένο πρόβλημα.

Στην πραγματικότητα, όμως, ο ρόλος του ψυχολόγου δεν είναι ούτε να επιπλήξει τους γονείς για τυχόν λανθασμένους χειρισμούς, ούτε να επιβάλλει το δικό του «σωστό» τρόπο διαπαιδαγώγησης, συστήνοντας ρητές εντολές. Στόχος του είναι να συζητήσει μαζί τους για όλα όσα τους απασχολούν και να τους προσφέρει την «ουδέτερη» ματιά ενός τρίτου προσώπου, που βρίσκεται εκτός του προβλήματος.

Πότε πρέπει να απευθυνθούμε σε κάποιον ψυχολόγο για το παιδί μας;

Μερικές ενδεικτικές καταστάσεις που θα πρέπει να μας προβληματίσουν είναι οι ακόλουθες:

- Το παιδί ή ο έφηβος έχει βιώσει ένα τραυματικό γεγονός και φαίνεται ότι δε μπορεί να το διαχειριστεί ομαλά (π.χ. διαζύγιο γονέων, υιοθεσία, χρόνια ασθένεια, θάνατος).

- Παρουσιάζει μαθησιακές δυσκολίες, δυσλεξία, διάσπαση προσοχής, υπερκινητικότητα.

- Παρουσιάζει ξαφνικές και σημαντικές αλλαγές στη συμπεριφορά (π.χ. εσωστρέφεια, επιθετικότητα, εκρήξεις οργής, πτώση στις σχολικές επιδόσεις, προβλήματα ύπνου, προβλήματα διατροφής).

- Έχει χαμηλή αυτοπεποίθηση, νιώθει πίεση και άγχος.

- Αντιμετωπίζει προβλήματα οριοθέτησης (π.χ. είναι ανυπάκουο στο σπίτι ή το σχολείο).

- Είναι υπερβολικά προσκολλημένο στους ενήλικες (π.χ. δε μένει μόνο του, αρνείται να πάει σχολείο).

- Αντιμετωπίζει δυσκολίες στις κοινωνικές σχέσεις (π.χ. δεν έχει φίλους, ζηλεύει τα αδέρφια).

- Εκδηλώνει φοβίες (π.χ. φοβάται το σκοτάδι).

Πώς θα ενημερώσουμε το παιδί ή τον έφηβο πριν από την πρώτη συνάντηση;

Ο τρόπος ενημέρωσης εξαρτάται από την ηλικία του παιδιού.

Στο μικρό παιδί, αρχικά εξηγούμε τους λόγους για τους οποίους έχουμε κλείσει το ραντεβού (π.χ. «Θα σε βοηθήσει με τα μαθήματά σου», «Θα πεις αυτό που σε στεναχωρεί») και στη συνέχεια, περιγράφουμε το τι περίπου θα συμβεί (π.χ. «Θα σε ρωτήσει πώς νιώθεις», «Θα παίξετε παιχνίδια» κ.ά.). Επειδή το μικρό παιδί συχνά συγχέει τον ψυχολόγο με το γιατρό και αναπτύσσει φοβίες γύρω από την επικείμενη επίσκεψη, είναι ιδιαίτερα σημαντικό να κατανοήσει πως ο ψυχολόγος δεν είναι γιατρός και επομένως, ούτε θα το υποβάλει σε κάποια επώδυνη εξέταση, ούτε θα του κάνει ένεση.

Ο έφηβος είναι πιθανόν να αντιδράσει πιο έντονα στο ενδεχόμενο μιας επίσκεψης στον ψυχολόγο, λόγω της συχνής παρανόησης πως σε αυτόν καταφεύγουν μόνοι οι σοβαρά ψυχικά ασθενείς. Σε αυτές τις περιπτώσεις, χρειάζεται να του εκφράσουμε ευθέως τις ανησυχίες μας για αυτό που μας προβληματίζει (π.χ. «Ανησυχούμε για σένα επειδή είσαι συχνά νευρικός») και να του εξηγήσουμε τον πραγματικό ρόλο του ειδικού.

Επειδή, όμως, κάθε περίπτωση είναι ξεχωριστή, είναι σκόπιμο να επισκεπτόμαστε πρώτα μόνοι μας τον ψυχολόγο, ώστε από κοινού να επιλέξουμε τον πιο αποτελεσματικό τρόπο ενημέρωσης. Σε καμία περίπτωση, βέβαια, δεν πρέπει να κρύψουμε την αλήθεια, καθώς μια απροσδόκητη επίσκεψη στον ψυχολόγο μπορεί να καταστρέψει την αποτελεσματικότητα της θεραπευτικής παρέμβασης, αλλά και τη σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ παιδιού-γονέων.

Ποια είναι η πορεία της θεραπευτικής παρέμβασης;

Η πρώτη συνάντηση πραγματοποιείται μόνο με τους γονείς. Ο ψυχολόγος συλλέγει πληροφορίες σχετικά με το ιστορικό του παιδιού ή του εφήβου (ατομικό, οικογενειακό, ιατρικό, αναπτυξιακό κ.τ.λ.) και συζητά μαζί τους για το πρόβλημα που τους οδήγησε εκεί, όπως το αντιλαμβάνονται οι ίδιοι, αλλά και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας.

Σε δεύτερη φάση και εφόσον ο ψυχολόγος κρίνει ότι είναι απαραίτητο, γίνεται η αξιολόγηση του παιδιού ή του εφήβου. Μέσα από ειδικές δοκιμασίες (π.χ. τεστ νοημοσύνης, ερωτηματολόγια, παρατήρηση), αξιολογεί τις ικανότητες και δεξιότητές του και διερευνά τα πιθανά προβλήματα.

Μόλις ολοκληρωθεί η επεξεργασία των δεδομένων από τις δοκιμασίες, ακολουθεί η τρίτη φάση, στην οποία πραγματοποιείται ενημέρωση των γονέων για τα αποτελέσματα και εφόσον κρίνεται πλέον αναγκαίο, γίνεται συζήτηση σχετικά με το ενδεχόμενο έναρξης θεραπευτικής παρέμβασης και κανονίζονται οι λεπτομέρειες (π.χ. συχνότητα, διάρκεια).

Κατά το θεραπευτικό πρόγραμμα, πραγματοποιούνται ατομικές συνεδρίες, των οποίων η διάρκεια, η συχνότητα, αλλά και το περιεχόμενο εξαρτώνται αποκλειστικά από τη φύση και την ένταση του προβλήματος. Το παιδί ενθαρρύνεται να εκφραστεί μέσα από τον προφορικό λόγο, το παιχνίδι, τη ζωγραφική και άλλες δραστηριότητες, που επιτρέπουν την ελεύθερη έκφραση του συναισθήματος.

Μέσα στην ασφάλεια που παρέχει το θεραπευτικό πλαίσιο και χάρη στη σχέση εμπιστοσύνης που αναπτύσσεται με τον ειδικό, το παιδί ή ο έφηβος έχει τη δυνατότητα να εκφράσει και να εξερευνήσει τα συναισθήματα, τους φόβους και τις επιθυμίες του, που μπορεί να έχει καταπιέσει ως μη αποδεκτά ή να έχει απωθήσει ως εξαιρετικά επώδυνα. Έχει τη δυνατότητα να αποκτήσει αίσθηση ελέγχου πάνω σε δυσάρεστες εμπειρίες που έχει βιώσει, επινοώντας πιο ικανοποιητικά σενάρια τερματισμού της ιστορίας ή ολοκληρώνοντας ημιτελή γεγονότα. Μαθαίνει να αναπτύσσει τις κοινωνικές του δεξιότητες, ενισχύει την αυτοπεποίθησή του και ανακαλύπτει εναλλακτικούς τρόπους δράσης.

Όταν επιτευχθούν οι στόχοι που τέθηκαν στην αρχή των συνεδριών, έρχεται και η λήξη της θεραπευτικής παρέμβασης.

Είναι απαραίτητο να υπάρχει παράλληλα και συμβουλευτική γονέων;

Η συμβουλευτική γονέων εφαρμόζεται σε τακτική ή περιστασιακή βάση. Ο ειδικός μπορεί να ζητήσει έκτακτη παρέμβαση στους γονείς, όταν υπάρξει ένα ξαφνικό γεγονός που διαταράσσει το παιδί ή την οικογένεια. Άλλες φορές, μπορεί να είναι απαραίτητη η ενεργός συμμετοχή των γονέων σε πιο τακτική βάση, με στόχο την πραγματική κατανόηση της προβληματικής συμπεριφοράς, ώστε να βελτιωθεί η επικοινωνία με το παιδί ή τον έφηβο και να τονωθούν οι ενδοοικογενειακές σχέσεις.

Ο όρος «συμβουλευτική γονέων» είναι αρκετά παραπλανητικός, καθώς δημιουργεί την εντύπωση πως ο ψυχολόγος θα προσφέρει συμβουλές («θα μας πει τι να κάνουμε»). Στην πραγματικότητα, οι συνεδρίες συμβουλευτικής γονέων είναι κάτι τελείως διαφορετικό. Στόχος του ειδικού είναι να συζητά με τους γονείς για τα επιμέρους προβλήματα που τους απασχολούν και να τους προσφέρει μια εναλλακτική ερμηνεία, που ενδεχομένως να οδηγήσει σε αλλαγή της στάσης τους απέναντι στο παιδί. Πολλές φορές, η αλλαγή πλεύσης των γονέων είναι ικανή από μόνη της να φέρει αλλαγές στο παιδί ή τον έφηβο. Άλλες πάλι φορές, λειτουργεί συμπληρωματικά και υποστηρικτικά στην ατομική θεραπεία, καθώς για να μεταφερθεί η επιθυμητή συμπεριφορά από το θεραπευτικό πλαίσιο μέσα στο οικογενειακό περιβάλλον είναι απαραίτητη η στήριξη των γονέων.

ΒΑΡΒΑΡΑ ΜΠΕΛΕΣΙΩΤΗ
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ, MSc
{plusone lang=el}

Τελευταία τροποποίηση στις Κυριακή, 01 Φεβρουαρίου 2015 04:09
Βαθμολογήστε αυτό το άρθρο
(0 ψήφοι)
Parianotypos.gr

Curabitur ultrices commodo magna, ac semper risus molestie vestibulum. Aenean commodo nibh non dui adipiscing rhoncus.

Ιστότοπος: http://www.themewinter.com

Ειδησεογραφικός, Ενημερωτικός, Ιστότοπος με σεβασμό στην αμερόληπτη ευρεία παρουσίαση των γεγονότων. Έγκυρη και έγκαιρη καθημερινή ενημέρωση!

 

 online mediaΜέλος του μητρώου
 ONLINE MEDIA
  Επικοινωνία

 

Διαγωνισμός

diagonismoi prosexos