Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Πάρος: Ο παραγιός

18 Οκτωβρίου 2020 16:11

Πάρος 1940...Τα ξύλα τριζοβολούσαν στην παραστιά με μια άγρια χαρά.


Η νοικοκυρά, έριξε το κεχριμπαρένιο λάδι στο τηγάνι και με ένα ηχηρό τσαφ οι στρογγυλοκομμένες πατάτες έπεσαν στο καυτό υγρό. Σε λίγο ο νοικοκύρης θα ερχόταν και τα δύο μικρά παιδιά της οικογένειας τρεχοβολούσαν στο μαγερειό κυνηγώντας το ένα το άλλο ενώ ο παραγιός είχε πιάσει μια γωνιά κοιτάζοντας με διάπλατα μάτια τον γύρω άγνωστο χώρο που θα γινόταν στο εξής το νέο του σπίτι.

Η καρδιά του χτυπούσε σαν ταμπούρλο και το στομάχι του άδειο και πεινασμένο του υπενθύμιζε ότι είχε να φάει από την προηγούμενη μέρα. Μεγάλη η φαμίλια του, οκτώ παιδιά, δύο γονείς και δύο ηλικιωμένοι παππούδες στο πατρικό του σπίτι. Το φαί λιγοστό καθότι λιγοστά και τα κτήματα που κάρπιζε ως κολίγος ο πατέρας του. Απόφασή του ήταν να στείλει παραγιό τον δεκάχρονο γιό του για να χορτάσει ψωμί όπως έλεγε με αντάλλαγμα τη βοήθεια του ξένου νοικοκυριού στα κτήματα. «Θα δεις, θα είναι καλύτερα από εδώ» του είχε δηλώσει ο πατέρας που η τυραννία της φτώχειας τον άφηνε ξάγρυπνο πολλές νύχτες με τα σωθικά γεμάτα πίκρα.

Σκέψεις δυσοίωνες τριβέλιζαν τώρα το μυαλό του παραγιού το πρώτο βράδυ του στο άλλο σπιτικό. Θα ήταν πράγματι όπως του τα είχε περιγράψει ο πατέρας; Η μυρωδιά από τις τηγανητές πατάτες που σιγοψήνονταν στη φωτιά μπήχτηκε άξαφνα στα ρουθούνια του βγάζοντάς τον από τον εσωτερικό του μηρυκασμό. Μεθυστικό του φάνηκε το άρωμα του φαγητού που δεν χόρταινε να το μυρίζει ερεθίζοντας ακόμη περισσότερο την πείνα του. Το δεκάχρονο παιδί, έγειρε το κοντοκουρεμένο κεφαλάκι του στην καρέκλα και σε μια κίνηση αμηχανίας αγκάλιασε τα χτυπημένα ξυπόλητα πόδια του με το αίμα φρέσκο ακόμη στα νύχια. Κάμποσος ο δρόμος μέχρι το σπίτι του νέου του αφεντικού και τον είχε διανύσει με γυμνά πέλματα και κουρελιασμένα ρούχα. Όμως, η υπόσχεση ήταν υπόσχεση. Σε ένα χρόνο όπως του είχε πει ο πατέρας το αφεντικό θα του έδινε ως αμοιβή ένα ολοκαίνουργιο ζευγάρι παπούτσια και ένα πινάκι σιτάρι. Δεν ήταν και λίγα με την μαύρη φτώχεια που τους έδερνε!

Τα δύο μικρά παιδιά σβούριζαν δίπλα του συνεχίζοντας το κυνηγητό γύρω από το τραπέζι όταν η νοικοκυρά απίθωσε τα πιάτα πάνω του. Πόσα ήταν; Δεν μπορούσε να καλοδεί αλλά η κίνησή της να βγάλει το τηγάνι από τη φωτιά κέντρισε την περιέργειά του. Άραγε θα έτρωγε κι εκείνος τηγανητές πατάτες; Η μητέρα πρόσταξε τα παιδιά της να καθίσουν ενώ τους σερβίριζε. Εκείνα σταμάτησαν ενοχλημένα το παιχνίδι και υπάκουσαν. «Έλα κι εσύ», άκουσε μετά τη φωνή της να του λέει. Ο παραγιός δίχως δεύτερη κουβέντα κάθισε βλέποντας μπροστά του μια γενναία μερίδα πατάτες να τον περιμένει.

Στα όρια της λιποθυμία πια από την λίμα και το μαρτύριο του διαμαρτυρόμενου στομαχιού, άρπαξε γρήγορα το πιρούνι και κατέβασε τις πατάτες σχεδόν αμάσητες. Σε λίγο ναρκωμένος από το νόστιμο φαγητό έπεσε βαρύς στο στρώμα. Δεν θυμόταν από πότε είχε να αισθανθεί τόσο γεμάτος και χαρούμενος. Η πρώτη βραδιά στο ξένο νοικοκυριό είχε ξεκινήσει καλά, καλά μου τα έλεγε ο πατέρας είπε μέσα του μέχρι που αποκαμωμένος βυθίστηκε στην αγκαλιά του Μορφέα. Από αύριο θα άρχιζε η τρεχάλα… Πράγματι το μικρό παιδί για ένα χρόνο που έμεινε στο ξένο σπίτι δεν πήρε ανάσα. Βοσκαρούδι έγινε για τις ανάγκες του αγροτικού νοικοκυριού ξυπνώντας αχάραγα καθημερινά ενώ οι δουλειές του στα κατσικοπρόβατα τέλειωναν με το δείλι.

Η ζωή στα κτήματα, μονότονη και κοπιαστική αλλά δεν του έλειπαν οι στιγμές που ξαπόσταινε παίζοντας το σουραύλι που είχε φτιάξει από καλάμι. Κοιμόταν και έτρωγε με τα παιδιά της οικογένειας και επιτέλους ξέχασε την πείνα που τον μάστιζε από τότε που θυμόταν τον εαυτό του. Είχε περάσει ένας χρόνος. Ο νοικοκύρης γυρνώντας από τον Αλβανικό πόλεμο δεν ξέχασε την αμοιβή του. Του αγόρασε τα πολυπόθητα παπούτσια που του είχε τάξει και η χαρά του μικρού ήταν απερίγραπτη. Τα φύλαγε σε ένα κουτί κάτω από το κρεβάτι του και τις πολλές νύχτες κρυφά μέσα στο μισοσκόταδο όταν οι άλλοι κοιμούνταν τα έβγαζε και τα καμάρωνε! Σχεδόν λυπόταν να τα φορέσει. Για να μη χαλάσουν σκεφτόταν συχνά και χρειαστεί άλλος ένας χρόνος μεροδούλι για την αξία τους.

Έντεκα ετών παιδί πλέον σιγά – σιγά ο νοικοκύρης είχε αρχίσει να τον εμπιστεύεται στη βοσκή των χοντρών ζωντανών. Μα κι εκείνος, δεν ήθελε να δίνει δικαιώματα. Ρουφούσε σαν σφουγγάρι τα προστάγματά του και έβγαζε το εαυτό του και την πολυμελή οικογένειά του πάντα ασπροπρόσωπους. Μια μέρα που ο νοικοκύρης είχε τα κέφια του σκέφτηκε να τον πειράξει. «Να προσέχεις στις δουλειές του είπε, γιατί αν δεν ακούς θα σου κρατήσω τα παπούτσια». Μαχαιριά στην καρδιά του παραγιού ήταν η απειλή του αφεντικού. Ότι άλλο, αλλά όχι τα παπούτσια είπε μέσα του και παπαρούνες άνθισαν στα μάγουλά του ενώ έσκυβε το κεφάλι. Δεν θα άντεχε να χάσει το πολύτιμο απόκτημά του.

Αναψοκοκκινισμένος από εσωτερική ένταση, δεν είπε λέξη ενώ μέσα του δούλευε ήδη το σχέδιο που αμέσως του μπήκε στο μυαλό. Την επομένη κιόλας μέρα, Ιούλιος ήταν, σηκώθηκε πρώτος από το κρεβάτι χωρίς να τον πάρει είδηση κανείς. Έβγαλε προσεκτικά και αθόρυβα τα άθικτα παπούτσια από το κουτί και τα έκρυψε κοντά στον αχυρώνα. Κατόπιν έβγαλε τα κατσικοπρόβατα στη βοσκή και λίγο πριν τις δέκα τα επέστρεψε στη μάντρα. Ανενόχλητος και για να μην κινήσει υποψίες, μπήκε κατόπιν στο σπίτι, έφαγε και ξεγλίστρησε ξανά έξω. Με την καρδιά να βροντοχτυπά στο στήθος από την αγωνία και χέρια τρεμάμενα, πήρε από την κρυψώνα τα παπούτσια και τα κρέμασε στο λαιμό του από τα κορδόνια. Με βλέμμα καχύποπτο και πυρετικό, άρχισε να βαδίζει με ταχύ βηματισμό. Δεν κοίταξε ούτε για μια στιγμή πίσω του καθώς απομακρυνόταν από την αγροικία.

Ξυπόλητος, με το απόκτημά του ετήσιου κόπου του κρεμασμένο πάνω του, πορεύτηκε μέχρι το χωριό του, δέκα χιλιόμετρα μακριά. Λίγο πριν μπει στην πλατεία, λαχανιασμένος και κάθιδρος, φόρεσε τα ολοκαίνουργια παπούτσια που ένιωσε να του κόβουν τα πέλματα. Ας ήταν όμως, θα τα συνήθιζε. Ήταν τόσο μα τόσο όμορφα! Με τα πόδια ντυμένα από τα τριζάτα και αστραφτερά υποδήματα, χτύπησε με δύναμη την πόρτα του πατρικού του. Στο κατώφλι η μητέρα του που είχε να το δει χρόνο, έβγαλε μια κραυγή που δεν κατάλαβε αν ήταν ενθουσιασμός ή πόνος. Ρίχτηκε στην αγκαλιά της και έκλαψαν και οι δύο μαζί πριν της διηγηθεί την περιπέτειά του ως παραγιός στην εξοχή…

Αυτή είναι μια πραγματική ιστορία που την αφηγήθηκε ένας ηλικιωμένος άνδρας που είχε πάει παραγιός σε αγροτόσπιτο της εξοχής στις αρχές της δεκαετίας του 1940. Δεν γνωρίζουμε από πόσο μακριά έρχεται ο θεσμός του παραγιού, ωστόσο στην Πάρο άνθησε από τα μέσα του 19ου έως τα μέσα του 20ου αιώνα.

Εκείνη την εποχή, συνηθιζόταν ένα παιδί δέκα έως είκοσι ετών, να γίνεται παραγιός. Να διαβιώνει δηλαδή μέσα σε μια άλλη αγροτική οικογένεια για λόγους κυρίως βιοπορισμού. Προορισμός του παραγιού ήταν να βοηθά στις αγροτικές δουλειές του ξένου νοικοκυριού, σταδιακά και ανάλογα με την ηλικία του με ανταμοιβή την διατροφή, την ένδυση, την υπόδηση, τη στέγη και ίσως και μια ακόμη αμοιβή σε είδος ή σε λιγοστά χρήματα. Όσο το παιδί μεγάλωνε έκανε ολοένα και βαρύτερες δουλειές. Τα πρώτα χρόνια, ο παραγιός φρόντιζε τα αιγοπρόβατα ή τα γαλόπουλα κι όταν μεγάλωνε λίγο τα μεγαλύτερα ζώα όπως ιπποειδή ή βοοειδή. Τα οδηγούσε στη βοσκή, φρόντιζε να μην μπαίνουν σε γειτονικά κτήματα, τα πότιζε, την περίοδο που γεννοβολούσαν έβαζε τα μικρά να βυζάνουν όπως έλεγαν, ή ακόμα όταν είχαν τα μικρά απομονωμένα από τις μανάδες τους, τα έβγαζε πρωί και βράδυ για να θηλάσουν.

Όταν ο παραγιός όπως συνήθιζαν να λένε, ποδάρωνε, άρμεγε τα ζωντανά, ή σακούλιαζε τον μαστό τους ώστε να μπορέσουν τα μικρά τους να αρχίσουν να τρώνε τροφή εκτός από γάλα όπως χόρτα, άχυρα, κριθάρι. Την ίδια περίπου περίοδο και με την πάροδο του χρόνου, οι παραγιοί άρχισαν να κάνουν και πιο βαριές εργασίες. Σαμάρωναν τα ζώα, μετέφεραν εργαλεία για το θέρος, το όργωμα ή τον τρύγο μετέχοντας και οι ίδιοι από την ηλικία περίπου των δώδεκα ετών σε σπουδαίες αγροτικές δουλειές ανάλογα με την εποχή. Κάποιες φορές τα παιδιά έμεναν στα αγροτόσπιτα ως παραγιοί για χρόνια.

Αρκετές φορές πάλι, εγκατέλειπαν το σπίτι λόγω των συνθηκών κακομεταχείρισης που βίωναν. Ο δηκτικός διαχωρισμός από την οικογένεια και τα παιδιά της προς το ξένο παιδί, το λιγοστό φαγητό που πρόσφερε το αφεντικό, οι άσχημες συνθήκες στέγασης, οι χειροδικίες, οι προσβολές και οι τιμωρίες έκαναν πολλούς παραγιούς να φεύγουν αναζητώντας την τύχη τους σε άλλο σπίτι της εξοχής. Ενδεικτική της θλιβερής αυτής κατάστασης για πολλούς παραγιούς, είναι η μαρτυρία ηλικιωμένου ότι είχε αλλάξει ως παραγιός 53 σπίτια.

Υπήρξαν όμως και οικογένειες που αγκάλιαζαν ζεστά αυτά τα παιδιά τα οποία η σκληρή ένδεια είχε φέρει στη δούλεψή τους. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που όταν ένα τέτοιο παιδί όταν μεγάλωνε και αφού είχε πια στήσει το δικό του νοικοκυριό, επισκεπτόταν τα παλιά του αφεντικά δείχνοντας ευγνωμοσύνη για τα χρόνια καλής ζωής που είχε περάσει κοντά τους. Συνήθως αυτοί δεν είχαν ξεχωρίσει τον παραγιό από τα δικά τους παιδιά. Ο παραγιός, έτρωγε και δούλευε μαζί με τα παιδιά της ξένης οικογένειας κάνοντάς τον να νιώσει θαλπωρή και αγάπη. Έχουν μάλιστα καταγραφεί περιπτώσεις που οι νοικοκύρηδες αντιμετώπιζαν ισότιμα τον παραγιό σε σχέση με τα υπόλοιπα παιδιά τους, μεταβιβάζοντάς τους μάλιστα κτηματική περιουσία χωρίς κανένα αντάλλαγμα.

Ο θεσμός γέννημα της τυραννίας της φτώχεια για πολλά παιδιά, είχε ωστόσο και τη μορφή της μαθητείας σε ορισμένες περιπτώσεις καθώς κάποιοι αγρότες χωρίς οικονομική ανάγκη έστελναν τα παιδιά τους παραγιούς σε μια άλλη οικογένεια για να σκληραγωγηθούν και να μάθουν στοιχεία διαχείρισης της αγροτικής οικονομικής ζωής προετοιμάζοντάς τα έτσι για το μέλλον μέσα στο πατρικό νοικοκυριό. Μέχρι περίπου το 1960, ο θεσμός του παραγιού ήταν συνήθης στην Πάρο προσφέροντας τα αναγκαία σε παιδιά της πιεστικής φτώχειας, διαπλάθοντας τους χαρακτήρες και τις προσωπικότητές τους αφήνοντάς τους αναμνήσεις και ίσως κατάλοιπα που θα τα συνόδευαν στο υπόλοιπο του βίου τους.

Ακολούθησε το psts.gr στο Google News!
24ωρη ενημέρωση με τη σφραγίδα του www.psts.gr