Στην ενημέρωσή του, ο διευθυντής του τελευταίου Πόουλ Τόμσεν θα προσπαθήσει να καθησυχάσει το συμβούλιο για το ελληνικό πρόγραμμα, υποβοηθούμενος από την πληρωμή της δόσης προς το ΔΝΤ τη Μεγάλη Πέμπτη. Η ίδια η επικεφαλής του Ταμείου Κριστίν Λαγκάρντ, εξάλλου, διαβεβαίωσε δημοσίως ότι «έλαβε τα χρήματά της» την ίδια ημέρα.
Η μη αποπληρωμή του ΔΝΤ είναι ένα εφιαλτικό σενάριο για τη διοίκηση του Ταμείου, που χορήγησε στην Ελλάδα το μεγαλύτερο δάνειο της ιστορίας του, εν μέσω μάλιστα των επικρίσεων που δέχεται ότι το ελληνικό πρόγραμμα απέτυχε. Είναι χαρακτηριστικό ότι ύστερα από πολύ καιρό, τα «δημοσιονομικά και χρηματοοικονομικά προβλήματα στην Ελλάδα» επιστρέφουν στα πρακτικά της ομοσπονδιακής τράπεζας των ΗΠΑ ως πιθανοί κίνδυνοι στο βασικό της σενάριο για τη διεθνή οικονομία.
Η πληρωμή της δόσης της περασμένης εβδομάδας δεν εγγυάται άλλωστε και την επόμενη, αν μέχρι τότε δεν έχει υπάρξει συμφωνία που να επαναφέρει τη ρευστότητα στην οικονομία. Πηγές του Ταμείου τόνιζαν ότι σε περίπτωση που δεν γίνει μία πληρωμή, η χώρα θα μπορούσε να κηρυχθεί σε καθυστέρηση πληρωμών από το ΔΝΤ «μέσα σε 24 ώρες», παγώνοντας αμέσως τις διαπραγματεύσεις με το Ταμείο. Επιπλέον, θα πυροδοτούσε μία σειρά εξελίξεων που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε χρεοκοπία, καθώς σε μία τέτοια περίπτωση o Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας δικαιούται να καταστήσει αμέσως απαιτητά τα δάνεια που έχει χορηγήσει στην χώρα. Το θέμα αναμένεται να τεθεί και αυτή την εβδομάδα στον κ. Βαρουφάκη, που επιστρέφει στην Ουάσιγκτον για την εαρινή σύνοδο του ΔΝΤ.
Ο κ. Βαρουφάκης δεσμεύθηκε για την επιτάχυνση των διαπραγματεύσεων στη συνάντησή του με την κυρία Λαγκάρντ, ωστόσο ο στόχος της οριστικοποίησης της λίστας των μέτρων μέχρι το τέλος της τρέχουσας εβδομάδας φαίνεται δύσκολος να επιτευχθεί. Στις συναντήσεις του με τους Αμερικανούς αξιωματούχους, ο κ. Βαρουφάκης δέχθηκε μεγάλη πίεση από τον υφυπουργό Νέιθαν Σητς να ολοκληρώσει σύντομα τις διαπραγματεύσεις για τα μέτρα, κάτι για το οποίο δεν αφήνει αμφιβολίες η αυστηρή ανακοίνωση του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών μετά τη συνάντηση.
Οπως λέει στην «Κ» ο συνεργάτης του ινστιτούτου Brookings Τομ Γουάιτ, «αν και οι Αμερικανοί είναι πιο κοντά επί της αρχής στις θέσεις της κυβέρνησης κατά της λιτότητας, αφότου η νέα κυβέρνηση ανέλαβε την εξουσία έδωσε την εικόνα ότι θα σταματούσε κάποιες μεταρρυθμίσεις που θεωρούνται σημαντικές, με αποτέλεσμα μεγάλο μέρος αυτής της καλής θέλησης να εξατμισθεί». Ο κ. Γουάιτ αποδίδει σε αυτή την εντύπωση την αμερικανική πίεση, ενώ δεν θεωρεί ότι βοηθά η προσέγγιση με τη Ρωσία, που «από την αμερικανική σκοπιά δείχνει μία ακραία, ανεύθυνη και ασταθή κυβέρνηση». Αν όμως προχωρήσουν οι μεταρρυθμίσεις, εκτιμά ότι θα υπάρξει «συμπάθεια και υποστήριξη» των ΗΠΑ ώστε να αντιμετωπισθούν τα προβλήματα της χώρας.
Σε συνέντευξή της, η κυρία Λαγκάρντ τόνισε ότι το ασφαλιστικό σύστημα της Ελλάδας πρέπει να μεταρρυθμισθεί. Πηγές του ελληνικού υπουργείου, πάντως, υποστήριζαν ότι στη συνάντηση με τον κ. Βαρουφάκη η ίδια συμφώνησε να μην μειωθούν οι συντάξεις μέχρι τον Ιούνιο, σε αντάλλαγμα με μία δέσμευση της κυβέρνησης να αντιμετωπίσει τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος μακροπρόθεσμα. Ωστόσο, ο επίσης παρών στην συνάντηση κ. Τόμσεν φέρεται να τόνισε ότι αν δεν μειωθούν οι επικουρικές συντάξεις θα πρέπει να καλυφθεί το κόστος τους, με τον κ. Βαρουφάκη να απαντά ότι η διαφορά έχει ήδη προϋπολογισθεί.
Σύμφωνα με πληροφορίες, οι θεσμοί εξακολουθούν να πιέζουν για μέτρα στο ασφαλιστικό, τα εργασιακά, τα φορολογικά και τις ιδιωτικοποιήσεις. Στις τελευταίες, τα επιχειρήματα του κ. Βαρουφάκη υπέρ της διατήρησης ενός στρατηγικού ποσοστού δεν φαίνεται να πείθουν το ΔΝΤ. Σύμφωνα πάντως με Ελληνα αξιωματούχο, το Ταμείο συμφωνεί με την έναρξη της συζήτησης για τη βιωσιμότητα του χρέους εφόσον κλείσει γρήγορα η συμφωνία για τα μέτρα.
Ακόμη και σε μία τέτοια περίπτωση, όμως, η ρευστότητα στην χώρα θα συνεχίσει να είναι προβληματική. Οπως εκτιμά ο συνεργάτης ινστιτούτου Peterson Τζέικομπ Κίρκεγκααρντ, «μέχρις ότου η Ευρωζώνη αισθανθεί εμπιστοσύνη ότι η Ελληνική κυβέρνηση θα κάνει αυτά που ζητά, «η χρηματοδότηση θα της παρέχεται με το σταγονόμετρο».
Αυτό σίγουρα θα πλήξει την ελληνική οικονομία, εκτιμά ο ίδιος, αλλά δεν πιστεύει ότι η κυβέρνηση έχει σοβαρές εναλλακτικές. Ο ίδιος πάντως θεωρεί ότι δεν υπάρχει κίνδυνος μετάδοσης της κρίσης, αλλά ούτε και κίνδυνος εξόδου από την Ευρωζώνη, τον οποίο τοποθετεί σε «λιγότερο από 2%, και όχι 10% ή 30%».
www.kathimerini.gr