Οι ώρες ηλιοφάνειας λιγοστεύουν, οι αποδόσεις των φωτοβολταϊκών πέφτουν, η συνολική παραγωγή των ΑΠΕ υποχωρεί, ενώ η ζήτηση αρχίζει να ανεβαίνει λόγω θέρμανσης και το μερίδιο του ακριβού φυσικού αερίου να αυξάνεται για την κάλυψή της.
Όπως σημειώνει ρεπορτάζ της Καθημερινής, αν και οι τιμές φυσικού αερίου στον κόμβο του ΤΤF παραμένουν σε σταθερά επίπεδα, 30-32 ευρώ/μεγαβατώρα, παραμένουν ευάλωτες στους γεωπολιτικούς κλυδωνισμούς, ενώ οι χαμηλότερες παραδόσεις LNG από γαλλικούς τερματικούς σταθμούς λόγω των συνεχιζόμενων απεργιών, σε συνδυασμό και με τα χαμηλότερα επίπεδα αποθεμάτων στις ευρωπαϊκές αποθήκες φυσικού αερίου σε σχέση με πέρυσι, προοιωνίζονται αστάθεια που θα δοκιμάσει τις αντοχές νοικοκυριών και επιχειρήσεων και μάλιστα με ένταση στην περίπτωση ενός βαρύ χειμώνα.
Η εικόνα αυτή άρχισε να αποτυπώνεται από χθες σε όλες τις ευρωπαϊκές αγορές, με τη μέση τιμή της μεγαβατώρας στη Γερμανία να σημειώνει απότομη αύξηση κατά 37% σε μία ημέρα και να διαμορφώνεται στα 122,72 ευρώ, πριν ανέβει σήμερα στα 136,17 ευρώ, στα 140,74 ευρώ στην Αυστρία, στα 150,35 ευρώ στην Ουγγαρία και στα 151,51 ευρώ στη Ρουμανία.
Μία από τις υψηλότερες τιμές καταγράφει και η ελληνική αγορά σήμερα, στα 144,28 ευρώ/μεγαβατώρα, με τον Σεπτέμβριο να κλείνει με άνοδο της μέσης τιμής κατά σχεδόν 25% σε σχέση με τη μέση τιμή του Αυγούστου. Το σκηνικό που διαμορφώνεται αναμένεται να ασκήσει έντονες πιέσεις σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις, καθιστώντας ακόμη πιο επιτακτική την ανάγκη λήψης μέτρων για τη μείωση του ενεργειακού κόστους στη βιομηχανία και πιο δύσκολη ταυτόχρονα στην περίπτωση που οι τιμές ξεφύγουν και απαιτηθεί στήριξη και των νοικοκυριών, όπως έχει δεσμευτεί η κυβέρνηση.
Η χονδρεμπορική τιμή του Σεπτεμβρίου προεξοφλεί αυξήσεις στα κυμαινόμενα πράσινα και κίτρινα τιμολόγια του Οκτωβρίου, ωστόσο ο μεγαλύτερος ιδιώτης πάροχος της αγοράς, η Protergia, εξέπεμψε ένα θετικό σήμα χθες μειώνοντας την τιμή στο πράσινο τιμολόγιό της Value Special στα 14,9 λεπτά/κιλοβατώρα, από 15,9 λεπτά/κιλοβατώρα τον Σεπτέμβριο. Μένει να φανεί εάν την πολιτική απορρόφησης και συγκράτησης των τιμών θα ακολουθήσουν και άλλοι πάροχοι.
Η μείωση της τιμής της κιλοβατώρας, ωστόσο, δεν εξαρτάται μόνο από τη διακύμανση της τιμής που διαμορφώνεται στη χονδρεμπορική αγορά και επιπλέον επηρεάζει το 50% του συνολικού λογαριασμού ρεύματος. Το υπόλοιπο 50% αφορά φόρους και τέλη, καθώς και τις αποκαλούμενες ρυθμιζόμενες χρεώσεις που συνήθως αυξάνονται αθόρυβα, δεν επηρεάζονται από τις ευνοϊκές συγκυρίες αποκλιμάκωσης των διεθνών τιμών και είναι κοινές για όλους τους παρόχους. Το κόστος δικτύων, για παράδειγμα, από 2,2 δισ. ευρώ το 2022-26, θα ανέλθει σε 4,8 δισ. ευρώ το 2026-30.
Αφαιρώντας τις ρυθμιζόμενες χρεώσεις (τέλη δικτύου και συστήματος, ΥΚΩ, ΕΤΜΕΑΡ), επιλέγοντας το φθηνότερο τιμολόγιο της αγοράς ο καταναλωτής θα έχει ένα όφελος για μόλις το ένα τρίτο περίπου του λογαριασμού του, που αντιστοιχεί στην κατανάλωση. Ακόμη όμως και αυτό το κόστος θα ήταν κατά πολύ χαμηλότερο, ανεξάρτητα από την όποια διακύμανση της χονδρεμπορικής τιμής, εάν είχαν αντιμετωπιστεί χρόνιες παθογένειες και στρεβλώσεις και λειτουργούσαν αποτελεσματικά οι διαχειριστικές και εποπτικές αρχές.
Η τιμή που διαμορφώνεται στη χονδρεμπορική αγορά παίρνει μια πρώτη προσαύξηση από τις απώλειες (τεχνικές και ρευματοκλοπές), οι οποίες ανέρχονται στο 11,4%, όταν στην υπόλοιπη Ευρώπη δεν ξεπερνάει το 5,5%.
Το πρώτο εξάμηνο του 2022, για το οποίο έχει γίνει τελική εκκαθάριση, οι απώλειες έφτασαν το 17,42%. Αυτό σημαίνει ότι ο κάθε προμηθευτής για να προσφέρει στον πελάτη του μία κιλοβατώρα, αγοράζει από το σύστημα 1,17 κιλοβατώρες, μεταφέροντας το αντίστοιχο κόστος στα τιμολόγια.
Ακολουθεί μια δεύτερη προσαύξηση από το κόστος της αγοράς εξισορρόπησης. Το κόστος δηλαδή που προκύπτει για την κάλυψη των αποκλίσεων προσφοράς παραγόμενης ενέργειας και ζήτησης σε πραγματικό χρόνο, ώστε να διασφαλίζεται η ευστάθεια του συστήματος. Το κόστος των λογαριασμών προσαυξήσεων της αγοράς εξισορρόπησης, από 7% το 2022, έφτασε στο 21% το 2025.
Στην τιμή που θα προκύψει έπειτα από αυτές τις δύο προσαυξήσεις, οι πάροχοι θα προσθέσουν, λαμβάνοντας υπόψη και τον ανταγωνισμό, μέρος της ζημίας που έχουν υποστεί από τις ανεξόφλητες οφειλές, που στο τέλος του 2024 εκτοξεύτηκαν στα 3,4 δισ. ευρώ. Το ποσό αυτό μεταφράζεται σε επιβάρυνση των τιμών για τον καταναλωτή κατά 6 λεπτά/κιλοβατώρα. Ποσό 1,6 δισ. εξ αυτών των ανεξόφλητων οφειλών προέρχεται από «στρατηγικούς κακοπληρωτές» που μετακινούνται από πάροχο σε πάροχο χωρίς να αποπληρώνουν τις οφειλές τους.
Η άσκηση της διαμόρφωσης της τελικής τιμής της κιλοβατώρας συμπληρώνεται με την κάλυψη άλλων δαπανών του παρόχου (όπως λειτουργικά κόστη, δαπάνες για διαφήμιση, χρηματοοικονομικές δαπάνες και κόστη αντιστάθμισης κινδύνου – hedging) και ένα εύλογο περιθώριο κέρδους που έχει υπολογιστεί από τη ΡΑΑΕΥ στα 25 ευρώ/μεγαβατώρα.