Ο φόβος, μαζί με τη χαρά, τη λύπη και το θυμό, αποτελεί ένα από τα τέσσερα βασικά ανθρώπινα συναισθήματα. Πρόκειται για τη φυσιολογική και αναμενόμενη συναισθηματική αντίδραση απέναντι σε έναν πραγματικό κίνδυνο ή μια ρεαλιστική απειλή. Λειτουργεί ως ένας μηχανισμός άμυνας και επιβίωσης, που στόχο έχει να προειδοποιήσει και να κινητοποιήσει τον οργανισμό μας, ώστε να τον θέσει σε κατάσταση «μάχης» μπροστά σε έναν επαπειλούμενο κίνδυνο. Η αύξηση των καρδιακών παλμών, η επιτάχυνση της αναπνοής και η εφίδρωση είναι μερικές από τις σωματικές αλλαγές που ενεργοποιεί ο φόβος, προκειμένου να προφυλαχτούμε, όταν βρεθούμε αντιμέτωποι με μια κατάσταση αντικειμενικά επικίνδυνη.
Αντιθέτως, η φοβία είναι η συναισθηματική αντίδραση απέναντι σε μια κατάσταση που δεν είναι αντικειμενικά επικίνδυνη, αλλά εμείς την αντιλαμβανόμαστε ως απειλή. Η φοβία, λοιπόν, είναι ένας παράλογος φόβος χωρίς καμία ρεαλιστική βάση, η ένταση του οποίου είναι δυσανάλογη με την πραγματική επικινδυνότητα της κατάστασης. Τις περισσότερες φορές, μάλιστα, ο φόβος αυτός εξακολουθεί να υφίσταται, ακόμα και όταν δε βρισκόμαστε ενώπιον της κατάστασης που αρχικά τον ενεργοποίησε. Η σκέψη και μόνο ότι ενδέχεται να έρθουμε αντιμέτωποι με αυτό που φοβόμαστε αρκεί, ώστε να αρχίσουμε να ανησυχούμε σε υπερβολικό βαθμό. Η φοβία μπορεί να έχει διάφορες μορφές:
α) φοβία για ζώα ή έντομα
β) φοβία απέναντι σε ειδικές καταστάσεις (π.χ. ανελκυστήρες, πτήση, οδήγηση, τούνελ, κλειστοί χώροι, μέσα μαζικής μεταφοράς)
γ) φοβία για τα φυσικά φαινόμενα (π.χ. καταιγίδα, ύψη, νερό)
δ) φοβία στην όψη του αίματος.
Σε αντίθεση με το φόβο, η φοβία δε λειτουργεί ως ένας αμυντικός μηχανισμός. Είναι μια ιδιαίτερα δυσλειτουργική συναισθηματική αντίδραση, που τελικά, όχι μόνο δε μας προστατεύει, αλλά περιορίζει την καθημερινότητά μας, αφού μας αναγκάζει να αποφεύγουμε συγκεκριμένες καταστάσεις, μέρη ή πρόσωπα (π.χ. δε μπαίνουμε στο αεροπλάνο, ανεβαίνουμε από τις σκάλες), σε μια προσπάθεια να αποφύγουμε την ίδια τη φοβία. Αυτές οι συμπεριφορές αποφυγής, όμως, είναι που τελικά διαιωνίζουν το πρόβλημα, καθώς όσο επιλέγουμε να αποφεύγουμε να έρθουμε σε επαφή με το φοβογόνο ερέθισμα, τόσο απομακρυνόμαστε από μια αποτελεσματική αντιμετώπισή του, πυροδοτώντας έτσι ένα φαύλο κύκλο φόβου και άγχους.
Ενώ, λοιπόν, ο φόβος είναι μια απόλυτα φυσιολογική αντίδραση του οργανισμού, η φοβία αποτελεί μια μάλλον παθολογική αντίδραση, που χρήζει άμεσης αντιμετώπισης, ώστε να προλάβουμε τις αρνητικές της επιδράσεις στην ποιότητα της καθημερινής μας ζωής. Ρόλος του ψυχολόγου είναι να βοηθήσει το άτομο: α) να εντοπίσει και να τροποποιήσει βαθμιαία τις λανθασμένες σκέψεις, που ενεργοποίησαν και συντηρούν τη φοβία και β) να αρχίσει να εκτίθεται σταδιακά στο φοβογόνο ερέθισμα, έως ότου εξοικειωθεί πάλι πλήρως.
ΒΑΡΒΑΡΑ ΜΠΕΛΕΣΙΩΤΗ
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ, MSc
{plusone lang=el}