Σκιαγραφήσεις ενός Ήρωα

25 Μαϊος 2013 16:57

Θέλησα αγαπητοί μου Συμπατριώτες, Φίλες και Φίλοι λίγο χρόνο περισυλλογής ν΄αφιερώσω στον εαυτό μου έτσι να πάρω δύναμη για, τη συνέχεια.. Μερικοί πίστεψαν πως τα παράτησα, ( μια που όλα γύρω είναι «φρούδα» αυτοσκοπών ματαιότητας ), ενός ατάκτου πολέμου.. Ατέρμονες, ανούσιες διαπιστώσεις, των πολλών, που δε με εκφράζουν κάν.

Βεβαίως, το να δημοσιογραφεί σήμερα κάποιος παραμένει ένα καυτό ζήτημα, αυτομαστίγωσης.. Η αναλγησία, τύπου ξερόλα βλέπετε ( όταν δεν συμβαδίζει με ταπεινότα ) μοιάζει «δίκοπο μαχαίρι» εγωϊστικών ορέξεων ή πράξεων «οδύνης», στις ψυχές των συνανθρώπων μας.

Ακριβώς μια και οι καιροί είναι πολύ δύσκολοι.. Παίρνω μιας σπίθας «αναλαμπή», τη δύναμη να μνημονεύσω, ΝΙΚΟΛΑ ΙΑΚΩΒΟΥ ΣΤΕΛΛΑ του εθνομάρτυρα και ήρωα της αντίστασης 1941 – 1944, έπεσε υπέρ της Πατρίδος.. Ταπεινά, απλά θε να μιλήσουμε με λόγια αλήθειας και σεβασμού για το Λεβέντη αγρότη που, ( χάρη σ΄αυτόν η σύγχρονη Πάρος προκόφτει και προχωρεί μπροστά λεύτερη περίφανη για το παιδί αυτό ), που γεννήθηκε στα χωματά της.

Αναχωρώντας απ΄την Αγκαιριά με κατεύθυνση βορειοανατολικά έχοντας δυτικά μας τη πλαγιά «Απιανές», ανεβαίνουμε το βουνό «Μπιζάνι», πάνω στο ξάγναντο. Ύστερα προχωρώντας βόρεια συναντούμε προς στ΄αριστερά το βουνό «Κουρούνα», κατόπιν ζερβά μας βρίσκουμε το βουνό «Βουνάλι». Στα δεξιά την πλαγιά «Μάλτες» όπου εκεί βρίσκουνται πεντέξη κατοικές αγροτών.

Λίγο πέρα από το βουνό «Μπελεγρίνι», ώσπου φτάνουμε στο Μοναστήρι των Αγίων Θεοδώρων. Συνεχίζοντας ζυγώνουμε, ( όλο αριστερά μας ), το βουνό «Άσπρος Γκρεμός» και προχωρώντας φτάνουμε στο τέλος του αυτοκινητόδρου όπου βρίσκεται η θέση «Δαμάλια». Εκεί λοιπόν στους πρόποδες του ονομαστού όρους «Στρούμπουλας», περίπου τέσσερα – πέντε μέτρα βορινά υπάρχουσας μικρής εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου, είναι χτισμένη πάνω από αιώνα «αγροκατοικία» των Στέλλα όπου γεννήθηκε το 1921 ο Νικόλας.

Για να καταλάβουμε το πραγματικά σπάνιο δυναμισμό αυτού του ήρωα πρέπει ν΄ανατρέξουμε στις προγονικές του ρίζες. Το 17ο αιώνα ένας πρόγονος μ΄επώνυμο Λουκάκης, Έλληνας της κάτω Ιταλίας, ήρθε κι΄εγκαταστάθηκε σ΄ένα χωριό της Κρήτης, τη Στελιά. Εκεί κατά το τέλος του 18 αιώνα γεννήθηκε ο Μανώλης. Έλαβε μάλιστα μέρος σε επαναστάσεις κατά των Τούρκων. Επειδή, τον καταδίωκαν και τον αναζητούσαν όλοι κατάφερε & δραπέτευσε από την Κρήτη κι έγινε πειρατής τρομερός και ατρόμητος, σχεδόν επί τρία χρόνια. Όμως επειδή στο βάθος είχε γενναία και ευγενή αισθήματα, το αποφάσισε να παρατήσει το σκληρό αλλά άγριο αυτό έργο και να καταλαγιάσει, σα νοικοκύρης και φιλήσυχος αγρότης στην Πάρο.

Στο νησί τον αποκαλούσαν Στέλλα που καταγόταν απ΄τη Στελιά.. Φυσικά, αυτό το τούμεινε κανονικό επώνυμο καθώς εδώ πήρε γυναίκα απ΄τα Βουνιά το γένος Χαλδαίου κάνοντας, οικογένεια.. Άξιος σ΄όλα άνθρωπος.. Με τον καταπληκτικό του δυναμισμό του και την ακάματη δραστηριότητα - δράσης οργάνωσε όλη τη γύρω περιοχή Δαμαλίων που είχε αγοράσει από τον κουνιάδο του Χαλδαίο.

Φύτεψε αμπέλια, ελαιόδεντρα, αμυγδαλιές, κήπους κ.λ.π. Μετέτρεψε τα βουνά σε προσοδοφόρα κτήματα. Άνοιξε πηγάδια και δρόμους. Μα παράπλευρα με τη γεωγρική αναδείχθηκε και θαυμάσιος κτηνοτρόφος, δημιουργώντας βόϊδια, άλογα, μουλάρια, γαϊδούρια, & χίλια κατσίκια. Σαν άνθρωπος παρουσίαζε σπάνια φιλοξενία για κάθε περαστικό, τραπεζώματα και κεράσματα στην ημερήσια διάταξη, το σπίτι του Μανώλη ήτανε ανοικτό για τον καθένα στρατοκόπο που θα περνούσε από εκεί.

Ο Γιακουμής Στέλλας, γκόνι του Μανώλη και πατέρας του Νικόλα, ήτανε κι΄αυτός ξέχωρος άνθρωπος. Με σύντροφό του τη Μαριγώ, το γένος Κυδωνιέα, απ΄τα΄Ασπρο Χωριό ανάθρεψε και μεγάλωσε εννιά παιδιά: Βασίλη, Χρήστο, Γιώργη, Μανώλη, Νικόλα, Ηλία, Κυριακή, Μαρουσώ.

΄Ηταν κι΄αυτός άνθρωπος, φιλόξενος, ευεργετικός, όπου τύχαινε ανάγκη, μέχρι ακόμα κεί που δεν έπερνε. Ρωμαλαίος, λεπτός στους τρόπους, ευσεβής. ( Η παραμικρή βλαστήμια, παρ΄όλες τις αναποδιές δεν έβγαινε ποτέ απ΄τα χείλη του ). Δεν ήξερε τι θα πεί πόρτα δικαστηρίου.. Και τότε ακόμα που η κορούλα του Κυριακή πέθανε από καρδιά, επειδή ένας βάρβαρος στους τρόπους άνθρωπος την κρέμασε μέσα σε πηγάδι.. Ο Γιακουμής δε θέλησε δίκη. Τον παράδωσε όπως είπε στο έλεος του Θεού.. Μα πάνω απ΄όλα ο Γιακουμής ήτανε ξύπνιος άνθρωπος με κύριο χαρακτηριστικό την απέραντη του μνήμη. Ο εγκεφαλός του ήταν ένα ζωντανό μητρώο, που στην κάθε στιγμή απέδιδε γεγονότα προσώπων & πραγμάτων με κάθε ακρίβεια, λεπτού και δευτερολέπτου.. Έδινε στοιχεία για το πιο απίθανο θέμα ή ζήτημα. Για αυτό ακριβώς όποιος είχε αμφιβολίες, στο Γιακουμή κατάφευγε μ΄ανεπιφύλακτη εμπιστοσύνη.

Αυτά είναι μερικά και κάποια απ΄τα πολλά εξαίρετα στοιχεία απ΄τους προγόνους του Νικόλα, πέμπτου γυιού του Γιακουμή. Με τέτοια λοιπόν φλέβα στάθηκε φυσικό να πάρει ο Νίκος πολλά ιδιώματα αξιοπρόσεκτα.. Πολύ σβέλτος στις κινήσεις του, με σπάνια ευστροφία νού. Εκ φύσεως δεν αισθανόταν φόβο ποτέ. Σ΄ώρες που οι άλλοι δεν ξεμυτίζανε μη τυχόν και δούν φαντάσματα νυκτερινά, ( που όλοι τα παρουσιάζανε φοβερά και τρομερά ), αυτός αμέριμνα και τραγουδώντας δρασκέλιζε τα χειρότερα αγριοτόπια.. Ένα άλλο δείγμα της λεπτής καρδιάς του ήταν η αγάπη του προς τα ζώα.. Πάντα τα φρόντιζε σαν αδελφός, τ΄αδέλφια του, σαν πατέρας τα παιδιά. « Αυτά από μας περιμένουνε προστασία. Πρέπει να τα πονούμε », απαντούσε σ΄ εκείνους που έδειχναν απορία πάνω σ΄αυτό. Πολύ περισσότερο τη πονετική ψυχή του έδειχνε στους συναθρώπους στην ανάγκη τους, κατά τα σκληρά κείνα χρόνια της κατοχής.

Τους έβαζε να φάνε το «βρισκούμενο» & καθώς φεύγανε, τους εφοδίαζε με μια μεγαλοφέτα ψωμί, που στην κυριολεξία, «στήριζε καρδιάν ανθρώπου». Η εξυπηρετικότητά του ακόμα ήτανε τέτοια, που να μην λέει ποτέ «όχι», κι΄όταν, ακόμα, κατάκοπος, είχε μεγάλη ανάγκη από κάποια ανάπαυλα.. Μάλιστα, πολλές φορές πεταγότανε απ΄το στρώμα έτοιμος να τρέξει, όπουδήποτε & σε ώρα ακόμα ραγδαίας βροχής και διασταυρούμενων αστροπελεκιών. Ιδίως προς τους γονείς του, απόδειχνε αυτή τη μεγάλη του αρετή μ΄απόλυτο σεβασμό και υπακοή. Και κάτι που δείχνεται σαν προφητεία, παρουσιάζοντας έν είδος διαίσθησης για το ρόλο που έμελλε να παίξει στη ζωή του.. Καθώς, παιδιά ακόμα, τ΄αδέλφια δούλευαν μαζί στα κτήματα εκμυστηρεύο-νταν το καθένα τα όνειρά του. Ο ένας ονειρεύοταν να γένει μεγάλος κτηματίας. Ο άλλος τζέλιγκας, ο τρίτος έμπορος κ.λ.π -

Εγώ έλεγε ο Νικόλας πρόκειται να κάμω κάτι για το οποίο θα μιλάει όλος ο κόσμος !!

ΚΑΙ ΑΣ ΕΡΘΟΥΜΕ, αγαπητοί μου Συμπατριώτες, στην εξιστόρηση των γεγονότων της επιχείρησης κατά των Γερμανικών καταυλισμών του νησιού μας, ( 14- 17 Μαϊου 1944 ), από καταδρομείς – κομάντος και που την αντλούμε απ΄την επίσημη έκθεση του Ανθυπολοχαγού, εφέδρου τότε Κυριάκου Σοφούλη όπως κατατέθηκε στις 21/4/ 1969 στο ιστορικό Αρχείο Στρατού, ( κάθως επίσης & από άλλους αυτόπτες μάρτυρες και αξιόπιστα γενικώς πρόσωπα ).

Σύμφωνα μ΄αυτά τα δεδομένα η καταδρομή στην Πάρο από τμήματα Ελληνοβρετανικά έγινε ύστερα από την αντίστοιχη επιχείρηση της Σαντορίνης. ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟΣ τους στόχος:

Α.- Να χτυπήσουν στην Παροικιά, όπου υπολόγιζαν πως είχανε στρατοπεδέψει οι Γερμανοί.

Β.- Ν΄αποβιβασθούνε στη Νότια πλευρά στο βουνό Μουτσούνα (Προφ.Ηλίας) για να κινηθούν από κεί προς την Παροικιά.

Γ.- Να ρθούν σ΄επαφή με τα μέλη της οικ.Βαγγέλη Περράκη και ιδιαίτερα με τον Μανώλη, για πληροφορίες & συμπαράσταση. Την ομάδα απάρτιζαν δώδεκα Βρετανοί & τέσσερεις Έλληνες. Οι: Κυριάκος Σοφούλης, έφεδρος Ανθυπολοχαγός, Χαλκιάς Κωνσταντίνος, Πυριάλας Θεόδωρος & Χρυσός Στυλιανός. ( Αυτοί παράλληλα εκτελούσαν χρέη διερμηνέων ).

Με καϊκάκι του Ηλία Περαντινού (φηρού), που συνυπηρέτησε με το Μανώλη Στέλλα στο Αντιτορπιλλικό «Πάνθηρ» φτάνουν στις 14 Μαϊου 1944, Δέκα η ώρα τη νύχτα, σ΄ένα αμουδερό κολπίσκο, τον Αύλακα, όπου και το «Τουρκολίμανο», στη θέση «Γλυφά».
Αρχηγός της επιχείρησης αυτής ήταν ο Δανός Λοχαγός Αndets Lassen. Από κεί πήγανε συστημένοι στο σπίτι του Μανώλη Περράκη. Κείνος και τους φιλοξένησε, και τους κατατόπισε πως δεν είναι στην Παροικιά, αλλά στα Κάτω χωριά στρατοπεδευμένοι οι Γερμανοί. ΄Επειτα τους έδειξε το δρόμο για την κατοικιά του Γιακουμή Στέλλα, για την οποία είχανε συστάσεις.. Ο Μανώλης Στέλλας είχε ειδοποιηθεί από μέρες για την αποβίβαση και τους περίμενε. Στο μεταξύ είχε μυήσει και τον Νικόλα, που από τότε άρχισε να παίζει κύριο ρόλο σε συλλογή πληροφοριών μ΄ένα εργάτη στο Αεροδρό μιο, ( της περιοχής κάμπου Μαρμάρων ), που τον μίσθωνε & παρουσιαζόταν σα Στέλλας. Μόλις πήρε είδηση ο Μανώλης βγήκε και τους υποδέχθηκε..
Ζήτησαν πληροφορίες για το πώς θα πάνε στ΄αεροδρόμιο. Μ΄άνοιγε πια η μέρα, 5 η ώρα Πρωϊ. Για τούτο τους ανέβασε πολύ ψηλά στον «Στρούμπουλα», όπου στην Νοτιοδυτική πλευρά του βουνού, ( προς την Λαγγάδα ), βρισκότανε κάποια μάντρα, που κανείς δε την εζύγωνε. Ούτε και καλά φαίνοταν, γιατί μπροστά της βρίσκονταν δυό συκιές που την κάλυπταν.. Εκεί περάσανε τη μέρα κατα σκοπεύοντας τα γύρω και το στρατόπεδο των Γερμανών. Από εδώ ο Μανώλης Στέλλας, ( τους έδειξε αναλυτικά όλα τα μέρη του αεροδρομίου ), τις αποθήκες, τα πυρομαχικά κ.λ.π.

Επιστρέφοντας ο Νικόλας στο σπίτι, ρωτούσε επίμονα που βρίσκεται ο Μανώλης. Η μάνα του τούλεγε μισόλογα ! Όμως μπροστά στην ακαταμάχητη επιμονή του αναγκάστηκε να του αποκαλύψει όλα όσα γίνανε και που ήσανε κείνη την ώρα. Σα αληθινό ζαρκάδι δρασκέλισε το βουνό κι΄έφτασε στο κρησφύγετο τη στιγμή ακριβώς που η ομάδα γύριζε απ΄την «αναγνώριση» που προαναφέραμε.. Οι κομάντος ζητούσαν λεπτομεριακές πληροφορίες για το κάθε τι. Ο Νικόλας προσφέρθηκε.. « Εγώ θα πάω να σας τις φέρω ». Ο Μανώλης πρότεινε για το έργο αυτό τον Ανθυπολοχαγό Σοφούλη μα κείνος αρνήθηκε γιατί, σαν άγνωστός που ήταν, θα τον υποψιάζονταν οι εχθροί. Κι΄ο Νικόλας επέμενε.. « Εγώ πρέπει να πάω.. Και θα πάω »!! Σε δύο ώρες μέσα δρασκέλισε τη μεγάλη απόσταση, μάζεψε στοιχεία, κατάρτισε τοπογραφικό χάρτη, που θα τον ζήλευε ακόμα κι΄επιτελικός.

Κατά το απόγευμα , ( πάντα της ίδιας μέρας ), οι κομάντος ξεκίνησαν για άλλα στέκια πιο κοντινά & με οδηγούς τ΄αδέλφια Μανώλη και Νικόλα Στέλλα.. Ξημερώματα φτάνουν στην περιοχή «Άγιος Αρτέμιος», ( στις κορυφογραμμές του Τσιπί-δου ). Εκεί οι οδηγοί τους κρύψανε και πάλι σε μάντρες, όπου πέρασαν όλη τη μέρα. Γύρω στο μεσημέρι, αφού κατάρτισαν τα σχέδια, χωρίσθησαν σε ομάδες.. Κάθε ομάδα είχε ένα ντόπιο οδηγό. Για αυτό ανάθεσαν στο Μανώλη και στο Νικόλα ν΄αναζητήσουν έμπιστους ανθρώπους. Βρήκαν ένα Χρήστο, πρόσφυγα από την Κρήτη. Αφού του είπαν το σκοπό τους, τον έστειλαν να ειδοποιήσει τον Γρυλλάκη ,που ήταν αστυνομικός πρώτα στις Λεύκες και κατόπι στο Τσιπίδο. Μυήθηκε στην αντιστασιακή οργάνωση από το Γιάννη Αλιπράντη, που ήρθε για αυτό το σκοπό, απ΄την Αμερική.. « Να προφυλάξουμε τη Νεολαία απ΄τους Ιταλούς για να μη την διαφθείρουν και προδώσουν την πατρίδα », είπε ο Αλιπράντης στο Γρυλλάκη. Τότε δέχτηκαν στην Οργάνωση και τον Μανώλη, κι έπειτα τον Νικόλα, που ήταν « Λαμπρό παιδί και παλληκάρι λιγομίλητο, γεμάτο αξιοπρέπεια »!

Πήγε ο Νικόλας και ειδοποίησε τον Αντώνη Δελένδα, έναν απ΄τα κύρια στελέχη της οργάνωσης, που έπαιξε ενεργό και σπουδαίο ρόλο στην αντίσταση.. Ονομαστός ήταν για την σβελτάδα και την ευλυγισία αίλουρου που τον χαρακτήριζε. Μ΄απίστευτη ταχύτητα έτρεχε εδώ εκεί για συλλογή πληρο-φοριών και μεταβίβαση τους στο Στρατηγείο.. Μ΄όλον τούτο κατάφερνε να τούχουν τέτοια εμπιστοσύνη οι Γερμανοί που τρώγανε και πίνανε μαζί.. Ο Γρυλλάκης ήταν γνώστης των του Τσιπίδου κι΄ο Δελένδας των του Δραγουλά, όσο και που βρισκόταν ο Γερμανικός ασύρματος. ΄Ηρθαν με πολύ προθυμία, ο Γρυλλάκης μάλιστα αρματωμένος.. Λίγο αργότερα έφτασε και ο μεγαλύτερος αδελφός του Νικόλα Χρήστος, φέρνοντας συμπληρωματικές πληροφορίες για το αεροδρόμιο.( Διαδρόμους, φρουρές, αντιεροπορικά κ.λ.π ).

« Μόλις διαπιστώσαμε, -γράφει ο Σοφούλης -πως και οι τρείς ήταν αδέλφια τους τονίσαμε - για λόγους - πως θα πρέπει να μείνει μαζί μας μόνο ο ένας ο γνώστης του αεροδρομίου ». - Εγώ! Αυτόκλητα προσφέρθηκε ο Νικόλας. Μα ο Μανώλης είχε αντίθετη γνώμη: - ΄Ως εδώ που τους οδηγήσαμε, είπε στο Νικόλα, «καλά είναι. Τώρα βρίσκονται κι΄άλλοι οδηγοί». -Τί; Φοβάσαι; Τον αντίκοψε ο απότομα ο Νικόλας. - Κι΄αν πιαστής, ξέρεις τι μπορεί να γίνει; Σκέφτεσε πόσες μαννάδες θα κλάψουν; «Μόνο μια θα κλάψει, η δική μου μάννα, καμμιά άλλη», ( Προφητεία Θαρρείς ). «Δεν πρόκειται να μαρτυρήσω τίποτα, έστω & να με κρεμάσουν»! « Εγώ σου λέω, Νικόλα, να το σκεφθείς καλά» συμπλήρωσε ο αδελφός. « Δεν έχω να σκεφθώ τίποτα, θα προχωρήσω ως το τέλος»!! Είπε και χτύπησε το γρόνθο του πάνω στο ξυλοτράπεζο. Αγκαλιάσθηκαν, φιληθήκαν κι΄αποχωριστήκανε με δάκρυα τ΄αδέλφια.. Ο Λάσσεν ξανάστειλε τότε τον Νικόλα στο αεροδ-ρόμιο για να φέρει ότι νεώτερο στοιχείο βρεί. Σε μια ώρα είχε γυρίσει κι΄όλας πίσω με συμπληρωματικές πληροφορίες. Στο μεταξύ κατέφτασε κι΄ο Αντώνης Δελένδας, ο γοργοπόδαρος. Τούχαν αναθέσει οι Γερμανοί εργασία στον κόλπο των Μαρμάρων.. Έτσι με ( τα πάαινε – έλα ) ήξερε πολλά κι΄έδινε πληροφορίες στους πράκτορες των συμμάχων.

Αφού καταρτίσθηκε το τελικό σχέδιο σύμφωνα με πληροφορίες που προσκόμισε και ο Γρυλλάκης, χωρίστηκαν σε τρείς ομάδες, που κατά τον Δελένδα έπειτα αναπτύχθησαν σε τέσσερεις, γιατί μια ομάδα από τέσσερεις άνδρες ήλθαν κι΄εγκαταστάθηκαν απέναντι στο σχολείο του Τσιπίδου για να
ακινητοποιήσουν τους Γερμανούς στρατιώτες που κατακλύζονταν εκεί. Τους έφερε και τους τακτοποίησε ο Δελένδας. Ο Σοφούλης με δύναμη εφτά ανδρών και οδηγό τον αρματωμένο πάντα Γρυλλάκη ανέλαβαν το Αρχηγείο Τσιπίδου. Ώρα κρούσεως η 11, 45 νύχτα με διαταγή να συλληφθούν όσο πιο πολλοί αιχμάλωτοι. Ώρα αναχώρησης απ΄τον κρυψώνα τους ορίσθηκε η 8,45 βραδυνή.. Ήταν «νωρίς βέβαια» καθώς σημειώνη ο Σοφούλης, αλλά δημιουργήθηκε η ανάγκη λόγω κινήσεως προς τους νέους παραλιακούς στόχους που υπόδειξε ο Δελένδας, και χρειάζονταν μεγαλύτερο χρονικό διάστημα για την εγκατάσταση – τοποθέτηση των ειδικών ωρολογιακών βομβών όπου και όταν έπρεπε». Και συνεχίζει: «Κατά τις 8,45 δειλινό με το μισοφέγγαρο, αλληλοχαιρετηθήκαμε οι ομάδες ευχόμενοι «καλή τύχη». Πήραμε από ένα χάπι ηρεμιστικό, κατα του ύπνου.. Ευχαρίστησα ιδαίτερα τον ηρωϊκό Νικόλα Στέλλα και τον Αντώνη Δελένδα, επειδή δεν υπήρχε πιθανότης να τους ξαναϊδώ. Σαν Έλληνας ένιωσα βαθειά τη σημασία τους, άξια του πατριωτισμού τους».

Η ομάδα Σοφούλη προχώρησε προς τους στόχους Τσιπίδου.. Μα απροσδόκητα μιάμιση ώρα πρίν την καθορισμένη κρούση, όλη η Γερμανική στην Πάρο δύναμη τέθηκε σε συναγερμό. «Αμέσως τότε πήραμε προληπτικά μέτρα. Αποφαίσθηκε αλλαγή τακτικής. Δηλαδή, άμα θα ρχόνταν η καθορισμένη ώρα να χτυπούσανε αστραπιαία στους στόχους για το λόγο ότι θα μπορούσε να γεμίσουν με περιπόλους τα χωριά. Στην προκαθορισμένη ώρα άρχισε η επίθεση του Τσιπίδου. Ο Νικόλας με την ημιομάδα κινήθηκαν προς τις αποθήκες βομβών και καυσίμων. Πριν χωριστούν από τη μια ομάδα, ο Δελέ-νδας διαφώνησε για να μη μπεί οδηγός της ημιομάδας ο Νικόλας.. «Δεν ξέρει καλά τα κατατίπια του Μώλου και μήπως παραπλανηθήτε. Περιμένετε να πάω την ομάδα των τεσσάρων στο Τσιπίδο και μετά γυρίζω και πάμε μαζί». Δυστυχώς δεν τον άκουσαν, ( όταν γύρισε είχαν φύγει ).

Ο Ανθ/γος Σοφούλης τονίζει: «Με την παλλληκαριά που τον διέκρινε o Νικόλας ήλθε πλησίον της Γερμανικής φρουράς του λοφίσκου Γιαλού. Αλλα και οι άλλοι έκαναν ανιχνευτικές κινήσεις, πράγμα που προκάλεσε το πρώτο σήμα του συναγερμού των Γερμανών με πυροβολισμούς & πολυβολισμούς. Τότε αφού η ημιομάδα καλύφθηκε λίγο απαγγιστρώθηκε και κινήθηκε προς Λογαρά – Πίσω Λιβάδι, ( σημείο διαφυγής  συμαχικού υποβρυχίου). Ο Νικόλας τους έφερε μέχρι τους πρόποδες του λόφου Κεφάλου, τους έδειξε το Λογαρά κι΄αμέσως ξαναγύρισε προς τον Άγιο Ελευθέριο, ( εκκλησούλα που βρίσκεται περίπου διακόσα μέτρα του κύριου αμαξωτού δρόμου Β.Α. ), που βρίσκονταν ο ασυρματιστής με το γιατρό, για να οδηγήσει προς Λογαρά κι΄αυτούς.

Ε Κ Ε Ι, Συμπατριώτες.. Καθώς γύριζε κατά τις 12,30΄νύχτα έπεσε πάνω σε Γερμανική περίπολο ο ή ρ ω α ς Νικόλας Στέλλας.. Νομίζοντας μέσ΄στο σκοτάδι πως είναι ο γιατρός κι΄ο ασυρματιστής στάθηκε και περίμενε. Τον πλησίασαν και τον ρώτησαν: «Τι θέλεις εσύ εδώ αυτή την ώρα»; Τότε βλέ-ποντας το παληκάρι πως έχει να κάνει με Γερμανούς τους είπε παραπλανητικά με διερμηνέα που κλήθηκε στο μεταξύ. «Εγώ, καθώς ξέρετε, δουλεύω στ΄αεροδρόμιο. Από κεί σχόλασα στις Οκτώ το βράδυ. Μετά πήγα στην κατοικιά του Δαμιράλε για ν΄αγοράσω καπνό, ( κι΄έδειξε μια σακούλα καπνό κομμένο πούχε πρόνοια χωμένη στο κόρφο ). Ο νοικοκύρης έλειπε ήρθε αργά. Έτσι καθυστέρησα και γυρίζω τώρα σπίτι μου».. Γύρω από την σύλληψη του Νικόλα υπάρχουν πολλές θεωρίες – απόψεις. Μα η πραγματικότητα είναι όπως την εκθέτουμε, επειδή την διηγήθηκε ο ίδιος στον αδελφό του Μανώλη όταν εκείνος κρυφά από τον Διοικητή Χωροφυλακής Παροικιάς, ( με διευκόλυνση από τον χωροφύλακα Αχιλλέα Φαγά ), μπήκε για δεύτερη φορά στο δωμάτιο του Νικόλα και κρυφομιλήσανε.

ΑΠΟ ΕΔΩ αρχίζει ο αγώνας προς τον Γολγοθά και το προσωπικό του Πάθος ο Νικόλας. Το πρωϊ του έγενε εξαντλητική τακτική ανάκριση. Αλλά μόνο έλεγε & ξαναέλεγε κατά λέξη ότι όσα ακριβώς δήλωσε στην περίπολο. Τον άφησαν νηστικό, επίμονα τον κρατούσαν όρθιο, δεν τούδιναν ούτε νερό να πιεί. Την άλλη μέρα τον βάλαν κοντά στα καζάνια, που έβραζαν φαγιά για τους εργάτες του αεροδρομίου.. Τσουρουφλιζόταν, έβγανε νεροφουσκάλες, υπέφερε τρομερά. Μα στάθηκε αλύγιστος! Τούρθε απαίσια τραυματική δίψα, που αποτελεί αβάστακτο μαρτύριο.. Ζήτησε νερό, δεν του πήγαν αμέσως, αλλά μετά από μια ώρα για να βασανιστεί..
Μα, όταν πλησίασε με αφάνταστη λαχτάρα το ποτήρι στα χείλη, στοχάστηκε μήπως είχαν βάλει μέσα το χάπι της «αλήθειας» και το πέταξε κατά γής!! Τον ειρωνεύθησαν για τρελλό. Σύμφωνα με μαρτυρία εργατών, ήρθε το βράδυ αεροπλάνο και τον πήρε στην Αθήνα. Τον ανέκριναν με βασανιστήρια & εκεί. Τον γύρισαν την άλλη μέρα μεσημέρι. Πάντα νηστικό και διψασμένο. Τον έκλεισαν στο κρατητήριο, αφού όμως το ξυλοκόπησαν.. Την επομένη τον έφεραν στην Παροικιά και τον παρέδωσαν στο Μοίραρχο Χωροφυλακής Συρομήτρο. Τον ανέκρινε κι΄αυτός του είπε. « Άκου αγαπητέ Νίκο κι΄εγώ Έλληνας είμαι, έχε μου εμπιστοσύνη.. Λοιπόν έλαβες μέρος»; Παρασύρθηκε ο ήρωας, καθώς είχε αυθόρμητο πατριωτισμό, πίστεψε σ΄αθώα αγνά ελατήρια κι΄επεσε στην παγίδα. Είπε δυό λόγια μόνο.. «Ναι ήμουνα»!!

Στο μεταξύ πληροφορήθηκε ο δεσμώτης πως ο Μοίραρχος θα τον έστελνε πίσω στους Γερμανούς για νέα ανάκριση. Παρεκάλεσε τον χωροφύλακα Αχιλλέα Φαγά, ( η σύζυγός του Φανή το γένος Αθανασίου Γαβαλά από εδώ την Νάουσα δεν ζούν αναπαυμένοι αρκετά χρόνια τώρα ), να ειδοποιήσει αμέσως το φίλο του Παναγιώτη Καλελέ οργανωμένο σημαντικό μέλος της αντίστασης. Ο καλός αστυνομικός του έκανε την επιθυμία και τον έφερε.. «Γίνε Παναγιώτη, άνεμος..Τρέχα βρές στο Τσιπίδο τον Δαμιράλε. Πές του να πεί πως πήγα στο σπίτι του, πως αγόρασα τόσο καπνό και πως έφυγα απ΄εκεί τα μεσάνυχτα, αν το καλέσουνε να καταθέσει». Φτερά έβγαλε ο Καλελές στα πόδια για χάρη του φίλου - ήρωα.Τέτοια ψυχή, τόσο μεγαλείο, ο αγρότης Νικόλας ο εθνομάρτυρας.

Τον έστειλε πίσω ο Συρομήτρος, ( που αθωώθηκε από το ειδικό δικαστήριο από την κατηγορία «συνεργασίας με τους καταχτητές» λόγω αμφιβολιών ), με την ένδειξη «είχε ανάμιξη» στην Γερμανική Κομαντατούρ.. Μέχρι αργά τη νύχτα τον ανέκριναν ο ένας ύστερα πο τον άλλο βασανίζοντας τον όρθιο. Δεν κατάφεραν τίποτα.. Τότε τον ρίξαν στο μπουντρούμι και ειδοποιήσανε όλους τους Κοινοτάρχες να ρθούν να παρευρεθούν στη δίκη του μπροστά σε οχτώ στρατοδίκες.. Για να εκτελεσθεί έπερεπε να εφαρμοσθεί το νομικό τυπικό. Πρωϊ - πρωϊ άχισε η τακτική δίκη.. Τον πίεζαν με όλα τα δικαστικά τεχνάσματα ως τα΄απομεσήμερο για να καταθέσει κάτι. Στάθηκε αδύνατο. Ο Στέλλας σαν το Προφήτη Δαβίδ, εφάρμοσε τέλεια την τακτική του παλαβού και δεν έβγαζε από το στόμα του λέξη.. Οι δικαστές εμάνιασαν.. Οι Κοινοτάρχες επάνιασαν. Μόνο ο Μανώλης Καβάλης βρήκε το θάρρος να πεί. «Μα και ο Διοικητής Τάμπε είπε πως στην Ομάδα δεν ήταν Έλληνες».. «Δεν τον ελαφρώνει αυτό» απάντησαν με περίσσιο μίσος της τότε «τάξης των πραγμάτων» εκπρόσωποι. Είχαν βλέπετε τη μαρτυρία του Μοιράρχου, ( επαναλαμβάνω που αθωώθηκε λόγω αμφιβολιών ).

ΤΟ ΤΕΛΟΣ.. Βγάλανε απόφαση απαγχονισμού.. Τον κλείσανε στο γνωστό δωμάτιο..Ο ανυπέρβλητος αυτός ήρωας το δέχτηκε σα λύτρωση.. Ήτανε πιστός κι΄ευσεβής. Ήξερε πως θ΄ανέβει στο Θεό.. Αισθάνθηκε καμάρι «ταπεινοφροσύνης».. Άμα τον ρώτησαν, ( ποία ήτανε η τελευταία του επιθυμία ). «Να ξομολογηθώ και να κοινωνήσω» ζήτησε.. Πίστευε ακράδαντα πως πήγαινε για την αιώνιότητα, να παραστεί εμπρός στον ΑΡΧΟΝΤΑ ΤΩΝ ΟΛΩΝ και μεριμνούσε για να παραδώσει ψυχή εξαγνισμένη.. Κάλεσε τον Ιερέα της Ενορίας, Παπά Γιάννη Παπάζογλου..
Τι είπαν μεταξύ τους; Ένας Θεός το ξέρει!! Κοινώνησε ο ήρωας γονατιστός τ΄Αγια Μυστήρια με κατάνυξη καθώε ομολογούσε ο Ιερέας. Κατευοδώνοντας τον κληρικό του ανέθεσε να μεταφέρει στους γονείς του τούτα τα λόγια.

«Πες στους γονείς μου να με συγχωρέσουν για τον πόνο που τους προκάλεσα.. ΤΟ ΠΡΩΪ, - χαράματα, - 21/5/1944, ανήμερα των Αγίων Κωνσταντίνου & Ελένης, τον οδήγησαν με τα χέρια πισωδεμένα στο ικρίωμα.. Αριστερά για όποιον κατεβαίνει από την πλατεία του Τσιπίδου στο σπίτι,
μετά το σχολείο..
Στη ΚΑΤΩ του ΓΩΝΙΑ υπάρχει μια αναμνηστική πλάκα.. Εκεί κρεμάστηκε ο ήρωας Νικόλας Στέλλας !! Το σπίτι αυτό κτιζότανε τότε .. Οι Γερμανοί σε μια τρύπα του ψηλά για σκαλωσιά πέρασαν ένα δοκάρι.. ΕΚΕΙ ΕΔΕΣΑΝ το σχοινί..

Έβαλαν ένα τραπέζι, πάνω σ΄αυτό μια καρέκλα, πέρασαν τη θηλιά στου ΕΘΝΟΜΑΡΤΥΡΑ το λαιμό..Κλώτσησαν κατόπι και τα δύο. Ο Νικόλας βρέθηκε αιωρούμενος στο κενό.. Ύστερα από δυό δυνατούς σπασμούς, ( όπως καταθέτει Έλληνας αυτόπτης ), ΑΠΛΩΣΕ το Χέρι Του ο ΜΕΓΑΛΟΔΥΝΑΜΟΣ και πήρε τη ψυχή του.. Ήτανε τότε εικοσιτριών χρονών μ΄ελαφρό μουστάκι στα χείλη..

Χρήστος Αλιφιέρης

Ειδησεογραφικός, Ενημερωτικός, Ιστότοπος με σεβασμό στην αμερόληπτη ευρεία παρουσίαση των γεγονότων. Έγκυρη και έγκαιρη καθημερινή ενημέρωση!

 

 online mediaΜέλος του μητρώου
 ONLINE MEDIA
  Επικοινωνία

 

Διαγωνισμός

diagonismoi prosexos