Το εντυπωσιακό είναι ότι ο Αρχιεπίσκοπος υιοθέτησε ακόμη και τις σκληρές θέσεις του μητροπολίτη Πειραιά για την Αριστερά. Σχετικά με τον διαχωρισμό της Εκκλησίας από το Κράτος ξεκαθάρισε με απόλυτο τρόπο ότι αν και αυτό επιδιώκεται από κάποιους, η Εκκλησία δεν πρόκειται να ζητήσει ποτέ τον χωρισμό από τον λαό της.
Η χθεσινή αιφνιδιαστική επίθεση του Αρχιεπισκόπου προκάλεσε τεράστια εντύπωση και ερωτηματικά ακόμη και σε εκκλησιαστικούς κύκλους, οι οποίοι τόνισαν ότι πήρε σαφή πολιτική θέση, κλιμακώνοντας τη μέχρι τώρα αντιπαράθεση που εστιαζόταν στις αντιρρήσεις της Εκκλησίας στις αλλαγές που προωθήθηκαν στο μάθημα των Θρησκευτικών.
Εκπληξη προκάλεσε και η σφοδρή ιδεολογική επίθεση κατά της Αριστεράς. «Τα κόμματα της Αριστεράς με τη γνωστή φιλοσοφικοκοινωνική βιοκοσμοθεωρία του κομμουνιστικού κοσμοειδώλου, όπως γνώρισε τον χωρισμό αυτό ο καταρρεύσας υπαρκτός σοσιαλισμός στο ανατολικό μπλοκ, που στην ουσία ήταν ο διωγμός της θρησκευτικής πίστεως, ελαύνονται από αποτυχημένα αθεϊστικά ιδεολογήματα και συναντώνται με τα υπόλοιπα κόμματα του νεοφιλελεύθερου χώρου κάτω από τις ντιρεκτίβες της νέας εποχής και της νέας τάξεως.
Μιλούν γα χωρισμό Εκκλησίας και Κράτους επικαλούμενοι δήθεν προοδευτικά συνθήματα. Οι αντιλήψεις, όμως, περί χωρισμού είναι του περασμένου αιώνα που γεννήθηκαν κάτω από μισαλλόδοξο αντιθρησκευτικό και αντικληρικαλιστικό λαϊκιστικό πνεύμα που δεν συμβιβάζεται με τις σημερινές πολιτειακές και θρησκευτικές αντιλήψεις», είπε, μεταξύ άλλων, ο κ. Ιερώνυμος, δανειζόμενος, όπως σημείωσε, «τις σκέψεις του αγαπητού αδελφού, σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πειραιώς κ. Σεραφείμ», ο οποίος κατά καιρούς έχει εκφράσει εξαιρετικά σκληρές θέσεις για πολιτικά και κοινωνικά θέματα.
Οσον αφορά στο ζήτημα του διαχωρισμού Κράτους - Εκκλησίας (εν όψει και της διαδικασίας της συνταγματικής αναθεώρησης), τόνισε ότι η Πολιτεία ούτε θέλει αλλά ούτε μπορεί, πράγματι, να χωριστεί από την Εκκλησία με όρους κοινωνίας, όπως δεν μπορεί να χωρισθεί από οποιαδήποτε «γνωστή θρησκεία». «Η Πολιτεία, εάν το θελήσει και έχει τη συγκατάθεση αυτού του λαού, ας το επιχειρήσει, τηρώντας βεβαίως τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει έναντι της Εκκλησίας και τις σχετικές συμβάσεις».
Η επιβολή
Συνεχίζοντας δε επί του θέματος, υπογράμμισε ότι «προφανώς μπορεί η Πολιτεία να επιβάλει με ιδεολογικά κριτήρια τον χωρισμό της Εκκλησίας από τις θεσμικές λειτουργίες του Κράτους, αλλά δεν μπορεί να επιβάλει και τον χωρισμό της Εκκλησίας από την Κοινωνία, αφ' ενός μεν γιατί ο όρος χωρισμός δεν υπάρχει στην πνευματική αποστολή της Εκκλησίας, αφ' ετέρου δε γιατί η εντυπωσιακή ιστορική αντοχή της πνευματικής σχέσεώς της με τον λαό παραμένει αλώβητη ή και ενισχύεται από τις ιδεολογικές προκλήσεις, όπως αποδείχθηκε επίσης από την ιστορική αντοχή των Ορθοδόξων Εκκλησιών της Ανατολής στην καταπίεση των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού.
Η Εκκλησία, η οποία οφείλει να ορίζει τις σχέσεις της προς την Πολιτεία με όρους κοινωνίας και όχι με όρους ιδεολογίας, δεν γνωρίζει τον όρο ''χωρισμός'' στην πνευματική της αποστολή, αφού δεν μπορεί να τον εφαρμόσει στην κοινωνία, έστω και αν επιβληθεί μονομερώς από την Πολιτεία με ιδεολογικούς όρους, γι' αυτό την οριστική απάντηση στο ζήτημα αυτό τη δίνει πάντοτε, ''θάττον η βράδιον’'', ο ίδιος ο ευλαβής ελληνικός λαός. Η Εκκλησία κατά την άποψή μου δεν πρέπει να ζητήσει ποτέ τον χωρισμό από τον λαό της, γιατί αυτό επιδιώκεται. Εκεί αποβλέπει το εγχείρημα. Η Εκκλησία υπήρξε, είναι και θα υπάρχει μάνα αυτού του λαού με ό,τι αυτό σημαίνει» επισήμανε ο Αρχιεπίσκοπος, βάζοντας στο τραπέζι θέμα δημοψηφίσματος.
Εντύπωση προκάλεσαν και τα λόγια του για τις κατά καιρούς κρίσεις στις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας, αφού όπως δήλωσε «πάντοτε κατέληξαν σε συμβατικές ρυθμίσεις μετά από οξύτατες και αλυσιτελείς αντιπαραθέσεις, οι οποίες υπήρξαν πάντοτε οδυνηρές για τους χριστιανικούς λαούς τόσο της Ανατολής όσο και της Δύσης. Η σύνδεση της προτάσεως για την αναθεώρηση του άρθρου 3 του Συντάγματος με την ιδεολογική πρότασή του για χωρισμό Εκκλησίας και Πολιτείας υπερβαίνει τα όρια αρμοδιοτήτων όχι μόνον της Επιτροπής της Βουλής. Αλλωστε οι σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας ούτε είναι, ούτε μπορεί να είναι μια προσωπική ή ιδεολογική υπόθεση εργασίας, αφού είναι υπόθεση ενός λαού και μάλιστα όχι μόνο με μεγάλο ιστορικό βάθος. Ολη αυτή η επιδίωξις είναι ρήξις ιδεών».
Ο Αρχιεπίσκοπος αναφέρθηκε αναλυτικά στις νομοθετικές ρυθμίσεις επί εκκλησιαστικών θεμάτων της τελευταίας οκταετίας, ενώ για την εκκλησιαστική περιουσία υπογράμμισε τα εξ?ς: «Οση και όποια είναι η θρυλουμένη αυτή περιουσία, δεν μπορεί να αξιοποιηθεί ούτε ένα τετραγωνικό μέτρο γης αν δεν συναινέσει η Πολιτεία. Εχουν επιβληθεί σε αυτή τόσα βάρη και τόσες δεσμεύσεις που πιστεύω, αν δεν βρεθεί τρόπος Εκκλησία και Πολιτεία να συνεργαστούν ειλικρινά και με αποφασιστικότητα, δεν γίνεται τίποτε».
www.ethnos.gr