Το χάιδευε σαν παιδί και το απίθωνε πάλι απαλά στη γη, δίπλα στην προβατίνα μάνα του, για να αρμέξει το χυμό της νιογέννητης ζωής, το μητρικό γάλα. Χαρά και ευλογία στο αγροτικό σπιτικό ήταν η κάθε γέννηση ζωντανού καθώς αυτό έβλεπε να αβγαταίνουν τα καλούδια του χαρίζοντας μια καλύτερη βιωτή ανθρώπους του.
Βέλαζαν στα χωράφια οι προβατίνες όταν η ώρα της γέννας ερχόταν απρόσμενα, μακριά από τη μάντρα (στάβλος), και ο νοικοκύρης έτρεχε να υποδεχτεί στο χωράφι την καινούρια ζωή και με συγκίνηση να απαλύνει με την φροντίδα του την επίπονη διαδικασία του τοκετού.
Μα πολλές φορές τα πράγματα δεν έρχονταν και τόσο καλά. Τα αρνάκια τραυματίζονταν σε μια δύσκολη γέννα ή αμέσως μόλις πατούσαν τα ποδαράκια τους στη γη, άλλες φορές πάλι γεννιούνταν με σωματικά ελαττώματα, ή αρκετά συχνά η μητέρα τους έχανε τη ζωή της κατά τον τοκετό. Οι αναποδιές και οι δυσμενείς καταστάσεις ήταν συνήθεις συνθήκες του αγροτοκτηνοτροφικού βίου της εποχής, μα η προνοητικότητα και η χρεία να σωθούν τα μικρά ζωντανά που πρωτοάνοιγαν τα μάτια τους στη ζωή με δυσκολίες, επέβαλαν στα νεογέννητα ζώα να γίνουν μπρουζούνια κι έτσι να επιβιώσουν για ικανό χρονικό διάστημα.
Μπρουζούνι δεν γινόταν μόνο το μικρό αρνί με σωματικές ελλείψεις ή το ορφανό, αλλά κι εκείνο που δεν μπορούσε να θρέψει η μητέρα του λόγω δικής της ανεπάρκειας ή πλήθους μικρών ζωντανών. Η μοίρα τότε που είχε με αγάπη προδιαγράψει ο κτηνοτρόφος για την επιβίωσή του ζώου, ήταν να γίνει μπρουζούνι και η διαδικασία για να γίνει τέτοιο ξεκινούσε αμέσως μετά τη γέννηση.
Το αρνάκι απομακρυνόταν από την προβατίνα μάνα του και τοποθετούνταν σε μικρή τρύπα στην αποθήκη ή στον αχυρώνα ή άλλες φορές κάτω από ένα κοφίνι, που θα γινόταν για πολύ καιρό το αποκλειστικό του ενδιαίτημα. Ο κτηνοτρόφος δύο φορές την ημέρα, πρωί και βράδυ, το τάιζε μητρικό ή ξένο γάλα με ένα μπουκάλι και το αρνάκι μεγάλωνε εκεί, αποκομμένο από τα υπόλοιπα ζωντανά και τη μάνα του, ζώντας στο σκοτάδι με αποκλειστικό τροφό τον νοικοκύρη.
Μέρες και νύχτες περνούσαν, το αρνάκι βέλαζε πρωί και βράδυ πριν την ώρα της θρέψης του και πολλές φορές η μάνα του το άκουγε και ανταποκρινόταν κι εκείνη με βελάσματα, αναγνωρίζοντας την ασθενική φωνή του. Οι μέρες διάβαιναν, μάνα και παιδί δεν αντίκριζαν η μια το άλλο ενώ ο νοικοκύρης συνέχιζε να θρέφει το αρνάκι στην σκοτεινή τρύπα, με το ζωντανό να αναγνωρίζει πλέον την ανθρώπινη μυρωδιά και φωνή. Όσο αποξενωνόταν από την προβατίνα το μικρό, τόσο δενόταν με τον άνθρωπο τροφέα του, του οποίου τα δάχτυλα συχνά πιπιλούσε ζητώντας να κατευνάσει την πείνα του.
Με τον καιρό, άνθρωπος και ζώο, ανέπτυσσαν δυνατά, σχεδόν ακατάλυτα συναισθήματα μεταξύ τους με το μικρό, αποκομμένο από το ζωικό του περίγυρο, να αντικρίζει στον αγρότη και τροφέα του την μοναδική πηγή φροντίδας και αγάπης προς αυτό. Μα και ο άνθρωπος που φρόντιζε το μπρουζούνι το ένιωθε σχεδόν σαν παιδί του, κάθε φορά που το χάιδευε πριν το ταϊσει πρωί και βράδυ. Το αρνάκι αναπηδούσε πάνω του αναζητώντας αθώα τη ζεστασιά της μοναδικής φυσικής του παρουσίας και ο άνθρωπος του έδινε απλόχερα όλη τη στοργή και την τρυφερότητά του. Κι έτσι, όταν ερχόταν πλέον η στιγμή το μπρουζούνι να εξέλθει επιτέλους από την τρύπα του, με μειωμένη δυστυχώς όραση συνήθως εξαιτίας της μακρόχρονης σκοτεινιάς, άνθρωπος και ζωντανό έμοιαζαν να έχουν γίνει ένα.
Το μικρό ζώο, μεγαλωμένο μέχρι εκείνη τη στιγμή από την περισσή φροντίδα του αγρότη, θρεμμένο καλά και πιο παχουλό από τα άλλα λόγω της ακινησίας του, έκανε αρχικά κάποια αβέβαια βήματα στο φως παρά την αναπηρία του. Κατόπιν πιο σίγουρο, άρχιζε να περπατά ελεύθερα και θαρρετά πάντα πίσω από τον τροφέα του. Αυτός συνήθιζε να του δίνει τότε ένα όνομα, στο οποίο το ζώο ανταποκρινόταν όταν ο αγρότης το καλούσε σιμά του. Τότε αυτό τον ζύγωνε, έπεφτε πάνω του χαρούμενο και οι δύο μαζί αχώριστοι ακολουθούσαν την καθημερινότητα των αγροτικών εργασιών. Το αδικημένο από τη φύση μπρουζούνι, έτρεχε όσο μπορούσε στα κτήματα, στις καλουριές και στα αμπέλια μαζί με τον προστάτη του, μασουλώντας φύλλα και χορταράκια.
Μεγάλωνε και θέριευε απολαμβάνοντας το φως της μέρας και την ξενοιασιά του, με μοναδικό φίλο πια τον αγρότη που τον ακολουθούσε πιστά και προσηλωμένα σε κάθε του βήμα. Το βράδυ όμως, όλα σκοτείνιαζαν πάλι για το μπρουζούνι που έπρεπε να κοιμηθεί στην τρύπα του μέχρι το επόμενο πρωί, που η βόλτα στα χωράφια θα ξεκινούσε και πάλι, με χάδια και αγκαλιές από τον άνθρωπο που όλον αυτόν τον καιρό το έθρεφε με γάλα και αγάπη.
Όσο πλησίαζε ο καιρός να τελειώσει η ζωή του ζωντανού, μια ζωή για το τέλος της οποίας την απόφαση θα έπαιρνε ο αγρότης, άλλη τόση ταραχή κατέκλυζε τον ανθρώπινο συναισθηματικό κόσμο του. Γιατί η ειμαρμένη του μπρουζουνιού είχε υφάνει γι΄αυτό τον μοναδικό κατά συνήθεια προορισμό του: το σφαγιασμό και την μετατροπή του σε βρώσιμο έδεσμα. Το ανάπηρο αρνάκι είχε διασωθεί και μεγαλώσει ως μπρουζούνι για να μην χαθεί το τόσο πολύτιμο κρέας του σε εποχές δύσβατες μέσα στο διάβα της επιβίωσης των πολυμελών οικογενειών της εξοχής. Κατά την τραγική αυτή ώρα, ο νοικοκύρης έμοιαζε συνήθως ανίσχυρος μπροστά στα δυνατά συναισθήματα που ένιωθε πια για το μικρό ζώο.
Όση ανάγκη κι αν είχε ή όση σκληρότητα κι αν διέθετε ως σφαγέας των άλλων ζωντανών του, δεν ήταν ικανός να αφαιρέσει τη ζωή από το αγαπημένο του μπρουζούνι. Το αθώο ζώο είχε γεννήσει μέσα του πρωτόγνωρα αισθήματα και ο ίδιος δεν μπορούσε, όσο κι αν το ήθελε, να προβεί στην πράξη της σφαγής του πιο πιστού του φίλου. Καλούσε τότε κάποιον γείτονα, ή συγγενή, για να σφάξει το μπρουζούνι ή το χάριζε ζωντανό. Ακόμα και στην περίπτωση ωστόσο, που το κρέας του μπρουζουνιού έβρισκε θέση στο τραπέζι του, ο νοικοκύρης αρνιόταν να το φάει. Κι έτσι το μπρουζούνι που είχε ζήσει κοντά του τάιζε την υπόλοιπη οικογένεια, μα όχι τον ίδιο.
Εκείνος κρατούσε πια στην ψυχή του τις εικόνες από το τρυφερό μεγάλωμα του μισερού ζώου που κατά συνήθεια προοριζόταν για τη δυσοίωνη μοίρα της σφαγής, μεταλλάσσοντας στην καρδιά του την σκληρότητα της χρείας σε εσώτερο, βαθύ σεβασμό προς τα πλάσματα της φύσης που αποτελούσαν άλλωστε τον καθημερινό του κόσμο. Ακόμα και στις βεγγέρες που συναντιόταν με άλλες αγροτικές οικογένειες, όταν στα περιπαικτικά πειράγματα για την αφελή πίστη και την τυφλή, δουλική προσκόλληση κάποιου σε κάποιον άλλον, ακουγόταν συχνά η φράση «Βρε μπρουζούνι είσαι;», εκείνος γελούσε κάποιες φορές με μισή καρδιά…