ΟΙ Ιδιοπαθείς Φλεγμονώδεις Νόσοι του Εντέρου (ΙΦΝΕ) είναι χρόνιες παθήσεις που προσβάλουν το γαστρεντερικό σύστημα και χαρακτηρίζονται από τη χρόνια φλεγμονή, ενώ συμπεριλαμβάνουν τη νόσο Crohn (Crohn’s Disease, CD) και την ελκώδη κολίτιδα (Ulcerative colitis, UC), που θα λέγαμε ότι είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.
Η νόσος εμφανίζεται κυρίως μεταξύ της δεύτερης και τρίτης δεκαετίας της ζωής, ωστόσο μπορεί να εμφανιστεί και μεταξύ των 55 και 65 ετών. Οι ασθενείς αντιμετωπίζουν μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του παχέος εντέρου, ενώ η νόσος χαρακτηρίζεται από περιόδους εξάρσεων και υφέσεων.
Σε τι διαφέρουν η νόσος Crohn και η ελκώδης κολίτιδα;
Η CD και η UC μοιράζονται κάποια κοινά χαρακτηριστικά ωστόσο είναι δύο διαφορετικές παθολογίες. Η πρώτη μπορεί να προσβάλει οποιοδήποτε σημείο του γαστρεντερικού σωλήνα με τη φλεγμονή να εισβάλει στα βαθύτερα στρώματα του πεπτικού σωλήνα, ενώ η δεύτερη αφορά μόνο το παχύ έντερο και η φλεγμονή εκτείνεται μόνο στο βλενογόννο.
Η χρόνια φύση των ΙΦΝΕ επιδρά αρνητικά στην ποιότητα ζωής των ασθενών αλλά και την αποδοτικότητά τους στην εργασία. Επιπλέον, η τακτική παρακολούθηση από εξειδικευμένο γαστρεντερολόγο, οι νοσηλείες, το χειρουργείο αλλά και η φαρμακευτική αγωγή αυξάνουν το κόστος για τη δημόσια υγεία χωρίς ωστόσο πολλές φορές η θεραπευτική αντιμετώπιση να έχει τα αναμενόμενα αποτελέσματα.
Που οφείλεται η εμφάνιση των ΙΦΝΕ;
Η εμφάνιση των ΙΦΝΕ φαίνεται να οφείλεται σε έναν συνδυασμό παραγόντων, καθώς γενετικοί, ανοσολογικοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες οδηγούν σε ανεξέλεγκτη φλεγμονή που προκαλεί πλήθος γαστρεντερικών όσο και εξωεντερικών συμπτωμάτων.
Κοινά συμπτώματα που αντιμετωπίζουν οι ασθενείς περιλαμβάνουν:
ναυτίαδιάρροιες (αιματηρές ή όχι)εμέτουςκοιλιακό άλγος καιάλλες επιπλοκές όπως την οστεοπόρωση, τα δερματικά προβλήματα, τις αρθραλγίες και τις ηπατοχολικές επιπλοκές.
Οι ΙΦΝΕ είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη σε βόρειες χώρες όπως η Βόρεια Αμερική, η Σκανδιναβία και το Ηνωμένο Βασίλειο, αν και νεότερα δεδομένα δείχνουν πως η παρουσία τους εντείνεται και σε νοτιότερες χώρες της Μεσογείου, όπως η χώρα μας.
Πως γίνεται η διάγνωση της νόσου;
Η διάγνωση της νόσου βασίζεται στις παρακάτω εξετάσεις σύμφωνα με τις οδηγίες της Παγκόσμιας Οργάνωσης Γαστρεντερολογίας:
Ιατρικό ιστορικό (π.χ. συμπτώματα, οικογενειακό ιστορικό, εξωεντερικές εκδηλώσεις)Φυσική εξέταση (π.χ. κοιλιακή περιοχή, περιπρωκτική περιοχή)Εξέταση κοπράνων (π.χ. καλπροτεκτίνη, λακτοφερρίνη, παρουσία αίματος)Εξέταση αίματος (π.χ. γενική αίματος, CRP, αλβουμίνη, ταχύτητα καθίζησης ερυθρών, ειδικά αντισώματα για τη νόσο)Απεικόνιση κι ενδοσκόπηση (ενδοσκόπηση με κάψουλα, κολονοσκόπηση και βιοψία)
Η κολονοσκόπηση σε συνδυασμό με τη βιοψία παραμένει μέχρι σήμερα η μέθοδος αναφοράς για τη διάγνωση της νόσου.
ΙΦΝΕ και θεραπεία
Η θεραπεία της νόσου περιλαμβάνει πλήθος φαρμακευτικών παραγόντων (π.χ. αμινοσαλικυλικά, κορτικοστεροειδή, ανοσοκατασταλτικά, αντιβιοτικά και βιολογικοί παράγοντες) με στόχο την επαγωγή και τη διατήρηση της ύφεσης. Επιπλέον, η κατάλληλη διατροφική αντιμετώπιση κρίνεται απαραίτητη για τον έλεγχο των συμπτωμάτων αλλά και τη διατήρηση της βέλτιστης κατάστασης των ασθενών. Για το λόγο αυτό, η συνεργασία εξειδικευμένου γαστρεντερόλογου και διαιτολόγου είναι απαραίτητη για τη διατήρηση της ευεξίας των ασθενών.
Ποιος είναι ο ρόλος της διατροφής στις ΙΦΝΕ;
Καθώς η ΙΦΝΕ προσβάλλει το γαστρεντερικό σύστημα είναι αναμενόμενο να επιδρά και στη διατροφική κατάσταση των ασθενών. Οι ασθενείς με νόσο Crohn είναι εκείνοι που εμφανίζουν τα περισσότερα διατροφικά προβλήματα σε περιόδους έξαρσης, καθώς προσβάλλεται συνήθως το λεπτό έντερο που είναι το κύριο μέσο της απορρόφησης των θρεπτικών συστατικών από τη διατροφή. Η δυσθρεψία είναι κοινό χαρακτηριστικό της νόσου με 20-85% των ασθενών να εμφανίζουν πρωτεϊνοενεργειακό υποσιτισμό, ενώ το φαινόμενο γίνεται πιο έντονο κατά τη νοσηλεία των ασθενών. Οι κύριοι μηχανισμοί που συμβάλουν στη δυσθρεψία είναι:
Μειωμένη πρόσληψη τροφής λόγω ανορεξίας, εμέτων, ναυτίας και παρενεργειών της φαρμακευτικής αγωγήςΔυσαπορρόφηση λόγω της φλεγμονής του εντέρουΑυξημένες απώλειες θρεπτικών συστατικών λόγω διάρροιας, στεατόρροιας και απώλειας αίματοςΥπερμεταβολισμός λόγω της παραγωγής προφλεγμονωδών κυτταροκινών και αυξημένου οξειδωτικού στρεςΠοιες διατροφικές ανεπάρκειες εμφανίζονται;
Οι πιο συχνά εμφανιζόμενες διατροφικές ανεπάρκειες είναι αυτές του σιδήρου (λόγω δυσαπορρόφησης και απωλειών), του ασβεστίου (λόγω αποφυγής των γαλακτοκομικών, λήψης κορτικοστεροειδών), της βιταμίνης D και της Β12 (σε περιπτώσεις αφαίρεσης του τελικού ειλεού). Επιπλέον πιθανόν να εμφανίζονται ανεπάρκειες σε ψευδάργυρο, φυλλικό οξύ, βιταμίνη A και μαγνήσιο,
Η κατάλληλη διατροφική αντιμετώπιση μπορεί να παίξει ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο όχι μόνο στην αποκατάσταση των διαφόρων ανεπαρκειών αλλά και στην επαγωγή της ύφεσης και την ανακούφιση από τα συμπτώματα. Η εκπαίδευση των ασθενών στη βέλτιστη διαχείριση της διατροφής τους θα πρέπει να είναι ακρογωνιαίος λίθος στην αντιμετώπιση των ΙΦΝΕ τόσο σε περιόδους έξαρσης όσο και σε περιόδους ύφεσης.
Τεχνητή διατροφική υποστήριξη και ΙΦΝΕ
Η εντερική και παρεντερική σίτιση έχουν θέση στη διατροφική αντιμετώπιση των ΙΦΝΕ στις παρακάτω περιπτώσεις:
Εντερική σίτιση: ενίσχυση της διατροφικής πρόσληψης σε υποσιτισμένους ασθενείς, πρόληψη της καθυστέρησης της ανάπτυξης στους παιδιατρικούς ασθενείς, θεραπεία εκλογής στα παιδιά αλλά και σε ενήλικες που αντιστέκονται στη θεραπεία με κορτικοστεροειδή. Η εντερική σίτιση προϋποθέτει τη λειτουργικότητα του γαστρεντερικοού σωλήνα.Παρεντερική σίτιση: ενδείκνυται μόνο σε ασθενείς με δυσθρεψία που δεν έχουν λειτουργικό πεπτικό σύστημα.
Όταν οι ασθενείς δεν χρειάζονται την τεχνητή διατροφική υποστήριξη (εντερικά ή παρεντερικά) θα πρέπει να ακολουθούν ένα διατροφικό πλάνο εξατομικευμένο με βάση τις ανάγκες τους και τρόφιμα που είναι καλώς ανεκτά.
Διατροφική αντιμετώπιση των ΙΦΝΕ
Σε περιόδους έξαρσης
Κατά τις περιόδους έξαρσης, κάθε ασθενής συνήθως αποφεύγει τα «επικίνδυνα» για εκείνον τρόφιμα που εντείνουν τα συμπτώματα. Συνηθέστερα «επικίνδυνα» τρόφιμα είναι τα ωμά λαχανικά και τα φρούτα με τη φλούδα, τα εσπεριδοειδή και άλλα όξινα τρόφιμα, τα γαλακτοκομικά, οι ξηροί καρποί, τα όσπρια, τα προϊόντα ολικής άλεσης, οι λιπαρές και τηγανητές τροφές. Αντιθέτως, συνηθέστερα «ασφαλή» τρόφιμα είναι τα καλά μαγειρεμένα λαχανικά, τα φρούτα χωρίς τη φλούδα, το κοτόπουλο, η γαλοπούλα και το ψάρι, το λευκό ψωμί, τα ζυμαρικά, το ρύζι και ο πουρές πατάτας. Είναι πολύ χρήσιμο κάθε ασθενής να τηρεί ένα ημερολόγιο καταγραφής τροφίμων ώστε να διαπιστώνει ποια τρόφιμα προκαλούν ενοχλητικά συμπτώματα, καθώς τα «ασφαλή» κι «επικίνδυνα» τρόφιμα διαφοροποιούνται από άτομο σε άτομο.
Σε περιόδους ύφεσης
Ακόμη, τα μικρά και συχνά γεύματα είναι συνήθως καλύτερα αποδεκτά από τους πάσχοντες λόγω της μειωμένης όρεξης για φαγητό εξαιτίας των συμπτωμάτων και των παρενεργειών της φαρμακευτικής αγωγής. Σε κατάσταση ύφεσης, η ελεύθερη και ισορροπημένη διατροφή με επιλογή τροφών από όλες τις ομάδες (δημητριακά, φρούτα, λαχανικά, γαλακτοκομικά όταν η λακτόζη είναι ανεκτή, άπαχο κρέας) θα πρέπει να προτείνεται σε όλους τους πάσχοντες. Συνιστάται επίσης η αποφυγή των λιπαρών και τηγανητών τροφίμων.
Διατροφή χαμηλή σε FODMAPs
Τα τελευταία χρόνια το ενδιαφέρον των ερευνητών στρέφεται στη μελέτη διατροφικών σχημάτων που μπορούν να βοηθήσουν ουσιαστικά στην επαγωγή και τη διατήρηση της ύφεσης, λόγω της αναποτελεσματικότητας ή/και των παρενεργειών της φαρμακευτικής αγωγής. Ένα από αυτά είναι η διατροφή χαμηλή σε FODMAPs.
Τι είναι τα FODMAPs;
Τα FODMAPs (fermentable oligosaccharides, disaccharides, monosaccharides and polyols) περιλαμβάνουν ζυμωμένους ολιγοσακχαρίτες, δισακχαρίτες, μονοσακχαρίτες και πολυόλες. Στα FODMAPs συγκαταλέγονται η φρουκτόζη (π.χ. σε μήλα), οι φρουκτάνες (π.χ. σε σκόρδο και κρεμμύδι), η λακτόζη (π.χ. στο γάλα), οι γαλακτάνες (π.χ. σε όσπρια) και οι πολυόλες (π.χ. σε μανιτάρια και γλυκαντικές ύλες). Οι υδατάνθρακες αυτοί δεν απορροφώνται πλήρως στο λεπτό έντερο και όταν φτάνουν στο παχύ έντερο οδηγούν σε παραγωγή αερίων, διαταραγμένη εντερική κινητικότητα και διάρροια.
Τι πρεσφέρει η δίαιτα χαμηλή σε FODMAPs;
Η δίαιτα χαμηλή σε FODMAPs έχει δοκιμαστεί από κάποιους ασθενείς με ΙΦΝΕ με ενθαρρυντικά αποτελέσματα, χωρίς ωστόσο να συσχετίζεται με βελτίωση της φλεγμονής, αλλά με τη βελτίωση των συμπτωμάτων που παρομοιάζουν με αυτά του συνδρόμου ευερέθιστου εντέρου και είναι παρόντα στους ασθενείς με ΙΦΝΕ. Ωστόσο, δεν υπάρχουν επίσημες οδηγίες σχετικά με την εφαρμογή της δίαιτας χαμηλής σε FODMAPs σε ασθενείς με ΙΦΝΕ, καθώς μία τόσο περιοριστική διατροφή μπορεί να εντείνει σημαντικά τις διατροφικές ανεπάρκειες που ήδη ταλαιπωρούν τους ασθενείς. Σε καμία περίπτωση, ένα τέτοιο διατροφικό πρότυπο δεν θα πρέπει να υιοθετείται χωρίς την επίβλεψη ενός εξειδικευμένου διαιτολόγου.
Συμπερασματικά
Η καλή πορεία της νόσου είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη διατροφή και η συνεργασία του ασθενούς με τον ιατρό και το διαιτολόγο θα πρέπει να κατέχει κεντρική θέση την αντιμετώπιση της ΙΦΝΕ.