Η νέα κατάσταση αποτυπώνεται σε πολλές εκφάνσεις της ζωής στα πανέμορφα νησιά, είτε αφορά τις τιμές και τη στεγαστική κρίση, είτε τα πλήγματα στην αρχιτεκτονική και το τοπίο. Η ερήμωση περιοχών που κάποτε έσφυζαν από ζωή, όταν τελειώνει η τουριστική σεζόν, είναι ένα ακόμα γνώριμο στοιχείο της νέας κατάστασης, το οποίο γίνεται ολοένα εντονότερο.
Το κλείσιμο του «Φωτοδότη», του ιστορικότερου, σύμφωνα με τις καταγραφές, καφενείου στην Αμοργό και του μοναδικού στεκιού που μέχρι τώρα έμενε ανοιχτό και τον χειμώνα, είναι έτσι κάτι παραπάνω από ένα ακόμα «λουκέτο» επιχείρησης. Είναι μια εξέλιξη που συμβολίζει τη νέα εποχή -ιδιαίτερα- στις Κυκλάδες και ταυτόχρονα ένα έναυσμα για συζήτηση γύρω από το πώς μπορεί η συνολικότερη κατάσταση να αντιστραφεί.
Ο «Φωτοδότης» ήταν -μάλλον για κάτι παραπάνω από έναν αιώνα- το μόνιμο στέκι που συναντούσε κανείς, στην μία από τις εισόδους της πανέμορφης Χώρας της Αμοργού. Το όνομά του, το πήρε από τη διπλανή εκκλησία του Φωτοδότη Χριστού, ένα από τα πολλά βυζαντινά μνημεία του νησιού.
Στεγαζόταν σε ένα οίκημα με παραδοσιακά χαρακτηριστικά, έβγαζε τις πολύχρωμες καρέκλες του και υποδεχόταν ντόπιους και επισκέπτες με κάθε λογής μεζέδες και συχνά με τους ήχους της μουσικής. Βασικό χαρακτηριστικό του «Φωτοδότη» όμως, πέρα από τη ζεστή και παρεϊστικη ατμόσφαιρά για την οποία μιλούν όσοι τον έζησαν, ήταν πως έμενε ανοιχτό όλο το χρόνο. Ακόμα και όταν οι περισσότεροι τουρίστες είχαν πλέον εγκαταλείψει το νησί, ο «Φωτοδότης» ήταν πάντα εκεί, ως μία εστία συνέρευσης και συναναστροφής για τους μόνιμους κατοίκους.
Ωστόσο, ο «Φωτοδότης» φέτος κλείνει και, σύμφωνα με πληροφορίες, το κλείσιμο είναι οριστικό. Ο χώρος πουλήθηκε, το καφενείο φέρεται να μετακομίζει στα Κατάπολα, το αρκετά πιο πολυσύχναστο λιμάνι της Αμοργού, ενώ στο σημείο που βρισκόταν το καφενείο πρόκειται να ανοίξει κατάστημα των ΕΛΤΑ.
Αντιδράσεις στα κοινωνικά δίκτυα
«Η Χώρα βυθίζεται στο σκοτάδι. Αυτή η φράση φυσικά ταιριάζει και σε ολόκληρη τη χώρα, αλλά εδώ μιλάω για τη Χώρα της Αμοργού.
Απόψε ο Φωτοδότης θα δώσει φως για τελευταία φορά. Το παλαιότερο καφενείο του νησιού κλείνει για πάντα και μαζί του κλείνει και το χωριό. Δεν θα συναντιόμαστε πια τα πρωινά για καφέ και κουτσομπολιό, δεν θα χαμπαρελιάζουμε ατενίζοντας την είσοδο του χωριού, δεν θα πίνουμε τις ρακές μας περιμένοντας να έρθει ο μανάβης ή ο φούρναρης, οι καθηγητές των σχολείων μπορούν να πηγαίνουν στα Κατάπολα για φαγητό, και αν θελήσει κανείς να παίξει και καμιά πενιά μπορεί να το κάνει ελεύθερα κλεισμένος μόνος στο σπίτι του», τονίζει σε ανάρτησή του, ο Ευθύμης Κούρτης, ο οποίος ζει το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου στην Αμοργό.
«Επιτέλους, μπορούμε να λέμε και επισήμως πως ολόκληρη η Χώρα είναι απλώς ένα σκηνικό θεάτρου, το οποίο βρίσκεται εδώ που βρίσκεται μόνο και μόνο για να ανοίγει και να εξυπηρετεί τις καλοκαιρινές παραστάσεις για τους τουρίστες, με όλους εμάς για κομπάρσους. Και μόλις η σαιζόν τελειώσει, κλείνουμε τους προβολείς, κατεβάζουμε την αυλαία, σχολάσαμε, πάμε σπίτια μας. Και όπως πάντα, είμαστε αναγκασμένοι να καθόμαστε και να παρακολουθούμε τον ξεπεσμό με κατεβασμένα τα χέρια και τα κεφάλια.
Πώς μπερδευτήκαμε έτσι; Κοίτα να δεις, που λέγαμε τις ίδιες λέξεις και νομίζαμε ότι εννοούσαμε τα ίδια πράγματα. Κι όμως, όχι. Οι μισοί μιλούσαμε για παράδοση, ενώ οι άλλοι μισοί μιλούσαν για παράδοση δεμάτων.
Ας είναι έτσι λοιπόν. Άλλη μία συλλογική ήττα. Και είναι ήττα ακόμα και για αυτούς που νομίζουν πως κερδίζουν. Συνεχίζουμε, λοιπόν, ηττημένοι, αλλά γεμάτοι με εμπειρίες και συναισθήματα και ιστορίες και φιλίες και γέλια και κλάματα και μουσικές και ζωή.
Και για όλα αυτά που διασώζονται μέσα μας -έστω και αν διασώζονται ως αυτά που χάθηκαν- δεν υπάρχει διακόπτης. Κανένα χέρι δεν μπορεί να τους κλείσει το φως», καταλήγει η ανάρτηση.
Μαρτυρίες από το 1885
Όπως σημειώνει ο Νίκος Νικιτίδης σε ανάρτησή του: «Με βάση γραπτές πηγές, το πιο παλιό καφενείο της Αμοργού είναι στην Χώρα το καφενείο του Γαβρά, δηλαδή ο Φωτοδότης όπως ονομάζεται σήμερα. Το περιγράφει το 1885 ο Άγγλος περιηγητής Τζέημς Μπεντ, ο οποίος, ανάμεσα στα άλλα γράφει: ‘Από το παράθυρο τού καφενείου η θέα ήταν προς έναν δρόμο γεμάτο πηγάδια».
«Κλείνει ένα κεφάλαιο μνήμης»
«Υπάρχει στο κλείσιμο ενός καφενείου μια πληγή που ξεπερνά κατά πολύ τον απλό ήχο από τις καρέκλες που στοιβάζονται και τα ποτήρια που τακτοποιούνται.
Ο Φωτοδότης, αυτό το όνομα που έλεγε το φως, σβήνει στη Χώρα, και μαζί του σβήνει ένα κομμάτι από την ψυχή της Αμοργού.
Δεν κλείνει απλώς μια πόρτα· κλείνει ένα κεφάλαιο μνήμης, ένας τόπος ανθρώπινης ζεστασιάς όπου δύο νέες γυναίκες, με τη χάρη και τη σταθερότητά τους, είχαν δώσει πρόσωπο και πνοή στη φιλοξενία», σημειώνει σε ανάρτησή του άλλος χρήστης, ξένος επισκέπτης της Αμοργού για πολλά χρόνια.
«Στον Φωτοδότη έζησα τότε τις πρώτες ανέμελες βραδιές σε νησί, βραδιές παρέας μεταξύ αγνώστων, βραδιές συνάντησης μεταξύ ομονοούντων, μέσα σε ένα κλίμα που τώρα στους τουριστικούς οδηγούς ονομάζεται "αυθεντικότητα" και "παραδοσιακή ατμόσφαιρα". Ήταν, στην πραγματικότητα, μια γεύση βαθιάς ελευθερίας και κοινότητας.
Τα τελευταία χρόνια ήταν πάντα η πρώτη μας στάση μόλις φτάναμε στη χώρα από το καράβι. Για εμένα, ως επισκέπτρια του νησιού, ο Φωτοδότης ήταν το καλωσόρισμα και η επιστροφή σε αυτή την ελευθερία. Για τους ντόπιους ήταν το μόνο μαγαζί που έμενε ανοιχτό το χειμώνα στη Χώρα», τονίζει η Έλενα Όλγα Χρηστίδη, κοινωνική επιστήμονας και ακτιβίστρια για τα δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ.
«Το κλείσιμο του Φωτοδότη το νιώθω σαν ήττα για το νησί. Σε ευρύτερο πλαίσιο όμως συμβολίζει κάποιες μικρές ήττες μέσα μας και γύρω, τις ήττες των καιρών μας, την αδυναμία μας να συναντηθούμε και να βρούμε καταφύγιο και συντροφιά τις δύσκολες ώρες, όπως εκείνα τα βράδια με τα πολλά μποφόρ και την ομίχλη στην Αμοργό», αναφέρει.