Εκδηλώνεται ως σοβαρή μορφή πνευμονίας με τα συμπτώματα να εμφανίζονται 2 με 10 ημέρες μετά την μόλυνση. Η κλινική εικόνα είναι συνήθως αυτή της άτυπης πνευμονίας με συνύπαρξη κεφαλαλγίας, βραδυψυχισμού και μυαλγιών. Η θνησιμότητα από την πνευμονία αυτή είναι υψηλή, της τάξης του 15%, ιδιαίτερα σε άτομα υψηλού κινδύνου, όπως οι ηλικιωμένοι, οι καπνιστές, όσοι υποβάλλονται σε αγωγή με κορτικοστεροειδή, οι ασθενείς με αναπνευστικά προβλήματα, οι νεφροπαθείς, οι διαβητικοί, ασθενείς με νεοπλασματικά νοσήματα και γενικότερα άτομα με καταστολή του ανοσοποιητικού συστήματος που είναι ακόμα μεγαλύτερη.
Η μετάδοση της νόσου στον άνθρωπο γίνεται αερογενώς με την εισπνοή μικρών σταγονιδίων νερού υπό μορφή αερολύματος. Τα πλέον επικίνδυνα σημεία ανάπτυξης και μετάδοσης της λεγιονέλλας είναι: α) οι πύργοι ψύξης (υδρόψυκτοι), β) τα ντους και οι βρύσες, γ) το τζακούζι ή το SPA, δ) τα θεάματα με νερό (σιντριβάνια, τεχνητοί καταρράκτες κτλ) και ε) τα συστήματα ποτίσματος κήπων. Το βακτηρίδιο της Λεγιονέλλας βρίσκεται σε μικρούς αριθμούς στο φυσικό μας υγρό περιβάλλον (λίμνες, ποταμοί, φράγματα κλπ), ενώ έχει βρεθεί ακόμα και σε αποσταγμένο νερό. Μπορεί να επιβιώσει σε ευρύ φάσμα θερμοκρασιών (από 6 - 60° Κελσίου). Δεν μπορεί να πολλαπλασιαστεί σε θερμοκρασίες κάτω των 20° Κελσίου, ενώ θερμοκρασίες άνω των 60° Κελσίου σκοτώνουν το βακτηρίδιο.
Οι θερμοκρασίες που ευνοούν πολύ την ανάπτυξη της Λεγιονέλλας είναι μεταξύ 20˚ και 45° Κελσίου.
Επομένως η Λεγιονέλλα μπορεί να επιβιώσει σε κρύο νερό και να αρχίσει να πολλαπλασιάζεται όταν η θερμοκρασία του νερού ανεβεί σε ικανοποιητικά επίπεδα. Η παρουσία οργανικών και ανόργανων ουσιών καθώς και μικροοργανισμών στο νερό ευνοεί τη δημιουργία αποικιών στην εσωτερική επιφάνεια των σωληνώσεων. Το πλήθος των αποικιών αυξάνεται σχηματίζοντας μια βιομεμβράνη (biofilm) η οποία είναι μόνιμη εστία μόλυνσης απελευθερώνοντας συνεχώς μικροοργανισμούς. Η Λεγιονέλλα επίσης ως βακτηρίδιο μπορεί εύκολα να πολλαπλασιαστεί και να αποικήσει συστήματα κρύου και ζεστού νερού και οποιεσδήποτε άλλες εγκαταστάσεις που χρησιμοποιούν και αποθηκεύουν νερό.
Ένας άλλος παράγοντας που ευνοεί την ανάπτυξη και πολλαπλασιασμό της Λεγιονέλλας είναι η παρουσία τροφής. Πηγές τροφής για το μικρόβιο αυτό είναι άλλοι οργανισμοί μέσα στο σύστημα νερού, όπως αμοιβάδες, άλγη και άλλα βακτηρίδια. Σε περιβάλλον όπου υπάρχουν ιζήματα, εναπόθεση πέτρας, σκουριά και λάσπη, η Λεγιονέλλα μπορεί να δημιουργήσει ραγδαία αναπτυσσόμενες αποικίες οι οποίες πολύ δύσκολα μπορούν να καταπολεμηθούν και οι οποίες αποτελούν σοβαρό κίνδυνο για τον άνθρωπο.
Οι υδραυλικές εγκαταστάσεις ή οι δεξαμενές που είναι εκτεθειμένες στον καλοκαιρινό ήλιο αποτελούν ιδανικό βιότοπο για το βακτηρίδιο. Επίσης παλιές υδραυλικές εγκαταστάσεις σωλήνων γαλβανιζέ ή και άλλων που δεν συντηρούνται κανονικά και στις οποίες το νερό μπορεί να μείνει στάσιμο για αρκετό καιρό εύκολα μπορούν να γίνουν εστίες μόλυνσης.
Βασική προϋπόθεση για την αποφυγή της ανάπτυξης των βακτηριδίων που οδηγούν στην εκδήλωση της νόσου των Λεγεωνάριων είναι η λήψη συστηματικών προληπτικών μέτρων έτσι ώστε να αποτραπεί η ανάπτυξη και ο πολλαπλασιασμός του βακτηριδίου στα συστήματα νερού.
Υποχρεωτικά θα πρέπει να γίνονται, πριν την έναρξη της τουριστικής περιόδου θερμικό σοκ και υπερχλωρίωση στο δίκτυο ύδρευσης του καταλύματος.
Επίσης πρέπει να αναπτυχθεί και να εφαρμοστεί κατάλληλο προληπτικό πρόγραμμα ελέγχου που θα περιλαμβάνει:
• Ορισμό υπεύθυνου ατόμου για τον έλεγχο και συντήρηση των εγκαταστάσεων.
• Παροχή κατάλληλης εκπαίδευσης στο άτομο αυτό.
• Διατήρηση και παροχή του ζεστού νερού στους 55-60°C σε όλο το δίκτυο ακόμα και στο πιο απομακρυσμένο δωμάτιο.
• Διατήρηση του κρύου νερού κάτω από 20°C σε όλο το δίκτυο.
• Άνοιγμα όλων των βρυσών και ντους στα δωμάτια για αρκετά λεπτά, τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα, εφόσον αυτά δεν χρησιμοποιούνται.
• Τακτικός καθαρισμός και αντικατάσταση (όπου είναι απαραίτητο) των ψυκτικών πύργων (εφόσον
υπάρχουν), των σωληνώσεων συστημάτων καθαρισμού, των καλοριφέρ και των κεφαλών των βρυσών
και των ντους καθώς και απολύμανση με ειδικά απολυμαντικά – αλγοκτόνα σε τακτά χρονικά διαστήματα.
• Αποφυγή δημιουργίας «τυφλών» σημείων στο σύστημα ύδρευσης και βεβαίωση ότι τυχόν τροποποιήσεις ή αλλαγές στο υδραυλικό σύστημα δεν δημιουργούν διακοπή στη ροή του νερού.
• Επίσης το σύστημα πυρασφάλειας πρέπει να διαθέτει ανεξάρτητο δίκτυο σωληνώσεων έτσι ώστε να αποφεύγεται κάθε ανάμιξη με το δίκτυο παροχής νερού.
• Θα πρέπει με την βοήθεια τεχνικών μέσων να καθαρίζονται συστηματικά τα τοιχώματα και ο πυθμένας των δεξαμενών συγκέντρωσης ή αποθήκευσης του νερού και να ακολουθεί απολύμανση.
Πρέπει να εισάγονται στο δίκτυο κατάλληλα χημικά διαλύματα (πχ διοξείδιο του χλωρίου ) με στόχο την απομάκρυνση ενώσεων που αποτέθηκαν λόγω χημικής σύστασης του νερού και των θερμοκρασιακών αλλαγών (πχ ανόργανα άλατα, λεβητόλιθος, ιλύς κλπ). Αντίστοιχα μέτρα πρέπει να λαμβάνονται και στις σωληνώσεις, ειδικά στις περιπτώσεις που το νερό είναι πλούσιο σε ανόργανα άλατα. Σημαντικό είναι να ακολουθεί απολύμανση των δικτύων με χλωριωμένο νερό και γενικά με απολυμαντικό διάλυμα. Η απολύμανση κρίνεται αναγκαία ανεξάρτητα με άλλες ενέργειες και ολοκληρώνεται με ξέπλυμα του δικτύου με ζεστό νερό.
• Όσον αφορά στο ζεστό νερό πρέπει κατά τακτά χρονικά διαστήματα να πραγματοποιούνται θερμικά σοκ στα boiler και σε όλο το δίκτυο νερού (μετά από λήψη οδηγιών από την κατασκευάστρια εταιρεία για την αντοχή αυτών)
• Λήψη, τουλάχιστον μία (1) φορά τη σαιζόν, δειγμάτων νερού για εργαστηριακές αναλύσεις που θα αφορούν αποκλειστικά το βακτηρίδιο της Λεγιονέλλας καθώς και αρχειοθέτηση των αποτελεσμάτων μαζί με τις υπόλοιπες εργαστηριακές αναλύσεις (απόδοσης συστήματος διαχείρισης αποβλήτων, πόσιμο νερό, κολυμβητικές δεξαμενές, τρόφιμα).
• Η γεύση και οσμή του νερού αλλά και άλλα ποιοτικά χαρακτηριστικά δεν πρέπει να μεταβάλλονται σε καμία περίπτωση από την απολυμαντική μέθοδο που χρησιμοποιείται. Η συγκέντρωση του απολυμαντικού θα πρέπει να ελέγχεται συνεχώς είτε από αυτόματα καταγραφικά είτε από τον υπεύθυνο ο οποίος θα καταγράφει τις τιμές σε δελτίο.
• Σωστή διαχείριση των υγρών αποβλήτων και τήρηση της εγκεκριμένης μελέτης ως προς τον τρόπο διάθεσης.
Απαγορεύεται, τέλος, η διάθεση των επεξεργασμένων λυμάτων μετά από την βιολογική επεξεργασία, για πότισμα με τρόπο που δημιουργεί σταγονίδια.