Προσβάλλει περίπου το 3-5% των παιδιών σχολικής ηλικίας, με ιδιαίτερη έμφαση στα αγόρια, όπου το ποσοστό μπορεί να είναι ακόμα και τριπλάσιο σε συχνότητα, ίσως επειδή τα αγόρια με ΔΕΠ-Υ κάνουν πιο αισθητή την παρουσία τους, λόγω της νευρικότητάς τους και της πρόκλησης αναταραχών στο περιβάλλον όπου κινούνται. Αντιθέτως, τα κορίτσια με ΔΕΠ-Υ συνήθως περνούν κάπως απαρατήρητα, καθώς παρουσιάζουν ένα πιο ήρεμο προφίλ, που δε μας προβληματίζει ιδιαίτερα. Και στις δύο περιπτώσεις, όμως, έχουμε να κάνουμε με σημαντικά προβλήματα συγκέντρωσης, τα οποία απλώς εκδηλώνονται με διαφορετικό τρόπο και συνεπώς, κινούν την προσοχή μας σε διαφορετικό βαθμό.
Πού οφείλεται;
Μέσα από μελέτες, έχουν καταγραφεί ανωμαλίες στην εγκεφαλική δραστηριότητα των ατόμων με ΔΕΠ-Υ, οι οποίες αποδίδονται σε ανισορροπία στους νευροδιαβιβαστές. Σύμφωνα με έρευνες, η ΔΕΠ-Υ αποτελεί μια αναπτυξιακή διαταραχή με οργανικό (νευρολογικό) υπόστρωμα, που είναι εγγενής και διαρκεί εφ' όρου ζωής. Μάλιστα, τείνει να εμφανίζεται σε μέλη της ίδιας οικογένειας, γεγονός που υποδηλώνει ότι τα γονίδια διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στην εκδήλωσή της. Είναι χαρακτηριστικό πως το 50% των γονέων με ΔΕΠ-Υ συνήθως έχει παιδιά με την ίδια πάθηση, ενώ το 10-35% των παιδιών με ΔΕΠ-Υ έχουν έστω έναν κοντινό συγγενή με ΔΕΠ-Υ.
Ωστόσο, τα ακριβή αίτια παραμένουν ακόμα άγνωστα και δεν είναι δυνατόν να απομονώσουμε τους λόγους εμφάνισης της σε ένα μόνο αίτιο. Ταυτόχρονα με τους κληρονομικούς παράγοντες, περιβαλλοντικοί παράγοντες φαίνεται πως αλληλεπιδρούν και συντελούν στην εμφάνιση του συνδρόμου. Αυτό, βεβαίως, δε σημαίνει ότι από μόνοι τους οι περιβαλλοντικοί παράγοντες είναι σε θέση να δημιουργήσουν τις κατάλληλες συνθήκες για την εκδήλωση της διαταραχής, αλλά ότι μπορούν απλώς να επηρεάσουν αρνητικά ή θετικά την έκταση και την εξέλιξή της.
Ποιες ενδείξεις θα πρέπει να προσέξουμε ανά ηλικία;
Βρεφική ηλικία (0 - 1 ετών):
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, δεν επιτρέπεται ακόμα να μιλάμε για συγκεκριμένα συμπτώματα ΔΕΠ-Υ. Ωστόσο, μελέτες σε παιδιά που διαγνώστηκαν με ΔΕΠ-Υ κάποια στιγμή αργότερα στη ζωή τους, έδειξαν πως κατά τη βρεφική τους ηλικία υπήρχαν κάποιες ενδείξεις που θα μπορούσαν να έχουν υποψιάσει τους γονείς για την μετέπειτα εκδήλωση της διαταραχής.
Τα παιδιά αυτά, ως βρέφη, παρουσίαζαν δυσκολίες στον ύπνο (π.χ. ανήσυχος ύπνος, αφυπνίσεις κατά τη διάρκεια της νύχτας, μη σταθερό πρόγραμμα ύπνου), προβλήματα στη λήψη τροφής (π.χ. μη σταθερό πρόγραμμα στα γεύματα, δυσκολία στην κατανάλωση της απαραίτητης ποσότητας τροφής, δυσκολία στη μετάβαση από το γάλα στη στερεά τροφή), κολικούς και έντονη κινητική δραστηριότητα.
Νηπιακή ηλικία (1 - 6 ετών):
Ακόμα και σε αυτή τη φάση, δε μπορεί να δοθεί σαφής διάγνωση για ΔΕΠ-Υ, αν και υπάρχει η δυνατότητα να ανιχνευτούν κάποιες από τις δυσκολίες που σχετίζονται με αυτήν, δεδομένου ότι πολλές από τις ιδιαιτερότητες στη συμπεριφορά του παιδιού με ΔΕΠ-Υ είναι ορατές πριν από την ηλικία των 7. Στη φάση αυτή, το παιδί παρουσιάζει αδεξιότητα (π.χ. έχει μικροατυχήματα, κάνει ζημιές), δυσκολία στο συντονισμό των κινήσεων (π.χ. κούμπωμα κουμπιών, ζωγραφική, χρήση ψαλιδιού κ.ά.) και έντονη κινητική δραστηριότητα. Ωστόσο, τα συμπτώματα αυτά φαίνεται πως διαφεύγουν εύκολα της προσοχής μας, καθώς επιδεικνύουμε απέναντί τους μεγάλη ανεκτικότητα, αφού τα εκλαμβάνουμε ως φυσιολογικά και αναμενόμενα για την ηλικία του παιδιού.
Η αλήθεια είναι πως, ως ένα βαθμό, η ενεργητικότητα και η αυξημένη κινητικότητα αποτελούν φυσιολογικά χαρακτηριστικά των παιδιών της προσχολικής ηλικίας και εντάσσονται μέσα στο πλαίσιο της προσπάθειάς τους να εξερευνήσουν τον κόσμο. Συνεπώς, τα όρια μεταξύ ζωηρού παιδιού και παιδιού με ΔΕΠ-Υ είναι δυσδιάκριτα. Η βασική διαφορά έγκειται στην ικανότητα ελέγχου της κινητικότητας ανάλογα με τις περιστάσεις. Με άλλα λόγια, το ζωηρό παιδί έχει τη δύναμη να ελέγξει τη συμπεριφορά του κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες (π.χ. μπορεί να κάτσει φρόνιμο μέσα στην τάξη). Αντιθέτως, το παιδί με ΔΕΠ-Υ δυσκολεύεται να ελέγξει τον εαυτό του, ακόμα κι όταν ξέρει πως μια τέτοια συμπεριφορά μπορεί να επισύρει κάποια αυστηρή τιμωρία. Μα ακόμα κι αν καταφέρει να κάτσει φρόνιμο, η διάρκεια ελέγχου της κινητικότητάς του συνήθως είναι περιορισμένη και προσπαθεί να βρει άλλες διεξόδους για την περισσή του ενέργεια (π.χ. χτυπάει νευρικά τα χέρια ή τα πόδια, όση ώρα είναι καθιστό).
Εκείνο που θα πρέπει να μας κινητοποιήσει περισσότερο κατά τη νηπιακή ηλικία είναι το γεγονός πως σε ένα μεγάλο ποσοστό παιδιών με ΔΕΠ-Υ παρατηρείται καθυστέρηση στην ανάπτυξη του λόγου και της ομιλίας, η οποία μακροπρόθεσμα μπορεί να οδηγήσει σε δυσκολίες στην άρθρωση (π.χ. δυσκολία προφοράς συγκεκριμένων γραμμάτων), αλλά και τη δομή της γλώσσας (π.χ. προβλήματα στη σύνταξη). Σε κάποιες, μάλιστα, περιπτώσεις, η αδυναμία του παιδιού να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του περιβάλλοντος (π.χ. να κατανοήσει τις εντολές μας), το οδηγεί σε αντιδραστική συμπεριφορά και ευερεθιστότητα, που με τη σειρά τους προκαλούν δυσκολίες προσαρμογής στον παιδικό σταθμό ή το νηπιαγωγείο και πλήττουν τις σχέσεις με τους συνομηλίκους.
Σχολική ηλικία (6 - 11 ετών):
Με την είσοδο στη σχολική ηλικία, θα περίμενε κανείς πως οι δυσκολίες του παιδιού θα υποχωρήσουν και θα μπορέσει να προσαρμοστεί ομαλά στις νέες συνθήκες. Ωστόσο, η απότομη αύξηση των απαιτήσεων για έλεγχο της κινητικότητας, αλλά και για μακρόχρονη εστίαση της προσοχής σε συγκεκριμένα ερεθίσματα (π.χ. το παιδί πρέπει μάθει να κάθεται στο θρανίο του και να ολοκληρώνει δομημένες δραστηριότητες), έχουν ως αποτέλεσμα την απότομη έξαρση των συμπτωμάτων της ΔΕΠ-Υ, τα οποία χωρίζονται σε τρεις βασικές κατηγορίες:
α) Απροσεξία:
Το παιδί αδυνατεί να εστιάσει και να διατηρήσει την προσοχή του σε μια δραστηριότητα, με αποτέλεσμα να μην καταφέρνει να την ολοκληρώσει επιτυχώς (π.χ. κάνει λάθη απροσεξίας). Ιδίως όταν υπάρχει κάποιος βαθμός δυσκολίας στο εγχείρημα, το ενδιαφέρον μειώνεται γρήγορα και οι δραστηριότητες εναλλάσσονται με ευκολία (π.χ. πριν τελειώσει, ξεκινάει κάτι άλλο). Η προσοχή του διασπάται εύκολα από εξωτερικά ερεθίσματα, αλλά και από τις ίδιες του τις σκέψεις. (π.χ. την ώρα που διαβάζει, προσπαθεί να παρακολουθήσει και μια δική μας συζήτηση στο άλλο δωμάτιο).
Προσπαθεί διαρκώς να αποφεύγει δραστηριότητες που απαιτούν διανοητική προσπάθεια. Όταν επιτέλους καταπιαστεί με μια τέτοια εργασία, απογοητεύεται εύκολα και εγκαταλείπει γρήγορα την προσπάθεια, αφού αδυνατεί να επιδείξει επιμονή και υπομονή (π.χ. λέει αμέσως «δεν ξέρω να το κάνω»). Επιπλέον, δυσκολεύεται να ακολουθήσει οδηγίες και εντολές, με αποτέλεσμα πρώτον, να δίνει την εντύπωση ότι δεν μας άκουσε και δεύτερον, να μην κατορθώνει να ολοκληρώσει δραστηριότητες που απαιτούν επίλυση βήμα προς βήμα.
Τέλος, αντιμετωπίζει δυσκολίες στην οργάνωση των δραστηριοτήτων (π.χ. ασταθές πρόγραμμα μελέτης), χάνει αντικείμενα που του είναι απαραίτητα (π.χ. ξεχνάει τα τετράδια στο σχολείο) και ξεχνά τις καθημερινές του υποχρεώσεις (π.χ. δε σημειώνει τις ασκήσεις για το σπίτι, δε θυμάται κάθε πότε έχει φροντιστήριο). Επιπλέον, η έλλειψη οργάνωσης είναι εμφανής και στον προσωπικό του χώρο, όπου συνήθως επικρατεί πλήρης ακαταστασία.
β) Υπερκινητικότητα:
Το παιδί παρουσιάζει αυξημένη κινητική δραστηριότητα (π.χ. τρέχει, σκαρφαλώνει, χοροπηδάει), όχι μόνο κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού, αλλά και σε περιστάσεις που απαιτούν να είναι καθιστό (π.χ. μέσα στην τάξη, την ώρα του φαγητού κ.ά.). Ακόμα και όταν παραμένει καθιστό, παρουσιάζει νευρικότητα (π.χ. στριφογυρίζει στην καρέκλα, κουνάει νευρικά χέρια και πόδια, ψάχνει αφορμές για να σηκωθεί). Παθαίνει τακτικά μικροατυχήματα και μιλάει ακατάπαυστα.
γ) Παρορμητικότητα:
Το παιδί έχει την τάση να απαντά απερίσκεπτα πριν ακόμα ολοκληρωθεί η ερώτηση, με αποτέλεσμα να κάνει συχνά λάθη, που δίνουν μια εσφαλμένη εικόνα για τις γνώσεις και τις δυνατότητές του. Διακόπτει τους άλλους (π.χ. μας απευθύνεται επίμονα ενώ μιλάμε στο τηλέφωνο) ή ενοχλεί με την παρουσία του (π.χ. «πετάγεται» στην τάξη), γεγονός που το κατατάσσει στην κατηγορία των ενοχλητικών παιδιών. Δυσκολεύεται να περιμένει με υπομονή τη σειρά του (π.χ. σε ένα παιχνίδι), παραβιάζει τους κανόνες και αντιδρά με ξεσπάσματα θυμού όταν υπάρχει ματαίωση (π.χ. όταν ηττηθεί).
Εφηβική ηλικία (11 - 18 ετών):
Καθώς το παιδί γίνεται πλέον έφηβος, η έντονη κινητική δραστηριότητα σταδιακά υποχωρεί και αντικαθίσταται από τη συνήθη νευρικότητα της εφηβείας, ενώ τα προβλήματα συγκέντρωσης επιμένουν. Βεβαίως, σε έναν περιορισμένο αριθμό περιπτώσεων, η υπερκινητικότητα επιμένει και σε συνδυασμό με το λανθασμένο χειρισμό της ΔΕΠ-Υ μέχρι εκείνη τη στιγμή, οδηγεί σε διαταραχές διαγωγής. Η χαμηλή αυτοεκτίμηση, που έχει διαμορφωθεί από τις επαναλαμβανόμενες και συσσωρευμένες αποτυχίες σε σχολικό και διαπροσωπικό επίπεδο, καθώς και η ανάγκη κάποιων εφήβων για αποδοχή από τον κοινωνικό τους περίγυρο, τους κάνουν επιρρεπείς στις αρνητικές επιρροές από ομάδες συνομηλίκων, με αποτέλεσμα να παρατηρούνται ορισμένες φορές δυσάρεστα περιστατικά, όπως πρόωρη εγκατάλειψη του σχολείου, χρήση απαγορευμένων ουσιών, παραβίαση των νόμων, απόρριψη βασικών αρχών και αξιών κ.ά.
Ενηλικίωση (18 ετών και άνω):
Σύμφωνα με μελέτες, μετά την ενηλικίωση, τα προβλήματα από τη ΔΕΠ-Υ επιμένουν σε ποσοτό 60%. Το άτομο με ΔΕΠ-Υ, ως ενήλικας πλέον, πέρα από τα συνήθη προβλήματα, αντιμετωπίζει επιπλέον δυσκολίες σε διαπροσωπικό (π.χ. εναλλαγή συντρόφων), αλλά και επαγγελματικό επίπεδο (π.χ. συχνή αλλαγή εργασιακού περιβάλλοντος).
Τι δευτερογενή προβλήματα μπορεί να προκαλέσει μια κακή ανιτμετώπιση της ΔΕΠ-Υ;
Όπως έγινε φανερό και από τα παραπάνω, η φύση των συμπτωμάτων της ΔΕΠ-Υ είναι τέτοια, ώστε είναι σχεδόν αδύνατον να μην υπάρχει αλληλεπίδραση και με άλλους τομείς. Έτσι, σε κάποιες περιπτώσεις, ιδίως όταν οι αντιδράσεις του κοινωνικού περίγυρου απέναντι στα τρία βασικά συμπτώματα που προαναφέρθηκαν δεν είναι η κατάλληλη, το παιδί μπορεί να αντιμετωπίσει και δευτερογενή προβλήματα, τα οποία δεν είναι ορατά από την αρχή, αλλά έρχονται ως αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης με το κοινωνικό περιβάλλον.
α) Επίδραση στη μάθηση:
Βασική προϋπόθεση της μάθησης είναι η προσοχή, τόσο κατά τη μετάδοση των γνώσεων, όσο και κατά την προσπάθεια ανάκλησης των αποθηκευμένων πληροφοριών. Συνεπώς, στο παιδί με ΔΕΠ-Υ, οι δυσκολίες συγκέντρωσης και εστίασης της προσοχής οδηγούν συχνά σε μαθησιακά προβλήματα και μείωση των κινήτρων για μάθηση, ιδίως όταν υπήρξε και καθυστέρηση στην ανάπτυξη του λόγου και της ομιλίας.
Έτσι, το παιδί με ΔΕΠ-Υ παρουσιάζει ένα προβληματικό μαθησιακό προφίλ (παρόμοιο σε συμπτώματα με αυτό των παιδιών με μαθησιακές δυσκολίες), το οποίο χαρακτηρίζεται από λάθη απροσεξίας, αδυναμία στην εφαρμογή των κανόνων (π.χ. μέσα στην ίδια εργασία, μπορεί να δούμε την ίδια λέξη γραμμένη με διαφορετικούς τρόπους), ακατάστατες εργασίες κ.τ.λ. Παράλληλα, βιώνει την απόρριψη, την απομόνωση και την επιβολή ποινών εξαιτίας της υπερκινητικότητας και της παρορμητικής του συμπεριφοράς (π.χ. επειδή χαζεύει, σηκώνεται διαρκώς από τη θέση του, διακόπτει τους άλλους, μιλάει χωρίς να του δοθεί ο λόγος), με αποτέλεσμα να μειώνονται περαιτέρω τα κίνητρα για μάθηση.
Ωστόσο, ακόμα δεν είναι εντελώς ξεκάθαρο εάν οι μαθησιακές δυσκολίες οδηγούν στη διάσπαση προσοχής ή εάν η διάσπαση προσοχής είναι εκείνη που επιφέρει τα μαθησιακά κενά. Το ερώτημα που τίθεται, λοιπόν, είναι το εξής: το παιδί αντιμετωπίζει δυσκολίες και για αυτό διασπάται η προσοχή του ή επειδή διασπάται η προσοχή του έχει μαθησιακές δυσκολίες;;; Επειδή, λοιπόν, σε επίπεδο μάθησης, η συμπτωματολογία μεταξύ παιδιών με ΔΕΠ-Υ και παιδιών με μαθησιακές δυσκολίες μοιάζει, χρειάζεται να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί, καθώς οι δύο περιπτώσεις διαφέρουν ως προς την αιτιολογία τους και για το λόγο αυτό χρειάζονται διαφορετικό τρόπο αντιμετώπισης.
β) Επίδραση στη συμπεριφορά:
Η αδυναμία του παιδιού να ελέγξει τη συμπεριφορά του και να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις τις δικές μας και των εκπαιδευτικών ερμηνεύεται συνήθως ως τεμπελιά, αντιδραστικότητα ή κακή διαπαιδαγώγηση. Το παιδί τιμωρείται διαρκώς και αρχίζει να νιώθει ανεπαρκές. Στην προσπάθειά του να διακριθεί, προσπαθεί να επιδείξει τη δύναμη του, επιλέγοντας συνήθως τις λάθος διαδρομές. Γίνεται ανυπάκουο, αντιδραστικό και παρουσιάζει εκρήξεις οργής. Μάλιστα, όπως προαναφέρθηκε, σε κάποιες ακραίες περιπτώσεις, μπορεί να δοθεί ακόμα και διάγνωση για διαταραχή διαγωγής, όπου υπάρχει αυξημένος κίνδυνος για σχολική αποτυχία, απόρριψη από τους συνομηλίκους, χρήση απαγορευμένων ουσιών και εμπλοκή σε παραπτωματικές ενέργειες, κυρίως στην εφηβεία.
γ) Επίδραση στο συναίσθημα:
Κάποια παιδιά ενδέχεται να αναπτύξουν αισθήματα άγχους, ανασφάλειας, και αποτυχίας, καθώς και χαμηλή αυτοεκτίμηση, λόγω των επανειλημμένων δυσκολιών στο σχολείο, αλλά και τις διαπροσωπικές σχέσεις (π.χ. το παιδί με ΔΕΠ-Υ δεν επιλέγεται εύκολα από τους συνομηλίκους για παιχνίδι ή φιλία).
Πώς μπορούμε να παρέμβουμε;
Αν περιμένουμε ότι οι ανεπιθύμητες συμπεριφορές θα εξαλειφθούν από μόνες τους με το πέρασμα του χρόνου, το πιο πιθανό είναι να βρεθούμε σε αδιέξοδο, καθώς στις ήδη υπάρχουσες δυσκολίες συνήθως προστίθενται και νέες, με αποτέλεσμα η κατάσταση τελικά να επιδεινώνεται. Από την άλλη πλευρά, η προσπάθεια αντιμετώπισης με τιμωρίες και επιπλήξεις μπορεί μεν να επιφέρει προσωρινά κάποια θετικά αποτελέσματα, αλλά δεν αντιμετωπίζει τις βασικές δυσκολίες του παιδιού, με αποτέλεσμα να μην μπορούμε μακροπρόθεσμα να αποφύγουμε τα συναισθήματα απογοήτευσης και αποτυχίας.
Όταν απευθυνθούμε, όμως, στον ειδικό, έχουμε αυξημένες πιθανότητες να βοηθήσουμε αποτελεσματικά όχι μόνο το παιδί, αλλά και εμάς τους ίδιους. Μετά από τη διάγνωση, όπου γίνεται λεπτομερής καταγραφή των δυσκολιών του παιδιού, καταρτίζεται ένα εξατομικευμένο θεραπευτικό πρόγραμμα, το οποίο ταυτοχρόνως συμπεριλαμβάνει γονείς και εκπαιδευτικούς.
Στόχος της θεραπευτικής παρέμβασης στο παιδί είναι η τροποποίηση των ανεπιθύμητων συμπεριφορών, καθώς και η εκπαίδευση στην αυτοκαθοδήγηση και αυτοπαρατήρηση, ώστε να μάθει σταδιακά το παιδί να δίνει μόνο του στον εαυτό του τις κατάλληλες οδηγίες για την ορθή εκτέλεση μιας συμπεριφοράς. Παράλληλα, στις περιπτώσεις όπου συνυπάρχουν σημαντικές μαθησιακές δυσκολίες, παρέχεται ενισχυτική διδασκαλία μέσω ειδικών προγραμμάτων αποκατάστασης.
Μόνο σε σοβαρές περιπτώσεις, προτείνεται η φαρμακοθεραπεία, η οποία κρίνεται σκόπιμο να εφαρμόζεται πάντοτε σε συνδυασμό με το εξατομικευμένο πρόγραμμα που μόλις αναλύσαμε. Η φαρμακευτική αγωγή, η δράσης της οποίας διαρκεί για 4 περίπου ώρες, χορηγείται συνήθως πριν από το σχολείο και την απογευματινή μελέτη και βελτιώνει σημαντικά τα συμπτώματα απροσεξίας, υπερκινητικότητας και παρορμητικότητας. Ωστόσο, είναι σημαντικό να σημειωθεί πως η φαρμακοθεραπεία δεν αποτελεί τρόπο αντιμετώπισης της ΔΕΠ-Υ, αλλά λειτουργεί περισσότερο σαν ένα προσωρινό μέσο για τον έλεγχο της συμπεριφοράς.
Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται και στην ενημέρωση γονέων και εκπαιδευτικών, ώστε να ξεπεραστούν οι εσφαλμένες αντιλήψεις σχετικά με την προέλευση των ανεπιθύμητων συμπεριφορών και να γίνει κατανοητό πως η προβληματική συμπεριφορά του παιδιού δεν οφείλεται σε κακή διαπαιδαγώγηση ή ανυπακοή, αλλά αποτελεί πραγματική αδυναμία ελέγχου του εαυτού. Στόχος της παρέμβασης είναι να γίνει αποδεκτό το πρόβλημα, να ξεπεραστούν πιθανά συναισθήματα ενοχής, να προσφερθούν πρακτικές συμβουλές και να αναλυθούν οι βασικές αρχές χειρισμού των προβλημάτων (π.χ. οργάνωση σχολικής μελέτης, οριοθέτηση, ανάπτυξη κινήτρων).
ΒΑΡΒΑΡΑ ΜΠΕΛΕΣΙΩΤΗ
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ, MSc
{plusone lang=el}