Η Εθνική μας υποδέχεται σήμερα τους Κοσοβάρους, με το ενδιαφέρον για το αποτέλεσμα φυσικά μονόπλευρο. Ως γνωστόν η μάχη γίνεται για την πρώτη θέση ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Σλοβενία. Το Κόσοβο έχει ρόλο κομπάρσου. Εκείνο, πάντως, που δεν περιμένουμε βέβαια να δούμε και σήμερα, είναι ένα κάπως ελκυστικό ποδόσφαιρο διότι και οι δύο ομάδες είναι ουσιαστικά μέτριες.
Δεν νομίζω ότι υπάρχει πλέον άνθρωπος που κάθεται με αγωνία να δει ματς της Εθνικής μας, περιμένοντας να δει και θέαμα. Το γιατί είναι εύκολα αντιληπτό. Αν όμως έχουμε φτάσει στο κατάντημα με τους αντιπάλους που παίζουμε, να θεωρούμε ότι πράττουμε άθλο νικώντας τους Μολδαβούς, ή ότι έχουμε καταφέρει να κάνουμε αήττητο σερί διεθνών αγώνων απέναντι σε ποδοσφαιρικά ανύπαρκτους, είμαστε για λύπηση.
Το να σχολιάζει βέβαια κάποιος τα περί της Εθνικής μας είναι και σχετικά «επικίνδυνο», διότι η τοξικότητα του συλλογικού επιπέδου έχει μεταφερθεί από καιρό στους κόλπους της. Κλασικό παράδειγμα τελευταία, η «φαγωμάρα» για το αν θα πρέπει να υπάρχουν ή όχι στην ενδεκάδα, παίκτες από τον Ολυμπιακό. Βέβαια δεν διάβασα πουθενά για το γεγονός ότι στις ομάδες μας ψάχνεις πλέον τους Έλληνες με το «μακαρόνι», καθότι μεταβλήθηκαν σε πολυπολιτισμικές ενώσεις. Αυτό όμως δεν μας νοιάζει διότι ο συλλογικός παροξυσμός να πάρουμε το πρωτάθλημα ή το κύπελλο, πρέπει να γίνει με κάθε κόστος. Όταν βέβαια μετά έρχεται η ώρα της Εθνικής, αντί να δούμε ΜΟΝΟ τα γαλανόλευκα χρώματα, βλέπουμε «άσπρα, κόκκινα, κίτρινα μπλε (συλλογικά χρώματα), καραβάκια στο ταξίδι δε με παίρνετε καλέ».
Προσωπικά μου είναι παντελώς αδιάφορο το ποιος παίζει και από που προέρχεται. Παντελώς. Εκείνο που με ενδιαφέρει σήμερα είναι, με τον οποίο δυνατό και αδύνατο τρόπο, η Εθνική μας να κερδίσει μία ομάδα μετριότατη. Πλεονασμός βέβαια να κυνηγάω νίκη στο χάντικαπ, αλλά λόγω των προσφερόμενων αποδόσεων δεν γίνεται αλλιώς.