Ένα νέο ατύχημα σε μία από τις κύριες μονάδες επιφανείας, το αρματαγωγό Λέσβος, σημειώθηκε το βράδυ της Τρίτης μέσα στο ναύσταθμο Σαλαμίνας δημιουργώντας ερωτήματα για το αξιόμαχο του Πολεμικού Ναυτικού και το βαθμό ετοιμότητας του στόλου.
Το πρωτοφανές περιστατικό σημειώθηκε λίγο πριν τις 20:00 το βράδυ, όταν το αρματαγωγό «Λέσβος» (L176) επέστρεφε στη βάση του στο ναύσταθμο Σαλαμίνας. Στην περιοχή έπνεαν ισχυροί άνεμοι ταχύτητας 40 κόμβων και η κατάσταση της θάλασσας ήταν περίπου 5 μποφόρ.
Κατά τη διάρκεια του κατάπλου και ενώ το πλήρωμα προσπαθούσε να ολοκληρώσει την παραβολή του Λέσβος στο ντόκο που δένουν τα αρματαγωγά, το πολεμικό πλοίο βγήκε εκτός ελέγχου και έπεσε πάνω σε άλλα αρματαγωγά τα οποία ήταν ήδη αγκυροβολημένα. Όπως πληροφορείται το protothema.gr, το πολεμικό πλοίο παρασύρθηκε από τους ισχυρούς ανέμους και χτύπησε πάνω στην προβλήτα με αποτέλεσμα να υποστεί πλευρικό σκίσιμο μήκους περίπου δύο μέτρων.
Δεν υπάρχουν αναφορές για τραυματισμό μελών του πληρώματος του Λέσβος, όμως η ζημιά που έχει υποστεί το αρματαγωγό θα το αναγκάσει να ακινητοποιηθεί για εβδομάδες προκειμένου να αποκατασταθεί το μεγάλο πλευρικό σκίσιμο. Επί του παρόντος δεν υπάρχουν αναφορές για πρόκληση ρήγματος. Οι ίδιες πληροφορίες αναφέρουν ότι και οι ζημιές στα άλλα αρματαγωγά πάνω στα οποία προσέκρουσε το «Λέσβος» δεν φαίνονται ιδιαίτερα σοβαρές, αν και η πλήρης εκτίμηση του συμβάντος θα γίνει το πρωί της Τετάρτης.
Το μεγάλο ερώτημα είναι για ποιο λόγο το πλήρωμα του αρματαγωγού επιχείρησε να παραβάλει στην προβλήτα με συνθήκες οριακές -αν όχι απαγορευτικές- και δεν ζήτησε τη συνδρομή των ρυμουλκών του Πολεμικού Ναυτικού που βρίσκονταν μέσα στο ναύσταθμο και μπορούσαν να ενεργοποιηθούν για να ολοκληρωθεί ο κατάπλους χωρίς προβλήματα.
Το ατύχημα στο αρματαγωγό «Λέσβος» σημειώνεται περίπου 80 ημέρες έπειτα από άλλο πολύ σοβαρό ατύχημα με τη φρεγάτα Κανάρης η οποία έπεσε σε ξέρα λίγο πριν καταπλεύσει στο ναύσταθμο Σαλαμίνας. Το περιστατικό έχει προκαλέσει σοβαρά ερωτήματα για το βαθμό ετοιμότητας του στόλου και δημιουργεί αμφιβολίες για το κατά πόσον τηρούνται διαδικασίες και κανονισμοί που θα μπορούσαν να έχουν αποτρέψει ένα τόσο σοβαρό συμβάν που θα έχει επιπτώσεις στην επιχειρησιακή ετοιμότητα της δύναμης των αρματαγωγών αλλά και οικονομικό κόστος, σε μια περίοδο που οι διαθέσιμοι πόροι είναι λιγοστοί.