Αίσθηση έχει προκαλέσει στην κοινωνία του Βόλου ο ξαφνικός θάνατος 26χρονου ακτιβιστή το απόγευμα της Δευτέρας 14 Ιουλίου ο οποίος έναν μήνα πριν είχε πέσει θύμα αστυνομικής βίας και είχε τραυματιστεί σοβαρά κατά τη διάρκεια συγκέντρωσης συμπαράστασης στους συλληφθέντες της μαζικής διαδήλωσης της 13ης Ιουνίου ενάντια στην καύση σκουπιδιών από την τσιμεντοβιομηχανία ΑΓΕΤ-Lafarge και της δημιουργίας εργοστασίου SRF από τον δήμο Βόλου.
Ο 26χρονος βρέθηκε νεκρός στο δωμάτιο του σπιτιού του από την μητέρα του. Στο σημείο έφτασε η Αστυνομία, η οποία εξέτασε τον χώρο και απέκλεισε το ενδεχόμενο εγκληματικής ενέργειας. Η σορός του άτυχου άνδρα αναμένεται να μεταφερθεί την Τετάρτη 15 Ιουλίου για νεκροψία-νεκροτομή στη Θεσσαλονίκη για να προσδιοριστούν τα αίτια του θανάτου του.
Το προηγούμενο διάστημα ο ίδιος με ανάρτησή στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είχε καταγγέλλει πως υπέστη κατάγματα στα πλευρά αλλά και θλάση στο συκώτι και την χοληδόχο κύστη, καθώς τον χτυπούσαν άγρια και μετά την κινητοποίηση, μέσα στο αυτοκίνητο κατά την μεταφορά του στο αστυνομικό τμήμα, όπου βασανίστηκε και από όπου τον άφησαν να φύγει, επειδή διαπίστωσαν πως θα έπρεπε να τον πάνε στο νοσοκομείο.
«Μια διμοιρία ΟΠΚΕ και μια ΜΑΤ, στοχευμένα και συγκεκριμένα για μένα, μιας και με γνωρίζουν, ήρθαν τρέχοντας κατά πάνω μου και ξεκίνησαν να με βαράνε αναίτια, δολοφονικά, απάνθρωπα κι αλύπητα. Με χτυπούσαν μέχρι που δεν μπορούσα να πάρω ανάσα, γιατί είχα χτυπηθεί άσχημα στα πλευρά» είχε γράψει στην καταγγελία του.
«Όταν (σ.σ. μέσα στο Α.Τ.) ζήτησα λίγο νερό, στην αρχή δεν μου δίνανε κι έπειτα με βάλανε να πιω από έναν καταψύκτη που έτρεχε σταγόνα-σταγόνα το νερό και μάλιστα από κάτω προς τα πάνω. Εγώ εν τω μεταξύ να 'μαι σακάτης, κατάκοιτος και να μην μπορώ να πάρω τα πόδια μου. Και αφού διασκέδασαν όλοι μαζί πάνω μου, με ρίξανε στο κρατητήριο. Τελικά με βγάλανε, αφού τους άκουσα να λένε πως αν με κρατούσαν θα έπρεπε να με παν και νοσοκομείο».