Η συντριπτική πλειοψηφία των μαθητών όχι μόνο γνωρίζει για αυτήν, αλλά μπορεί και να την περιγράψει με ακρίβεια, όπως την αντιλαμβάνεται μέσα από τις σημαντικές αλλαγές που έχει επιφέρει στην καθημερινότητα. Ακόμα και αν δε την βιώνει άμεσα μέσα στην ίδια του την οικογένεια, το παιδί είναι σε θέση να την αντιληφθεί μέσα από τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι συμμαθητές ή οι φίλοι του (π.χ. λιποθυμικά επεισόδια στα σχολεία, οικονομική ενίσχυση συμμαθητών προκειμένου να καλυφθεί το απαιτούμενο ποσό για τις πολιτιστικές επισκέψεις της τάξης), από τις συζητήσεις των ενηλίκων ή τις εξελίξεις που προβάλλουν σε καθημερινή βάση τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης.
Οι μειώσεις στους μισθούς των γονέων και τα υψηλά ποσοστά ανεργίας έχουν επιφέρει τόσο σημαντικές αλλαγές στις συνήθειες του παρελθόντος, που δε θα μπορούσαν να μη γίνουν αντιληπτές ακόμα και από παιδιά προσχολικής ηλικίας. Ωστόσο, ανάλογα με την ηλικία κάθε μαθητή, οι συνέπειες της κρίσης βιώνονται με τρόπο διαφορετικό.
Για ένα παιδί προσχολικής ή σχολικής ηλικίας, το κόστος της οικονομικής κρίσης σε πρακτικό επίπεδο μπορεί να σημαίνει αδυναμία αγοράς καινούριων σχολικών ειδών για τη νέα χρονιά, περιορισμό στα παιχνίδια ή τη διασκέδαση, περικοπές σε εξωσχολικές δραστηριότητες (συνήθως με επιλογή των γονέων και όχι του παιδιού) ή μείωση στο χαρτζιλίκι.
Η έναρξη της σχολικής χρονιάς αποτελεί ιδανική περίοδο για την αξιολόγηση των μαθησιακών ικανοτήτων ενός παιδιού. Η έγκαιρη και έγκυρη διάγνωση κάποιας μαθησιακής δυσκολίας (π.χ. δυσλεξία) και η άμεση παρέμβαση μέσω προγραμμάτων αποκατάστασης, μας επιτρέπει να προλάβουμε τα μαθησιακά κενά και την πτώση της σχολικής επίδοσης και παράλληλα, να αποτρέψουμε τυχόν δευτερογενή προβλήματα (π.χ. άγχος, χαμηλή αυτοεκτίμηση, αρνητική στάση απέναντι στο σχολείο και τη μάθηση).
Ραντεβού για αξιολόγηση και διάγνωση στο 22840-24704.
Βαρβάρα Μπελεσιώτη, Ψυχολόγος MSc.
Πλατεία Εκατονταπυλιανής, Παροικιά.
Για τον έφηβο πάλι, το κόστος της κρίσης δεν περιορίζεται μόνο σε επίπεδο εξόδων και διασκέδασης, αλλά μπορεί να είναι πιο ουσιαστικό, καθώς ενδέχεται να επηρεάσει ακόμα και το μέλλον του. Υπάρχουν έφηβοι που εγκαταλείπουν συνειδητά τη μελέτη, βλέποντας πως δεν υπάρχει επαγγελματική προοπτική και άλλοι που αναγκάζονται άθελά τους να επιλέξουν το δρόμο της άμεσης εργασίας, προκειμένου να συνεισφέρουν οικονομικά στην οικογένειά τους. Δε λείπουν, επίσης, οι οικογένειες που φτάνουν σε αδιέξοδο, καθώς αδυνατούν να καλύψουν τα έξοδα για φροντιστήρια ή σπουδές κι έτσι, ο έφηβος αναγκάζεται κάπως βίαια να αλλάξει επαγγελματικό προσανατολισμό και να αφήσει ανεκμετάλλευτα τα ταλέντα και τις κλίσεις του.
Πέρα από τις συνέπειες σε πρακτικό επίπεδο, όμως, η οικονομική κρίση έχει αρχίσει να αφήνει το στίγμα της και στον ψυχοσυναισθηματικό κόσμο του παιδιού, κυρίως λόγω των αλλαγών στον τρόπο ζωής, της ψυχολογικής κατάστασης στην οποία βλέπει τους γονείς του και του κλίματος πανικού που έχουν την τάση να καλλιεργούν ενίοτε τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Η αγωνία για το μέλλον, ο φόβος για το άγνωστο, η έλλειψη ελπίδας και προοπτικής, ο θυμός και η απαξίωση απέναντι στους θεσμούς, αλλά και το κράτος δικαιοσύνης είναι μερικά από τα συναισθήματα που έχουν αρχίσει να καλλιεργούνται ακόμα και στα μικρά παιδιά. Μάλιστα, οι ψυχολογικές επιπτώσεις της κρίσης οδηγούν με τη σειρά τους και σε προβλήματα συμπεριφοράς (π.χ. ο θυμός γεννά επιθετικές ή ακόμα και παραβατικές συμπεριφορές).
Κάτω από αυτές τις δύσκολες συνθήκες, οι γονείς, αλλά και οι άλλοι σημαντικοί για το παιδί ενήλικες, χρειάζεται να βάλουμε τα δυνατά μας προκειμένου να το προστατεύσουμε από αυτό τον κυκεώνα προβλημάτων, φροντίζοντας να διαχειριστούμε όσο το δυνατόν καλύτερα τις δυσκολίες που έχουν εμφανιστεί ή που έρχονται. Αυτό δε σημαίνει ότι πρέπει να του κρύβουμε επιμελώς την αλήθεια και να το απομονώνουμε από την πραγματικότητα, αφού κάτι τέτοιο θα κλόνιζε την εμπιστοσύνη σε ένα παιδί, που έτσι κι αλλιώς γνωρίζει πολλά περισσότερα από όσα νομίζουμε. Αντιθέτως, οφείλουμε να συζητάμε ανοιχτά μαζί του για τις οικονομικές μας δυνατότητας, ώστε να θέτουμε τα κατάλληλα όρια. Να το διαφωτίζουμε σε σχέση με όσα ακούει ή βλέπει γύρω του, χωρίς απαραιτήτως να μπαίνουμε σε λεπτομέρειες, προκειμένου να προλάβουμε τυχόν παρανοήσεις. Να διατηρούμε τις καθημερινές συνήθειες, όσο είναι εφικτό, ώστε να εγκαταστήσουμε ένα αίσθημα ασφάλειας και σταθερότητας.
Παράλληλα, χρειάζεται να προσφέρουμε ελπίδα (π.χ. «θα προσπαθήσουμε να τα καταφέρουμε») και να το μάθουμε να ανταποκρίνεται με υγιείς τρόπους στις σημερινές προκλήσεις (π.χ. «μέχρι στιγμής έχουμε αυτά που χρειαζόμαστε»). Είναι προτιμότερο να μοιραζόμαστε τις φοβίες και τα άγχη μας με τους ενήλικες, ώστε να μη μας βλέπει πανικόβλητους και να αφήνουμε το παιδί ή τον έφηβο έξω από αυτά τα σενάρια πανικού, προσπαθώντας να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί στα λόγια μας (π.χ. «δε θα έχουμε να φάμε», «θα μας τα πάρουν όλα»), καθώς κάθε λέξη μετράει και αποκτά άλλη βαρύτητα στα μάτια τους. Κρατώντας μια τέτοια στάση, που θα κυμαίνεται μέσα σε ρεαλιστικά πλαίσια, θα καταφέρουμε να αντιμετωπίσουμε το αίσθημα ανασφάλειας και το κλίμα αβεβαιότητας, ώστε μακροπρόθεσμα το παιδί ή ο έφηβος να μη μετατραπεί σε έναν απαισιόδοξο ενήλικα με άγχος και φοβίες.
ΒΑΡΒΑΡΑ ΜΠΕΛΕΣΙΩΤΗ
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ, MSc