Ο νέος κοροναϊός, ο οποίος ευθύνεται για την επιδημική έκρηξη που ξεκίνησε από την πόλη Γουχάν στην Κίνα, δεν είναι αποτέλεσμα πρόσφατης γενετικής ανάμιξης με κάποιον άλλο κοροναϊό, ούτε έχει τροποποιηθεί πρόσφατα. Αυτό υποστηρίζει μελέτη Ελλήνων επιστημόνων του Πανεπιστημίου Αθηνών και Κρήτης, οι οποίοι προχώρησαν στη γενετική ανάλυση πλήρους γονιδιώματος του 2019-nCoV.
Η μελέτη με τίτλο «Full-genome evolutionary analysis of the novel corona virus (2019-nCoV) rejects the hypothesis of emergence as a result of a recent recombination event» εκπονήθηκε από τον Αναπληρωτή Καθηγητή Δημήτριο Παρασκευή, την Δρ. Ευαγγελία-Γεωργία Κωστάκη και τον Επίκουρο Καθηγητή Γκίκα Μαγιορκίνη από το Εργαστήριο Υγιεινής Επιδημιολογίας και Ιατρικής Στατιστικής της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ, τον Επίκουρο Καθηγητή και αντιπρόεδρο του ΕΟΔΥ Γεώργιο Παναγιωτακόπουλο, τον Καθηγητή Γεώργιο Σουρβίνο της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης και τον Καθηγητή Σωτήριο Τσιόδρα της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ.
Η μελέτη έδειξε ότι ο ιός με τη μεγαλύτερη γενετική ομολογία, μέχρι σήμερα με τον ιό 2019-nCoV είναι το στέλεχος RaTG13 που απομονώθηκε από νυχτερίδα στην Κίνα. Παρ’ όλα αυτά το στέλεχος RaTG13 δεν είναι 100% ομόλογο με τον 2019-nCoV, υποδεικνύοντας ότι το στέλεχος RaTG13 δεν αποτελεί τον ιό που μεταδόθηκε στον άνθρωπο. Τα έως σήμερα διαθέσιμα δεδομένα υποδεικνύουν ότι η πιο πιθανή πηγή προέλευσης για τον 2019-nCoV είναι οι νυχτερίδες και, επίσης, ότι δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι ο ιός 2019-nCoV προήλθε από ερπετά.
Επιπλέον, η μελέτη έδειξε ότι το γενετικό υλικό του 2019-nCoV δεν είναι αποτέλεσμα πρόσφατης γενετικής ανάμιξης (ανασυνδυασμού) με κάποιον άλλον κοροναϊό, ή ότι ο ιός δεν έχει τροποποιηθεί πρόσφατα, πριν την αρχική του μετάδοσή στους ανθρώπους.
Η διαδικασία του ανασυνδυασμού μπορεί να οδηγήσει στη δημιουργία ιών με μωσαϊκό γονιδίωμα και τροποποιημένες βιολογικές ιδιότητες και έχει παρατηρηθεί συχνά στην κατηγορία των κοροναϊών. Τα δεδομένα υποδεικνύουν ότι ανάλογη διαδικασία δεν έχει συμβεί για τον νέο ιό 2019-nCoV.
Οι επιστήμονες τονίζουν ότι η σημασία των γενετικών χαρακτηριστικών του 2019-nCoV χρήζει περαιτέρω διερεύνησης.