Θα μπαρκάρω λοιπόν, στ΄ανοικτά και τη θάλασσα, για να βρώ αρμενιστή φιλόσοφο το Νίκο Καββαδία, τον μαρκονίστα ποιητή
το φίλο που χωρίς ποτέ να τον έχω κάπου γνωρίσει, παρά στα γραφτά του ένα μνημόσυνο στα "ρουσάλια" λίγο πρίν
τη Πεντηκοστή.
Αγαπήθηκε πολύ από τα νιάτα της γενιάς του και της δικής μας πάρα πολύ.Συνθέτες και τραγουδιστές,όπως ο Γιάννης Σπανός και η Μαρίζα Κώχ, έκαναν τους στίχους του τραγούδια με μεγάλη απήχηση και το κράτος τότε, θέσπισε λογοτεχνικό διαγωνισμό στ΄όνομά του για να τον τιμήσει και να τονώσει το ενδιαφέρον των θαλασσινών,για την ποίηση και τη λογοτεχνία. 'Οσα περιγράφει,τα έχει ζήσει πρίν ο ίδιος, ή τα έχει παρακο-λουθήσει να διαδραματίζονται γύρω του.
Είναι η ζωή ζυμωμένη με ιδρώτα,αλάτι και αβάσταχτη στέρηση. Τι άλλο! Η ζωή του Ναυτικού.
" Οι ναύτες είναι ακροβάτες. Μπορούνε ν΄ανέβουνε στην κορυφή του καταρτιού από ένα σκοινί χωρίς ν΄ακουμπάνε τα πόδια τους πουθενά. Μπορούνε να κρατηθούν για μια στιγμή κρεμασμένοι από τα δόντια, να περπατήσουνε πάνω σ΄ένα κάβο τεντωμένο κι΄από κάτω να κυλάει το ρέμα."
- Κόλλια, - τον ρωτήσανε κάποτε,- εικοσάχρονος Δόκιμος ήσουν όταν έγραψες το " Μαραμπού." Ώριμος άντρας μας χάρισες τη "Βάρδια," το 1954, και τώρα, 'οταν δεν σε περιμέ-
ναμε πιά, αυτά τα ποιήματα, Γιατί έβαζες ανάμεσα στα έργα σου τόση απόσταση,τόση σιωπή?
- Λαθεύεις..Εγώ δεν είμαι ποιητής..Είμαι στοχαστής..Είμαι αρμενιστής φιλόσοφος. Οι στίχοι μου είναι λόγια, ιστορίες ζωής ατόφια...Αλλά μην τα παίρνεις για επάγγελμα. Αν δεν έχω τίποτα ουσιαστικό να πω σωπαίνω...Τη σέβομαι την ποίηση..Γι΄αυτό όσο λιγότερο γράφω,τόσο περισσότερο πρέπει να καταλαβαίνεις ότι τη σέβομαι...Είναι πιό καλά ν΄αναρωτιούνται, " γιατί δεν γράφει ο Καββαδίας," παρά,
" γιατί γράφει. " Τώρα έχω πάλι κάτι να πώ και το λέω..
Φάτα Μοργκάνα,το είπα.
" Θα μεταλάβω με νερό θαλασσινό
στάλα τη στάλα συναγμένο απ΄το κορμί σου,
σε τάσι αρχαίο μπακιρένιο αλγερινό
που κοινωνούσαν πειρατές πριν πολεμίσουν.
- ο -
Πανί δερμάτινο, αλειμμένο με κερί
οσμή από κέδρο,από λιβάνι, από βερνίκι,
όπως μυρίζει αμπάρι σε παλιό σκαρί
χτισμένο τότε στον Ευφράτη στη Φοινίκη.
- ο -
Πούθ΄έρχεσαι? Απ΄τη Βαβυλώνα,
Που πάς? Στο μάτι του κυκλώνα,
Ποιόν αγαπάς? Κάποια τσιγγάνα,
Πως τη λένε? Φάτα Μοργκάνα."
Ήταν πάντα ένας ατημέλητος άνθρωπος.Παλιοπεντέλονα δίχως τσάκιση, το αιώνιο σκούρο πουλόβερ με το γυριστό γιακά κι ο αχώριστος σκούφος στο κεφάλι, μια μορφή αλλό- κοτη, πικρή, μοναχική,στερημένη.
Το μάτι στρογγυλό σα του ψαριού. Γυμνό, ανελέητο, άλλοτε γεμάτο ακοίμητη έννοια, κι άλλοτε πάλι να μπιλίζει μέσα του όλη η Κεφαλονίτικη και η Κινέζική πονηριά του. Ένας συμπα-θητικά άσχημος άντρας. Ο ψυχωμένος Έλληνας που "γροικά."
Ο Νίκος Καββαδίας γεννήθηκε την 11-01-1910 στο Χαρμπίν της Μαντζουρίας από γονείς Κεφαλονίτες, κι΄ εκεί πέρασε τα παιδι-κά του χρόνια, να πως περιγράφει το Πατέρα του απλά στη "Βαρδια."
" Το παιδί της Μαντζουρίας....Όταν πρωτοπήγε δεκαεφτά χρο-νών,στο Τιέν Τσίν, οι Κινέζοι της περιοχής πάψανε να καπνί-ζουν όπιο μονομιάς, κι όμως ήταν χειρότερα μεθυσμένοι από πρίν. Τι τους πότιζε?
Ο τροφοδότης του Κουροπάτκιν...Νύκτα τον σύρανε στο αντισκηνό του, Πάνω στο κιβώτιο πούχε για τραπέζι, ανάμεσα σ΄ενα μισοκαμένο ψωμί, βρισκότανε μια τεράστια κατσαρίδα, ένας τούμπανος. " Θα σε τουφεκίσω πρίν ξημερώσει."
Ο τροφοδότης πήρε το πειστήριο στο χέρι,το ζύγιασε με το μάτι, το βαλε στο στόμα και το κατάπιε...
" Σταφίδα, εξοχώτατε... Του νησιού μου."
Ο Κουροπάτκιν κατάπιε το γέλιο του δυσκολότερα από ότι ο πατέρας μου το θεριό. " Φύγε... Και άλλη φορά δεν τη γλυτώνεις."
Όταν έγινα δεκαοχτώ,τούπα πως θα γίνω ναυτικός. "Γίνε ότι διάλο θέλεις, μου πε. Ρουφιάνος και π... μη γίνεις.
Στη "Βάρδια" πάλι,δίνει την εξήγηση γιατί έγινε ναυτικός.
" Δεν ξεκίνησα για το τίποτα, Μονάχα για να ταξιδεύω... Εμένα μ΄αρεσε η πλώρη. Η ξενοιασιά...
Αγάπησε τη θάλασσά και τους θαλασσίνους. Τους πόνεσε.
Δέθηκε μαζί τους. Έγιναν άνθρωποί του και έγινε δικός τους.
Δύσκολο να ταξινομηθεί η "Βάρδια" στη θαλασσινή λογοτεχνία.
Είναι είδος μοναδικό,είναι σάν κάποιο λεύκωμα με φωτογρα-
φίες. Μη γυρεύεις πουθενά μηνύματα ελπίδας.
Υπάρχει όμως φιλότιμο, στοργή, έρωτας και μια συνέπεια κυριολεκτικά απροσδόκητη.
" Τι να σου τάξω,ατίθασο παιδί, να σε κρατήσω?
Παρηγοριά μου ο σάκος μου σ΄Αμερική και Ασία.
Σύρμα που εκόπηκε στα δυό και πως να το ματίσω?
Κατακαημένε, η θάλασσα μισάει την προδοσία.
- ο -
Γέρο,σου πρέπει μοναχά το σίδερο στα πόδια,
δυό μέτρα καραβόπανο, και αριστερά τιμόνι.
Μια μέδουσα σ΄αντίκρυσε γαλάζια και σιμώνει
κι΄ένα βυθός που βόσκουνε σαλάχια και χταπόδια."
Απλά ταίριαζε τις σκέψεις έτσι τ΄άρεσε πάντα δίχως κάν
κούφιο κι αστείο ρομαντισμό...Πίστευε πάρα πολύ πως εξυπηρετεί τα πράγματα βάζοντας τα σε κάποια τάξη στο μυαλό του και την καρδιά.
- Μην παρασύρεσε άδικα από τον ρομαντισμό σου.Δεν υπάρχουν ξεχωριστές γυναίκες..Υπάρχουν ξεχωριστές
στιγμές.Μια σειρά από τέτοιες στγμές μας κάνουνε να βλέπουνε τη γυναίκα μοναδική και κυρίαρχη,χωρίς να είναι.
Χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία,
Παίξε στον άνεμο τη γλώσσα σου και πέρνα.
Αλλού σε λένε Γιουδήθ, εδώ Μαρία,
Το φίδι σκίζεται στο βράχο με τη σμέρνα.
Έσβυσε στις Δέκα του Φλεβάρη 1975 χειμωνιάτικη μέρα...
Τον κλάψαμε τότε πολλοί, " αντάμα με τ΄άρμενα τις τσιμινιέ-
ρες κι όλη της βάρδιας σε κάθε ελληνικό πλεούμενο, " σ΄ανατολή και δύση.
Τώρα δά θυμούμε μιά του στροφή...Στο σχώριο της ψυχής κεί
άς πάει..
" ΄Οταν πιστεύω θάλασσα μονάχα και βυθό
και προσκυνά για κόνισμα έναν παλιό αστρολάβο,
πως να προσευχηθώ? Σε ποιόν να ξομολογηθώ
και που να μεταλάβω? "