αρπάζει τα όπλα και επαναστατεί για την λευτεριά του και το κουμάντο της γης των προγόνων του στεριάς και θάλασσας.
Μα σήμερα δεν θα μιλήσουμε για πράγματα γνωστά γραμμένα και χιλιοειπωμένα, αλλά με κάποιο από τους «μεγάλους» αγωνιστές, το Στρατηγό Γιάννη Μακρυγιάννη που τα «απομνημονεύματα» του αποτελούν διδαχές ιστορικού Ευαγγελίου.
«Τούτη την πατρίδα την έχομεν όλοι μαζί, και σοφοί κι αμαθείς, και πλούσιοι και φτωχοί, και πολιτικοί και στρατιωτικοί, και οι πλέον μικρότεροι άνθρωποι. Όσοι αγωνιστήκαμεν, αναλόγως ο καθείς, έχομεν να ζήσομεν εδώ. Το λοιπόν δουλέψαμεν όλοι μαζί και τη φυλάμε κι όλοι μαζί και να μη λέγει ούτε ο δυνατός «εγώ», ούτε ο αδύνατος. Ξέρετε πότε να λέγει ο καθείς «εγώ», όταν αγωνιστεί μόνος του και φκιάσει ή χαλάσει, να λέγει «εγώ». Όταν όμως αγωνίζονται πολλοί και φτιάνουν, τότε να λέμε «εμείς». Ε ί μ α σ τ ε σ τ ο «ε μ ε ί ς» κ ι ό χ ι σ τ ο «ε γ ώ».
Στον εορτασμό της 25ης Μαρτίου, ημέρας συμβολικής για την έναρξη της Εθνεγερσίας το 1821 και την εκγονή της πολιτικής ελευθερίας των Ελλήνων, αρμόζει όχι μόνο ύμνος για τα κλέη, αλλά και θρήνος για τα πάθη της γενεάς εκείνης των ανθρώπων της πατρίδας..Χρειάζεται λοιπόν και νηφάλιος αναλογισμός για το μέγιστο ιστορικό αυτό γεγονός της πολιτικής παλιγγενεσίας του έθνους μας.
Βαραίνει πάρα πολύ στη συνείδησή μου ο τεράστιος όγκος των θυσιών του ελληνικού τότε λαού, πολεμιστών και αμάχων σε στεριά και θάλασσα. Για τις ψυχές αυτές, στοχάζομαι τη ευλαβική επίκληση του εθνικού μας ποιητή Σολωμού: «Μα τις ψυχές που χάθηκαν τον Τούρκο πολεμώντας». Πολύ εκτεταμένος είναι αυτός ο χάρτης, ο γεωγραφικός, των θυσιών των αμάχων: Χαλκιδική, Νάουσα (Μακεδονίας), Κωνσταντινούπολη, Κυδωνία, Σμύρνη, Κύπρος, Χίος, Κάσος, Ψαρά, και άλλοι τόποι Ελλήνων.
Κατά ένα υπολογισμό αξιόπιστο, οι απώλειες στις περιοχές του πρώτου εδάφους του ελληνικού ανεξάρτητου Κράτους, αυτές οι προσκλημένες από τον εννιάχρονο απελευθερωτικό αγώνα. Ήταν σχεδόν το ένα τρίτο από τον ενεργό πληθυσμό και τα δύο τρίτα περίπου του παγίου κεφαλαίου. Υπήρξε τόσο βαρύς απολογισμός θυσιών του Γένους για την μερική απελευθέρωσή του, εναρκτήρια όμως για την έπειτα μεγέθυνση του εδάφους της ελεύθερης πλέον πολιτείας του.
Μη το ξεχνάμε. Η τιμή για την εθνεγερσία το 1821, αλλά και η ευθύνη για τις μέγιστες αυτές απώλειες, ανήκουν στη Φιλική Εταιρεία πρώτιστα, ιδρυμένη τον Σεπτέμβριο του 1814 και πριν τη θέσπιση της «Ιεράς Συμμαχίας» στην Ευρώπη, από τον Σκουφά, Τσακάλωφ και Ξάνθο, άνδρες με βαθύ πατριωτισμό.
Ύστερα από εξάχρονη μυστική δράση αποφάσισε η ηγεσία της Φιλικής εταιρείας τον Οκτώβριο του 1820, ότι έφθασε ο καιρός για την Επανάσταση, καθώς η εξάπλωση της προαναφερόμενης εταιρείας ήταν ήδη τόσο μεγάλη, ώστε κινδύνευε να γίνει αντιληπτή από τους Τούρκους η ύπαρξη της. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την έναρξη της επανάστασης πρόωρα, χωρίς να υπάρξουν ακόμα όσα καθόριζε το εκπονημένο σχέδιο γι΄αυτήν, όπως η συγκέντρωση χρημάτων και οπλισμού μα και ακόμα η καταστροφή του τουρκικού στόλου.
Συνεχίζουμε όμως Συμπατριώτες με το Γιάννη Μακρυγιάννη, το Στρατηγό, με άλλο ένα επίκαιρο και προφητικό παράλληλα τμήμα των «απομνημονευμάτων του».
« Όταν μου πειράξουν την πατρίδα και τη θρησκεία μου, θα μιλήσω, θα ΄νεργήσω κι ό,τι θέλουν ας μου κάνουν». Τότε, εκεί που καθόμουν εις το περιβόλι μου και έτρωγα ψωμί, πονώντας από τις πληγές μου, όπου έλαβα εις τον αγώνα και περισσότερο πονώντας δια τις μέσα πληγές όπου δέχομαι δια τα σημερινά δεινά της Πατρίδος, ήλθαν δύο επιτήδειοι, άνθρωποι των γραμμάτων, μισομαθείς και άθρησκοι, και μου ξηγώνται έτσι: «Πουλάς Ελλάδα Μακρυγιάννη»; Εγώ, στην αθλία κατάστασίν μου, τους λέγω: «Αδελφοί, με αδικείτε. Ελλάδα δεν πουλάω, νοικοκυραίγοι μου. Τέτοιο αγαθόν πολυτίμητον δεν έχω εις την πραμάτειαν μου. Μα και να το΄χα, δεν το δινα κανενός. Κι αν πουλιέται Ελλάδα, δεν αγοράζεται σήμερις, διότι κάνατε τον κόσμο εσείς λογιώτατοι, να μην θέλει να αγοράσει κάτι τέτοιο». Έφυγαν αυτοί. Κι έκατσα σε μίαν πέτρα μόνος και έκλαιγα. Μισός άνθρωπος καταστάθηκα από το ντουφέκι του Τούρκου, τσακίστηκα εις τις περιστάσεις του αγώνα και κυνηγιέμαι και σήμερον . Κυνηγιώνται και άλλοι αγωνιστές πολύ καλύτεροί μου, διότι εγώ είμαι ο τελευταίος και ο χειρότερος. Και οι πιο καλύτεροί όλων αφανίστηκαν. Αυτοί που θυσίασαν αρετή και πατριωτισμόν, για να ειπωθεί καλύτερη η Ελλάδα κι εχάθηκαν φαμελιές ολωσδιόλου, είπαν να ζητήσουν ένα αποδειχτικόν που να λέγει ότι έτρεξαν κι αυτοί εις την υπηρεσία της Πατρίδος και Τούρκο δεν άφησαν αντουφέκιγο. Πήρε να ΄νεργήσει η Κυβέρνηση και βγήκαν κάτι τσασίτες και σπιγούνοι, που δουλεύουν μίσος και ιδιοτέλεια, και είπαν «όχι». Και είπαν και βρισιές παλιές δια του αγωνιστές. Για να πάρουν το αποδειχτικόν, ένα χαρτί που δεν κάνει τίποτες γρόσια. Πατρίδα να θυμάσαι εσύ αυτούς όπου, δια την τιμήν και την λευτεριάν σου, δεν λογάριασαν θάνατο και βάσανα. Κι αν σύ τους λησμονήσεις, θα σου θυμηθούν οι πέτρες και τα χώματα, όπου έχυσαν αίματα και δάκρυα. Θεέ, συχώρεσε τους παντίδους, που θέλουν να μας πάρουν τον αγέρα που αναπνέομεν και την τιμήν που με ντουφέκι και γιαταγάνι πήραμε. Εμείς το χρέος, το κατά δύναμιν επράξαμεν. Και αυτοί βγήκαν σήμερον να προκόψουν την Πατρίδα. Μας γέμισαν φατρία και διχόνοιαν. Και την Πατρίδα δεν την θέλουν Μητέρα Κοινή. Αμαρόζα εις τα κρεβάτια τους την θέλουν. Γι αυτό περνούν και ρεθίζουν τον κόσμον με τέχνες και καμώματα. Και καζαντίσαν αυτοί μπουγγιά και αγαθά και αφήκαν τους αγωνιστές, τις χήρες και τα ορφανά εις την άκρην. Αυτοί είναι οι άνθρώπινοι λύκοι, που φέραν δυστυχήματα και κίντυνον εις τον τόπον. Ας όψονται...
Εμείς, με σκιάν μας το Τίμιον Σταυρόν, επολεμήσαμε ολούθε, σε κάστρα, σε ντερβένια, σε μπογάζια και σε ταμπούργια. Και αυτός ο Σταυρός μας έσωσε. Μας έδωσε την νίκη και έχασε (οδήγησε σε ήττα) τον άπιστο Τούρκον. Τόση μικρότητα στον Σταυρό, τον σωτήρα μας. Και βρίζουν οι πουλημένοι εις τους ξένους και τους παπάδες μας, τους ζυγίζουν άναντρους και απόλεμους.
Εμείς τους παπάδες του είχαμε μαζί εις κάθε μετερίζι, εις κάθε πόνον και δυστυχίαν, Όχι μόνον δια να βλογάνε τα όπλα τα ιερά, αλλά και αυτοί με ντουφέκι και γιαταγάνι, πολεμώντας σαν λεοντάρια. Ν τ ρ ο π ή, Έ λ λ η ν ε ς !
Φίλες και Φίλοι, Συμπατριώτες Παριανοί και Αντιπαριώτες.. Τέσσερεις αιώνες η ψυχή του αδούλωτου Έλληνα έψαχνε και τελικά βρήκε τον τρόπο να μετουσιώσει την πίστη για ελεύθερη πατρίδα, σε κατόρθωμα. Με σύμμαχο τη γλώσσα και την εθνική συνείδηση, οι Έλληνες θωράκισαν την ομοψυχία τους και προστάτευσαν τη δύναμή τους, ώστε να μεταλαμπαδευθεί η φλόγα της ελευθερίας από γενιά σε γενιά, μέχρι το πλήρωμα του χρόνου να φέρει τη λύτρωση και τη δικαίωση, τον Αγώνα του 21.
Ένας αγώνας και μια δικαίωση, παρακαταθήκη δύναμης και αισιοδοξίας για τους Έλληνες και την Πατρίδα. Μια αντίσταση και μια επικράτηση, φωτοδότες μιας άλλης προοπτικής και ελπίδας στη σημερινή πικρή δοκιμασία του Ελληνικού Έθνους που γνωρίζει καλά στα κατάβαθα της ψυχής του αιώνες τώρα: « Πόσο ακριβά πληρώνεται τ΄άνθισμα των πατρίδων, του Μάη κι Απρίλη των Εθνών ο ξαναγεννημός» όπως μας θυμίζει ο Κωστής Παλαμάς για να προτρέψει στη συνέχεια:
« Αυτό το λόγο θα σας πω, δεν έχω άλλο κανένα,
Μ ε θ ύ σ τ ε μ ε τ΄ Α θ ά ν α τ ο κ ρ α σ ί τ ο υ Ε ί κ ο σ ι έ ν α»