Σε κάποιες περιπτώσεις, το παιδί με μαθησιακά ελλείμματα εξωτερικεύει τις δυσκολίες του και αντιδρά με υπερβολική ενεργητικότητα. Γίνεται επιθετικό και ανυπάκουο, εναντιώνεται στους κανόνες και ενδέχεται να φτάσει μέχρι τα όρια της παραβατικότητας. Η συνεχής απογοήτευση, λόγω των χαμηλών σχολικών επιδόσεων, το οδηγεί σε λανθασμένους τρόπους επίδειξης δύναμης και υπεροχής, οι οποίοι το απομακρύνουν από τους συνομηλίκους του και παράλληλα, γίνονται αιτία διένεξης με γονείς και εκπαιδευτικούς.
Σε άλλες περιπτώσεις, το παιδί απομονώνεται κοινωνικά, σε μια προσπάθεια να κρύψει τη μαθησιακή ιδιαιτερότητα και τις δυσκολίες του. Γίνεται παθητικό, με εσωτερικευμένο άγχος, αισθήματα μειονεξίας και υπερευαισθησία στην κριτική. Όλα αυτά το αποτρέπουν από το να συμμετέχει στην τάξη, να εμπλέκεται σε παρέες συνομηλίκων και γενικότερα, να αλληλεπιδρά.
Οι περιπτώσεις κοινωνικής απόσυρσης κρίνονται ως πιο επικίνδυνες, καθώς τα δευτερογενή προβλήματα είναι καλυμμένα και δύσκολα γίνονται αντιληπτά και ανιχνεύονται. Αντιθέτως, όταν τα προβλήματα εξωτερικεύονται, μπορεί μεν το παιδί να αντιμετωπίζει περισσότερες δυσκολίες σε πρακτικό επίπεδο (π.χ. στις κοινωνικές σχέσεις), όμως είναι πιο ορατά και οι συνέπειές τους πιο άμεσες, επομένως είναι και πιο πιθανή η έγκαιρη ανίχνευση και αντιμετώπισή τους.
Όπως γίνεται κατανοητό, ανεξαρτήτως του πώς εκδηλώνονται, τα δευτερογενή προβλήματα έχουν συνήθως τη ρίζα τους στις συσσωρευμένες εμπειρίες αποτυχίας και απογοήτευσης. Παρά τις προσπάθειες και την ενέργεια που καταναλώνει το παιδί, το αναμενόμενο αποτέλεσμα δεν έρχεται, οι σχολικές επιδόσεις παραμένουν χαμηλές κι έτσι, πλήττεται ο αυτοσεβασμός και η αυτοεικόνα του.
Ωστόσο, βασικό ρόλο στο πώς το παιδί αντιλαμβάνεται την ιδιαιτερότητά του παίζει η στάση και ο χειρισμός γονέων και εκπαιδευτικών. Από τη μία μεριά, έχουμε την προσωπικότητα των γονέων, τον τρόπο με τον οποίο χειρίζονται την κατάσταση, την ετοιμότητά τους να αποδεχτούν το πρόβλημα, τη σημασία που δίνουν στη σχολική επίδοση, τις απαιτήσεις και τις προσδοκίες τους. Παραδείγματος χάριν, οι υπερβολικά αυστηροί γονείς, που δείχνουν μηδενική ανοχή στα λάθη, γίνονται τελικά πιεστικοί. Οι γονείς που δεν επιδιώκουν να ενημερωθούν ή που δε δείχνουν κατανόηση στο μαθησιακό πρόβλημα, αντιλαμβάνονται εν τέλει τη σχολική άρνηση, τα λάθη και τη χαμηλή βαθμολογία ως τεμπελιά και αδιαφορία και τιμωρούν το παιδί.
Έτσι, οι ώρες της μελέτης είναι παρατεταμένες και φορτώνονται με φωνές και τσακωμούς. Ο ελεύθερος χρόνος μειώνεται δραματικά και το παιδί χάνει την ευκαιρία να ικανοποιήσει άλλες του ανάγκες, μέσω δραστηριοτήτων που ενισχύουν τις κοινωνικές επαφές. Παράλληλα, οι ίδιες οι οικογενειακές σχέσεις διαταράσσονται και το παιδί ενσωματώνει μια αρνητική εικόνα του εαυτού, καθώς θεωρεί ότι είναι υπεύθυνο για τη δυσαρέσκεια των γονέων. Γεννώνται αρνητικά συναισθήματα προς τους γονείς, το σχολείο και τη μάθηση και δημιουργείται ένας κύκλος, που μεγαλώνει τα μαθησιακά και επικοινωνιακά κενά.
Από την άλλη μεριά, έχουμε την προσωπικότητα, τα βιώματα, τις αξίες και τις γνώσεις του εκπαιδευτικού, τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει το παιδί με μαθησιακές δυσκολίες μέσα στη σχολική τάξη και τη διάθεση για βοήθεια και κατανόηση. Ένας λανθασμένος χειρισμός από την πλευρά του, ο συνεχής στιγματισμός του παιδιού με μαθησιακές δυσκολίες, η έλλειψη κατανόησης και ο χαρακτηρισμός του ως τεμπέλικο και αδιάφορο, αυξάνουν το αίσθημα απογοήτευσης και τα προβλήματα επικοινωνίας. Το παιδί νιώθει να ακυρώνονται οι προσπάθειές του και σταδιακά αρχίζει να σχηματίζει αρνητική εικόνα για το σχολείο.
Συνεπώς, η έλλειψη κατανόησης και στήριξης από τους «σημαντικούς άλλους» (γονείς, εκπαιδευτικοί) και όχι οι ίδιες οι μαθησιακές δυσκολίες, είναι εκείνη η οποία γεννά ή επιτείνει τα δευτερογενή προβλήματα των παιδιών με μαθησιακές δυσκολίες.
ΒΑΡΒΑΡΑ ΜΠΕΛΕΣΙΩΤΗ
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ, MSc
{plusone lang=el}