Επαγγελματικός προσανατολισμός των ατόμων με ειδικές ανάγκες

19 Αυγούστου 2020 17:34

Σύγχρονες τάσεις και προοπτικές στην εργασιακή αποκατάσταση των αναπήρων. Η συμβολή των νέων τεχνολογιών στην κοινωνική και επαγγελματική ένταξη

Πολλές προκαταλήψεις, που συνδέονται με την εργασιακή αποκα-τάσταση των αναπήρων, αποτελούν απόηχο μιας πεπαλαιωμένης αντίλη-ψης ότι το σωματικό σθένος καθορίζει την παραγωγική αποτελεσματικότη-τα και ότι η εργασία επιτελείται σε συγκεκριμένους χώρους (εργοστάσια, γραφεία, επιχειρήσεις κ.λπ.). Η αλήθεια είναι ότι το βιομηχανικό μοντέλο παραγωγής μετάλλαξε κατά τον 20ο αιώνα τη φύση της εργασίας και οδή-γησε στην τυποποίηση ή αυτοματοποίηση των διαδικασιών. Η μετέπειτα επανάσταση της πληροφορίας, αλλά και οι παγκοσμιοποιημένες ανταγωνι-στικές συνθήκες επέβαλαν έναν ακόμη πιο ευέλικτο τρόπο αντίληψης της απασχόλησης. Στα προηγμένα κράτη ο χώρος και ο χρόνος της εργασίας χάνουν τη σπουδαιότητά τους, η εκπαίδευση και κατάρτιση ακολουθεί ή προπαρασκευάζει παρόμοιες ατραπούς και η αξιολόγηση της επιτυχίας δεν προσμετράται αποκλειστικά βάσει των παραγόμενων αγαθών ή υπηρεσιών, αλλά κυρίως μέσω της καινοτομικής έρευνας και της γνώσης.
Όσο η κοινωνία απαλλάσσεται από τις αγκυλώσεις του παρελθό-ντος κι όσο οι ανάγκες επιβάλλουν νέες διαδικασίες και πρακτικές, τόσο οι προοπτικές για τα άτομα με αναπηρία γίνονται ευνοϊκότερες, καθώς τα α-ποδεσμεύουν από τους βιολογικούς περιορισμούς, που τα κρατούσαν σε συνθήκες κοινωνικοπολιτισμικής αποστέρησης καθηλωμένα στο σπίτι ή σε κάποιο προνοιακό ίδρυμα. Οι νέες τεχνολογίες εξαλείφουν σχεδόν όλα τα «φυσικά εμπόδια», δημιουργώντας μια εικονική πραγματικότητα για τα άτομα με αναπηρία, με τη βοήθεια της οποίας μπορούν να απασχοληθούν όντας κύριοι του περιβάλλοντος εργασίας, αναδεικνύοντας την προσωπικό-τητά τους και καθορίζοντας το βαθμό αυτονομίας τους. Πολυμεσικά περι-βάλλοντα, πολυαισθητηριακές παρουσιάσεις, τηλε-πωλήσεις και ηλεκτρο-νικές επιχειρήσεις, ηλεκτρονικό ταχυδρομείο και ομάδες συζήτησης, ηλε-κτρονικά κοινωνικά δίκτυα, τραπεζικές συναλλαγές και κρατήσεις εισιτη-ρίων μέσω Η/Υ ή SMS, συνθέτουν ένα σκηνικό, που κονιορτοποιεί οποια-δήποτε εναντίωση στο δικαίωμα των αναπήρων για εργασία. Η αποκαθή-λωση, επομένως, των παραδοσιακών αντιλήψεων, αφενός αφήνει εντελώς μετέωρους τους ενδοιασμούς των μη αναπήρων ατόμων, αφετέρου δε στε-ρεί οποιαδήποτε δικαιολογία από όσους θεωρούν ότι μόνο το Κράτος, μέ-σω της επιδοματικής πολιτικής, είναι υπεύθυνο για την ποιότητα της ζωής των αναπήρων. Οι νέες τεχνολογίες, αφού εξανέμισαν το άλλοθι της φυσι-κής μειονεξίας, έθεσαν εν αμφιβόλω τη μέχρι τώρα έννοια της προσβασι-μότητας και της εργασιακής αποκατάστασης των αναπήρων και προσδιό-ρισαν τους σκοπούς και τα μέσα της επαγγελματικής συμβουλευτικής. Σή-μερα είναι ευθύνη της οικογένειας, του σχολείου, της τοπικής αυτοδιοίκη-σης, των συμβούλων επαγγελματικού προσανατολισμού, αλλά και του ίδι-ου του ατόμου με αναπηρία, να διασφαλίσουν τούτο, ότι η εκπαίδευση στα σύγχρονα τεχνολογικά επιτεύγματα θα ξεκινήσει νωρίς.
Οι επαφές με μη ανάπηρα άτομα και με ανθρώπους που βιώνουν όμοιες καταστάσεις μπορεί να λάβουν πλανητικές διαστάσεις μέσω του διαδικτύου, ιστοσελίδες με ενημερωτικό υλικό και βήμα προς βήμα καθο-δήγηση κατασκευάζονται και εμπλουτίζονται διαρκώς, η επικοινωνία α-παλλάσσεται από τα στεγανά της εγγύτητας, τα ηλεκτρονικά βιβλία μετα-τρέπονται σε ήχο και εικόνα, ψυχολογικές υπηρεσίες μπορούν να παρασχε-θούν από απόσταση και η εκπαίδευση, εκτός από τον δια βίου χαρακτήρα της, οργανώνεται πλέον ηλεκτρονικά. Δεν είναι μακρινή η εποχή, που το σπίτι θα μετατραπεί πάλι σε παραγωγική μονάδα και τα άτομα με αναπηρία θα μπορούν ακόμα και μέσα από αυτό να ξεδιπλώσουν τα ταλέντα, τις ι-διαίτερες κλίσεις και δεξιότητές τους.
Πολλοί θεωρούν ότι η μερική απασχόληση, η επαγγελματική κινη-τικότητα και οι αλλαγές εργασιακού αντικειμένου, η έλλειψη μονιμότητας, η αυτοαπασχόληση ήταν χαρακτηριστικά, που απεικόνιζαν τις ιδιοτυπίες των αναπήρων και τη μειονεκτική τους θέση στο απαιτητικό εργασιακό γίγνεσθαι. Σήμερα, όμως, οι επιχειρήσεις προβαίνουν σε ριζική αναδιάρ-θρωση των δομών τους, επανασχεδιάζουν τα οργανωτικά τους σχήματα, αλλάζουν τακτικές στη διαχείριση του κινδύνου, στρέφονται προς την ολι-κή ποιότητα και η απόλυτη εξειδίκευση είναι ισοδύναμη με ανεργία και η έλλειψη ευκαμψίας με περιθωριοποίηση. Όσα κάποτε εκλαμβάνονταν ως χαρακτηριστικά της απασχόλησης των αναπήρων, τώρα μετατρέπονται σε status quo για την πλειονότητα των εργαζομένων. Οι πολίτες είναι συνυ-πεύθυνοι με το κράτος για την υγειονομική περίθαλψη, την ασφαλιστική προοπτική, το είδος εκπαίδευσης και κατάρτισης, που θα λάβουν. Όσο πιο απαιτητικές γίνονται οι εργασιακές συνθήκες για όλους, τόσο περισσότερο προσομοιάζουν με τα εργασιακά βιώματα των αναπήρων.
Η διαπίστωση αυτή αναδεικνύει τις καταστάσεις που ήταν υποχρε-ωμένα να υπερκεράσουν τα ανάπηρα άτομα, αλλά συνάμα τους δίνει την ευκαιρία να αποδείξουν στην κοινωνία τον καταλυτικό τους ρόλο, την αυ-τονομία τους και να ανταγωνιστούν με ευμενέστερους και οικείους όρους στην εργασιακή κονίστρα. Η παροχή υπηρεσιών διαδίδεται ολοένα και πε-ρισσότερο και δεν είναι λίγοι οι ανάπηροι που επιμελούνται κείμενα, μο-ντάρουν ταινίες, συνθέτουν μουσική και διεκπεραιώνουν εργασίες, χωρίς μόνιμη σχέση με την επιχείρηση και με το ρυθμό, που οι ίδιοι επιλέγουν. Η εργασία δε συνδέεται αναγκαστικά με την προσωπικότητα και τα ατομικά χαρακτηριστικά, αλλά γίνεται πιο αφηρημένη και αξιολογείται με κριτήριο την ποιότητά της. Παράλληλα, ο κατακερματισμός της παραγωγής σε αυ-τόνομες και διακριτές διαδοχικές φάσεις, η ευελιξία των όρων της και η γεωγραφική και διοικητική αποκέντρωση, βοηθούν τα άτομα με αναπηρία, τόσο στη χωρική, όσο και στη λειτουργική και κοινωνική τους ένταξη.
Η επαγγελματική συμβουλευτική και η εργασιακή αποκατάσταση δεν εξαρτώνται από την αποασυλοποίηση, αλλά από τη δημιουργία καινο-τόμων πλαισίων δεύτερης ευκαιρίας για τους αναπήρους, με κύριο στόχο την παροχή επιλογών για αυτονομία και αξιοπρέπεια.

4.2. Κίνητρα, διαδικασία και λήψη επαγγελματικής απόφασης

Τα κίνητρα ορίζονται ως εσωτερική πηγή ενέργειας ή δραστηριότη-τας, που κατευθύνουν τη συμπεριφορά του ατόμου, συνειδητά ή ασυνείδη-τα, στις διάφορες επιλογές, ανάλογα με το κοινωνικο – οικονομικό και πο-λιτιστικό περιβάλλον. Η επιλογή επαγγέλματος αποτελεί μια διαδικασία της προσωπικότητας του ατόμου, που έχει άμεση συνάρτηση με το κοινω-νικό περιβάλλον. Η συμπεριφορά της εκλογής επαγγέλματος προσδιορίζε-ται από πολλά και ποικίλα κίνητρα, τόσο στην αρχική σκέψη ή σύλληψη κάποιου επαγγελματικού σχεδίου, όσο και στην οριστική απόφαση. Όπως όλα τα κίνητρα, έτσι και τα επαγγελματικά χαρακτηρίζονται από ένταση, κατεύθυνση, αρχή ή προέλευση, αλλά και σταθερότητα ή ευστάθεια και συνέχεια. Η ένταση του κινήτρου σχετίζεται με τη δύναμη, με την οποία αυτό παρουσιάζεται ως αδύνατο ή ισχυρό ή και ως πολύ ισχυρό κίνητρο για την επιλογή ενός επαγγέλματος. Η κατεύθυνση αναφέρεται στον προσα-νατολισμό της παρωθητικής δύναμης προς διάφορα επαγγέλματα και τις συνθήκες άσκησης επιμέρους επαγγελμάτων (συνθήκες εργασίας, οικονο-μικές απολαβές, προϋποθέσεις απόκτησης ενός επαγγέλματος και επιτυχίας σ’ αυτό κ.λπ.). Η αρχή ή προέλευση ενός κινήτρου σχετίζεται με τη χρονι-κότητα των κινήτρων, δηλαδή τη σύλληψη επαγγελματικού σχεδίου και την απόφαση πραγματοποίησής του. Έτσι, μπορεί κανείς να διακρίνει τέσ-σερις τύπους κινήτρων: α) τα πολύ πρώιμα, που τοποθετούνται στην ηλικία φοίτησης στο δημοτικό σχολείο, β) τα πρώιμα, που χαρακτηρίζουν την ε-φηβική, κυρίως, ηλικία, γ) τα όψιμα, που τοποθετούνται στην περίοδο μετά την εφηβική ηλικία και δ) τα πολύ όψιμα, που σχετίζονται με αποτυχημένες αποφάσεις του ατόμου για επαγγελματική ένταξη.
Η σταθερότητα ή η ευστάθεια ενός κινήτρου στην επαγγελματική επιλογή σχετίζεται με το βαθμό αποφασιστικότητας, με την οποία ένα άτο-μο ακολουθεί τον επαγγελματικό δρόμο που έχει επιλέξει, απορρίπτοντας τυχόν άλλες σκέψεις διαφορετικής επαγγελματικής σταδιοδρομίας, δηλαδή επαγγελματικού επανα-προσανατολισμού.
Η επαγγελματική επιλογή ακολουθεί μια πορεία φάσεων και στα-δίων, που καθορίζονται ηλικιακά και έχουν σχέση με τις γενικότερες ε-μπειρίες του ατόμου, αλλά και τις γνώσεις και πληροφορίες από τον άμεσο και ευρύτερο πολιτισμικό κύκλο. Η επιλογή ενός επαγγέλματος ή η επιθυ-μία απόκτησης μιας επαγγελματικής θέσης δεν αποτελούν αυτοτελείς πρά-ξεις, αλλά πολυετείς διαδικασίες συνδεδεμένες με εμπειρίες και βιώματα. Ουσιαστικά, η επαγγελματική διαδικασία δε σταματά ποτέ και συνεχίζεται όχι μόνο με επαγγελματική, αλλά και κοινωνικοπολιτική μορφή.
Η λήψη επαγγελματικής απόφασης εντάσσεται χρονικά στην εφη-βική ηλικία. Αυτό οφείλεται στις υπάρχουσες κοινωνικές αντιλήψεις και το εκπαιδευτικό σύστημα, που καλεί τους νέους να διαλέξουν ένα είδος σπου-δών ή να εισέλθουν απευθείας στην αγορά εργασίας. Οι έφηβοι σήμερα καλούνται σχετικά νωρίς να πάρουν αυτή τη σοβαρή απόφαση, που θα ε-πηρεάσει το μέλλον τους, ανεξάρτητα από το αν μερικά παιδιά της ηλικίας αυτής έχουν, ενδεχομένως, την απαιτούμενη ωριμότητα να κάνουν τις σω-στές επιλογές.
Οι επαγγελματικές προτιμήσεις και οι στάσεις των νέων για τα διά-φορα επαγγέλματα αρχίζουν να διαμορφώνονται ήδη από την παιδική ηλι-κία, κατά την οποία ο ρόλος της οικογένειας και του σχολείου είναι πολύ σημαντικός. Η ποιότητα των αποφάσεων που λαμβάνονται είναι συνάρτη-ση των διαθέσιμων πληροφοριών, της σωστής αξιολόγησής τους και της ευελιξίας στη χρησιμοποίησή τους. Κατά κανόνα, όσο περισσότερα δεδο-μένα έχει υπόψη του ο μαθητής, τόσο πιο αποτελεσματικές αποφάσεις παίρνει. Η επιλογή επαγγέλματος είναι διαμόρφωση του μελλοντικού τρό-που ζωής και καθορισμός της ποιότητάς της. Είναι φανερό ότι η επαγγελ-ματική απόφαση δεν επιτελείται παρορμητικά και χωρίς καμία προηγούμε-νη επεξεργασία από το άτομο.
Επαγγελματικές προτιμήσεις και ενδιαφέροντα παρουσιάζονται από την προσχολική ηλικία. Τα μικρά παιδιά μιμούνται τους ενήλικες του άμε-σου περιβάλλοντός τους, ταυτίζονται συχνά με αυτούς και υιοθετούν τις επαγγελματικές τους ασχολίες. Οι επαγγελματικές επιλογές στην ηλικία αυτή αποτελούν στοιχείο έμπνευσης, που σχετίζεται κυρίως με το παιχνίδι, αλλά και τη φαντασία. Το παιδί παίζοντας μιμείται επαγγελματίες, αλλάζει διαρκώς προτιμήσεις και δε συνειδητοποιεί την ουσία και ιδιαιτερότητα του επαγγέλματος που θέλει να υποδυθεί. Κατά τη σχολική ηλικία εγκατα-λείπει αυτή τη μηχανική εξωτερική μίμηση των διάφορων επαγγελματιών του στενού περιβάλλοντός του και αποκτά κάποιες ευρύτερες σχετικές γνώσεις. Αλλά και στην περίοδο αυτή τα επαγγελματικά του σχέδια είναι πολύ φιλόδοξα και εξωπραγματικά. Υπαγορεύονται περισσότερο από το συναίσθημα και τις εντυπώσεις του και λιγότερο από τη λογική εξέταση των επαγγελματικών δραστηριοτήτων Είναι η περίοδος που τα παιδιά συ-νήθως διατείνονται ότι θα γίνουν αεροπόροι, αστροναύτες, ηθοποιοί, για-τροί κ.λπ., σύμφωνα με αντίστοιχα πρότυπα που έχουν και τα οποία αποτε-λούν «αντικείμενα θαυμασμού και άμιλλας». Πρόκειται μάλλον για όνειρα παρά για σοβαρές αντικειμενικές επιλογές. Γι’ αυτό και τα αρχικά αυτά σχέδια συνήθως εγκαταλείπονται με την πρόοδο της ψυχοπνευματικής ω-ρίμανσης. Ο μαθητής στην ηλικία των 13-15 ετών βρίσκεται για πρώτη φο-ρά στο στάδιο ενός πιο ουσιαστικού προβληματισμού. Ζητεί να πληροφο-ρηθεί γενικά για τα διάφορα επαγγέλματα, να γνωρίσει τα αντικείμενά τους, να μάθει ποια είναι τα οφέλη που παρέχουν, πόση κοινωνική καταξί-ωση προσφέρουν κ.λπ. Κατά το στάδιο αυτό, οι μαθητές επιδιώκουν να γνωρίσουν γενικά για την ποικιλία των επαγγελμάτων, που απαρτίζουν την αγορά εργασίας.
Με την πάροδο του χρόνου το άτομο καταλήγει σιγά-σιγά σε κά-ποιο επάγγελμα ή επαγγελματική κατεύθυνση με κριτήριο τα ενδιαφέροντά του, τα οποία συγχρόνως σταθεροποιούνται ή αποκρυσταλλώνονται. Στην τελική απόφαση παίζουν ρόλο οι επιδόσεις του στο σχολείο, αλλά και οι ιδιαίτερες ασχολίες του (αθλητικές, καλλιτεχνικές κ.λπ.), μαζί με παράγο-ντες, όπως η αυτοεκτίμηση και η αντανάκλαση του εγώ στο μέλλον. Το οικογενειακό και το στενό κοινωνικό περιβάλλον φαίνεται να ασκούν μια σημαντική επίδραση στον αντίστοιχο προβληματισμό και στην οριοθέτηση του ατόμου προς μια κατεύθυνση.
Με την κατάληξη σε κάποιες επαγγελματικές ομάδες οι μαθητές αρχίζουν να αναζητούν μια λεπτομερέστερη ενημέρωση. Τα επαγγελματικά σχέδιά τους έχουν αποβάλει τον ονειρώδη και αφελή χαρακτήρα, είναι, πραγματικά, αντίθετα προς τα παιδικά και τα προεφηβικά. Προς το τέλος της εφηβείας το άτομο καλείται να καταλήξει, συνήθως τελεσίδικα, σε μια επιλογή. Δεν αμφιταλαντεύεται πλέον στην απόφασή του αυτή και αρχίζει να προετοιμάζεται για το επάγγελμα που διάλεξε. Στο στάδιο αυτό απαιτεί-ται να ξέρει σε βάθος τον επαγγελματικό χώρο προς τον οποίο αποφάσισε να στραφεί. Είναι ανάγκη να έχει πλήρη επίγνωση όλων των λεπτομερειών, που αφορούν τις συνθήκες εργασίας, τις προοπτικές του επαγγέλματος, τις σπουδές που απαιτούνται, τη διάρκειά τους και τις ενδεχόμενες, ίσως, δυ-σκολίες, ώστε, αν είναι ανάγκη, να γίνει έγκαιρα αναπροσανατολισμός. Η εκλογή του επαγγέλματος κορυφώνεται στην απόφαση του νέου να εκλέξει ένα επάγγελμα, του οποίου το κέντρο βάρους συμφωνεί, «ταιριάζει» με τις δικές του έμφυτες ικανότητες, ώστε να επιτευχθεί ταύτιση μεταξύ προσω-πικότητας και επαγγέλματος.
Ως απόφαση ορίζεται η διαδικασία επιλογής μιας κατεύθυνσης δραστηριοτήτων ανάμεσα από διάφορες εναλλακτικές λύσεις. Οι εκπαιδευ-τικές και επαγγελματικές αποφάσεις επηρεάζουν αρχικά το ίδιο το άτομο και στη συνέχεια το άμεσο περιβάλλον του και κυρίως την οικογένειά του. Οι λανθασμένες αποφάσεις αναστέλλουν την προσωπική και κοινωνική εξέλιξη του ατόμου, καθώς κάθε προηγούμενη απόφαση είναι σε ορισμέ-νες, τουλάχιστον, περιπτώσεις δεσμευτική για κάθε επόμενη. Η δεσμευτική φύση των αποφάσεων οφείλεται στη δομή του εκπαιδευτικού συστήματος, που εξαναγκάζει σε διαδικασίες λήψης απόφασης μη αναστρέψιμες.
Οι αποφάσεις που λαμβάνονται δεν έχουν όλες την ίδια σημαντικό-τητα. Μια απόφαση είναι δύσκολη, όταν όλες οι εναλλακτικές λύσεις φαί-νονται το ίδιο ελκυστικές ή δημιουργούν τα ίδια προβλήματα. Όσο πιο δύ-σκολη είναι μια απόφαση, τόσο πιο σημαντική είναι. Η σημαντικότητα, ε-πίσης, μιας απόφασης εξαρτάται από την αναγκαιότητά της, τη συναισθη-ματική και γνωστική επένδυση, τον κίνδυνο αρνητικών επιπτώσεων από την απόφαση αυτή και τις δεσμεύσεις που συνεπάγεται.
Σύμφωνα με το εκπαιδευτικό σύστημα, όπως αυτό τουλάχιστον στα τελευταία χρόνια έχει διαμορφωθεί, ο Έλληνας μαθητής καλείται σε διά-φορες βαθμίδες της εκπαίδευσης να πάρει κάποια απόφαση αρχικά γενικής και στη συνέχεια περισσότερο καθορισμένης κατεύθυνσης. Έτσι, διακρίνο-νται τέσσερα περίπου στάδια, που σχετίζονται με την επαγγελματική κα-τεύθυνση του μαθητή.
Στην Τρίτη τάξη του Γυμνασίου ο μαθητής καλείται να επιλέξει με-ταξύ γενικού και τεχνικού – επαγγελματικού Λυκείου. Σε αυτή τη φάση το παιδί πολύ λίγο συμμετέχει με ορθολογικά κριτήρια σ’ αυτόν τον αρχικό προγραμματισμό και δεν προβαίνει ελεύθερα και αβίαστα στην απόφαση που υποτίθεται ότι παίρνει. Η επιλογή αυτή αντικατοπτρίζει τις επιθυμίες κυρίως των γονέων ή τις επιδράσεις άλλων παραγόντων. Όμως, η νοητική ωριμότητα είναι απαραίτητη, γιατί κατά τη διαδικασία λήψεως αποφάσεως απαιτείται ένας λογικός συνδυασμός δεδομένων, μια λογική αλληλουχία σταδίων, μια εκτίμηση και αξιολόγηση καταστάσεων, ιδιοτήτων, χαρακτη-ριστικών, πραγμάτων, προσώπων, και εαυτού. Το άτομο, συνήθως, μετα-τρέπει την απόφαση σε συναισθηματική αντίδραση, ενώ η συνετή απόφαση είναι μια λογική ενέργεια. Ένα συνετό, μάλιστα, άτομο αποφεύγει να πάρει σημαντικές αποφάσεις, όταν βρίσκεται σε κατάσταση συναισθηματικής εντάσεως.
Το δεύτερο στάδιο απόφασης σχετίζεται με μια ειδικότερη επιλογή εκπαιδευτικής – επαγγελματικής κατεύθυνσης. Ο μαθητής βρίσκεται ήδη μέσα σε μια εκπαιδευτική κατεύθυνση, είτε τη γενική, είτε την τεχνική – επαγγελματική. Με το τέλος της α΄ τάξης της τεχνικής – επαγγελματικής σχολής ο μαθητής θα επιλέξει ποια από τις προσφερόμενες ειδικότητες θα ακολουθήσει, ενώ όσοι φοιτούν σε γενικό Λύκειο, πρέπει να καταλήξουν, αν θα συνεχίσουν στην Τριτοβάθμια εκπαίδευση και ποια κατεύθυνση θα προτιμήσουν .
Κατά το τρίτο στάδιο ο μαθητής καλείται να επιλέξει τη σχολή, την οποία θέλει να ακολουθήσει ή, αλλιώς, να συνεχίσει σε μη δημόσια ιδρύ-ματα ή να προχωρήσει στην αγορά εργασίας.
Το τέταρτο στάδιο αφορά λιγότερο αριθμό ατόμων και σχετίζεται με την απόφαση επιλογής μιας μορφής συγκεκριμένης εργασίας. Με την επιλογή εργασίας το άτομο επιλέγει τον ειδικότερο τομέα που θέλει ν’ ακο-λουθήσει μέσα σε ένα γενικό επαγγελματικό πλαίσιο. Π.χ. ο δικηγόρος που μπορεί να επιλέξει ελεύθερο επάγγελμα, δικαστικό κλάδο, διπλωματικό κλάδο, ιδιωτικό τομέα ως σύμβουλος επιχειρήσεων, εταιρειών κ.λπ.
Η λήψη απόφασης έχει να κάνει με τον τρόπο με τον οποίο σκέπτε-ται το άτομο, όταν είναι ανάγκη να επιλέξει ανάμεσα σε διάφορες δυνατό-τητες. Η επιλογή αυτή προϋποθέτει την ύπαρξη δύο τουλάχιστον εναλλα-κτικών εκδοχών, από τις οποίες θα προτιμηθεί η μία. Η λήψη αποφάσεων λαμβάνει χώρα πάντοτε μέσα σε κάποιο πλαίσιο αναφοράς και επηρεάζεται τόσο από τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε εμείς τα πράγματα, όσο και από κοινωνικούς περιορισμούς ή προκαταλήψεις.
Υπάρχουν διάφορες θεωρίες σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο λαμβάνονται οι αποφάσεις, γενικά, από ένα άτομο. Η πίεση για τη λήψη απόφασης μπορεί να προέρχεται από το ίδιο το άτομο ή από το περιβάλλον του και μερικές φορές και από τα δύο. Η αποτελεσματικότητα μιας απόφα-σης εξαρτάται από τη γνώση του εαυτου, αλλά και από τη γνώση του περι-βάλλοντος. Αυτό σημαίνει ότι χρειάζονται αρκετές πληροφορίες τόσο από την πλευρά του εαυτού, όσο και από το περιβάλλον στη στενή και ευρύτε-ρη έννοια. Ανάλογα με το βαθμό ενημέρωσης του ατόμου και την ικανότη-τά του να αποφασίζει το ίδιο για τη μελλοντική επαγγελματική του κατεύ-θυνση, διακρίνονται διάφορες μορφές και στρατηγικές λήψης απόφασης. Αυτές είναι:
α) Εξαρτημένη απόφαση: Φαίνεται να είναι η πιο εύκολη, αφού πε-ριορίζεται κατ’ ουσία στο να αποδεχθεί κανείς την επιλογή των άλλων. Μια εξαρτημένη απόφαση, όμως, μπορεί να έχει δυσάρεστες επιπτώσεις και να συνδέεται με χαμηλή αυτοεκτίμηση. Τα αποτελέσματά της επηρεά-ζουν τη ζωή του ατόμου, ανεξάρτητα από το ποιος έχει κάνει την επιλογή.
β) Διαισθητική απόφαση: Το άτομο που αποφασίζει με διαισθητικό τρόπο βασίζεται στις εσωτερικές του αντιδράσεις. Οι διαισθητικές αποφά-σεις είναι συνήθως αυθόρμητες, λαμβάνονται μέσα σε λίγο σχετικά χρόνο και βασίζονται σε περιορισμένη συγκέντρωση στοιχείων ή πληροφοριών. Για τους λόγους αυτούς μπορεί να έχουν περιορισμένη εγκυρότητα.
γ) Ορθολογική απόφαση: Η προσέγγιση αυτή περιλαμβάνει διερεύ-νηση των αναγκών του ατόμου και του περιβάλλοντος στα πλαίσια μιας προσεκτικής εκτίμησης των διαφόρων εναλλακτικών λύσεων (κόστος, ο-φέλη). Η λήψη μιας τέτοιας απόφασης απαιτεί πολύ χρόνο κυρίως για τη συλλογή πληροφοριών και γενικά την εξερεύνηση του προβλήματος, της αντιστοιχίας αναγκών ή και ενδιαφερόντων του ατόμου και δυνατοτήτων του περιβάλλοντος. Με αυτή την προσέγγιση λαμβάνονται υπόψη τόσο τα προσωπικά συναισθήματα και οι προτιμήσεις, όσο και οι γνώμες των ειδι-κών και οικείων προσώπων και αναζητούνται οι κατάλληλες για την προ-σωπικότητα και την ιδιοσυγκρασία στρατηγικές.
Από μια συνεκτίμηση των παραπάνω δεν μπορεί παρά να καταλή-ξει κανείς στο ότι η ισορροπημένη απόφαση χρειάζεται να περιλαμβάνει στοιχεία και από τα τρία είδη αποφάσεων.
Η αναλυτική ταξινόμηση των τρόπων ή μορφών λήψης απόφασης διακρίνει τις ακόλουθες κατηγορίες:
• τον «χωρίς σκέψη» τρόπο λήψης απόφασης, με τον οποίο παίρνο-νται οι καθημερινές αποφάσεις («ρουτίνας»),
• το «συμβιβαστικό» τρόπο, που περιλαμβάνει αποφάσεις, που βασί-ζονται συνήθως στις προσδοκίες των άλλων,
• το «λογικό» τρόπο, που περιλαμβάνει αποφάσεις που παίρνονται ψύχραιμα και χωρίς συναισθηματισμούς,
• το «συναισθηματικό» τρόπο, που περιλαμβάνει αποφάσεις, οι ο-ποίες βασίζονται κυρίως στις επιθυμίες του ατόμου,
• το «διστακτικό» τρόπο, που περιλαμβάνει αποφάσεις, οι οποίες παίρνονται μετά από μακρά περίοδο αναβλητικότητας, και
• το «διαισθητικό» τρόπο, που περιλαμβάνει αποφάσεις, οι οποίες φαίνονται στο άτομο μοιραίες, αναπόφευκτες και χωρίς απαραίτητα να α-παιτούν αιτιολόγηση.
Η απόφαση μπορεί να είναι:
• Συγκεκριμένη στο περιεχόμενο: Αυτό σημαίνει ότι η απόφαση δε μπορεί να διαχωριστεί από το οικογενειακό περιβάλλον, το πολιτισμικό πλαίσιο και το ειδικό πλαίσιο ζωής των μαθητών.
• Ευκαιριακή: Η απόφαση βασίζεται σε τυχαίες επαφές ή εμπειρίες.
• Βιωμένη – πολυχρονική: Ο χρόνος που λαμβάνεται η απόφαση είναι σποραδικός και η απόφαση αποτελεί αντίδραση στις εκάστοτε ευκαιρίες, όπως αυτές παρουσιάζονται. Ο χρόνος κατά τον οποίο λήφθηκε η απόφαση χαρακτηρίζεται ως «βιωμένος», γιατί δεν ορίζεται από χρονικές στιγμές, αλλά εξελίσσεται ανάλογα με τη ζωή του μαθητή.
• Περιορισμένη: Η επιλογή επηρεάζεται από τα συναισθήματα και γενικά από το τι νιώθουν οι μαθητές.
Η ενεργοποίηση του μαθητή για σωστή επαγγελματική απόφαση προκαλείται από ποικίλους παράγοντες, όπως: α) η εμπλοκή του στα δρώ-μενα της σχολικής τάξης, β) η ενθάρρυνσή του να αυτονομηθεί και να ανα-λάβει την ευθύνη της συμπεριφοράς του απέναντι στη μάθηση και στη σχολική κοινότητα διεκδικώντας ένα ρόλο μέσα στην κοινωνία των συνο-μιλήκων του, γ) η σύνδεση της μάθησης με την καθημερινή ζωή και πράξη.
Η εργασία είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την ύπαρξη και εξέλι-ξη του ανθρώπου, αφού συμβάλλει τόσο στην επιβίωσή του, λειτουργώ-ντας ως πηγή πλούτου, όσο και στην ανάπτυξη της προσωπικότητάς του (Παπαϊωάνου, 1990).
Σύμφωνα με την Εθνική Αμερικανική Εταιρεία, ο επαγγελματικός προσανατολισμός είναι ένας κοινωνικο – οικονομικός θεσμός, που αποσκο-πεί στο να σταθεί αρωγός στο μαθητή κατά την επαγγελματική του απόφα-ση, να τον προετοιμάσει κατάλληλα και να του παράσχει τις πληροφορίες, ώστε να το καταστήσει ανταγωνιστικό στην αγορά εργασίας. Ο επαγγελμα-τικός προσανατολισμός είναι μια συνεχής διαδικασία, μεγάλης διάρκειας, που απώτερο στόχο έχει την ανάπτυξη αυτογνωσίας και την αξιοποίηση των ικανοτήτων του ατόμου.
Ο μαθητής μέσα από αυτή τη διαδικασία μπορεί:
α) Να γνωρίσει και να αποδεχθεί τον εαυτό του, να εντοπίσει και να κατανοήσει ατομικά του χαρακτηριστικά (ικανότητες, ενδιαφέροντα, κλί-σεις, φιλοδοξίες) και να διαμορφώσει τις αξίες του σε ένα ικανοποιητικό αξιολογικό σύστημα.
β) Να αποκτήσει τις γνώσεις και δεξιότητες, που είναι απαραίτητες για την πραγματοποίηση συνετών επιλογών.
γ) Να αναπτύξει ορθές αντιλήψεις απέναντι στην εργασία και απο-δεκτές επαγγελματικές αξίες.
δ) Να επιτύχει ικανοποιητική προσαρμογή στα εργασιακά περιβάλ-λοντα.
ε) Τέλος, να προβεί σε συνετές, ελεύθερες και αβίαστες επιλογές εκπαιδευτικών εμπειριών και επαγγελματικών κατευθύνσεων (Δημητρό-πουλος, 1985. Τζέλλος, 1986).
Σήμερα η χρησιμότητα του επαγγελματικού προσανατολισμού είναι αυτονόητη (Tolbert, 1978). Ακόμη και στις περιπτώσεις που εκφράζονται κάποιες επιφυλάξεις, οι πιο πολλές από αυτές σχετίζονται περισσότερο με την αποτελεσματικότητα ή τη μεθοδολογία και τα μέσα εφαρμογής του ε-παγγελματικού προσανατολισμού. Η διαδικασία του επαγγελματικού προ-σανατολισμού δεν περιορίζεται στην επιλογή επαγγέλματος, αλλά επιδιώ-κει την ολόπλευρη ανάπτυξη του μαθητή.
Ο επαγγελματικός προσανατολισμός έχει ως βασικό σκοπό τη σύν-δεση της εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας. Ιδιαίτερα σήμερα αυτό απο-τελεί κοινωνική επιταγή, αφού η αγορά στα πλαίσια της ενοποιημένης Ευ-ρώπης είναι πολύ πιο ανταγωνιστική και παγκοσμιοποιημένη.
Τα παραπάνω αφορούν σε μεγαλύτερο βαθμό άτομα με αναπηρία, που μέσω της εργασίας διασφαλίζουν αυξημένη αυτοεκτίμηση, ευτυχία και ικανοποίηση, επιτυγχάνουν ομαλή κοινωνική προσαρμογή και κάνουν θε-τικότερες τις στάσεις της κοινότητας. Επιπλέον, η οικονομική αυτοτέλεια αποσυνδέει το άτομο από την οικογένεια και τους προσφέρει μισθό, με τον οποίο μπορούν να απολαύσουν αγαθά και υπηρεσίες. Η ποιότητα ζωής βελτιώνεται και η οικογένεια απαλλάσσεται από σύνδρομα μειονεξίας.
Οι ίδιοι οι ανάπηροι θεωρούν ότι η εργασία παρέχει ευκαιρίες προ-σωπικής ανάπτυξης, συνεπάγεται συναισθηματική ευχαρίστηση και αυξά-νει το αίσθημα ασφάλειας (Harding & Phillips 1986. Σιδηροπούλου – Δη-μακάκου, 1995).
Αντιθέτως, όσα ανάπηρα άτομα δεν εργάζονται παραμένοντας στο σπίτι ή σε προνοιακό ίδρυμα, βρίσκονται σε δυσμενέστερη κοινωνική θέ-ση, καθώς δέχονται αρνητικές κρίσεις από το κοινωνικό περιβάλλον και είναι απόλυτα εξαρτημένα από επιδόματα, φορείς ή τον οίκτο των συναν-θρώπων τους.
Η Ειδική Επαγγελματική Κατάρτιση, με κατάλληλα προσαρμοσμέ-νες μεθόδους και προγράμματα, μέσα σε ειδικούς χώρους, επιδιώκει να προετοιμάσει τα άτομα με αναπηρία για έναν κόσμο που δεν είναι φτιαγμέ-νος γι’ αυτά.
Τα οικονομικώς αναπτυγμένα κράτη δίνουν ιδιαίτερη βαρύτητα στη σωστή επαγγελματική προετοιμασία των ΑμεΑ. Οι εναλλακτικές μορφές για την επαγγελματική εκπαίδευσή τους είναι:
• Η εργασία μέσα στο σχολείο. Αναφέρεται στη δημιουργία μέσα στο σχολικό περιβάλλον δομών, που προσεγγίζουν την πραγματικότητα ενός εργασιακού χώρου, αλλά κατάλληλα προσαρμοσμένων στις ιδιαίτερες εκπαιδευτικές ανάγκες των ΑμεΑ (Δημητρόπουλος, 1995).
• Παραλλαγή του παραπάνω συστήματος αποτελεί η προσομοίω-ση της εργασίας στο σχολείο. Σύμφωνα με το μοντέλο αυτό τροποποιείται το περιεχόμενο ή η ακολουθία των επί μέρους επαγγελματικών έργων, που απαρτίζουν ένα εργασιακό αντικείμενο, για να γίνει πιο προσιτό στις εκ-παιδευτικές ανάγκες των μαθητών.
• Το σύστημα «Μερική φοίτηση – Μερική εργασία». Οι εκπαιδευό-μενοι παρακολουθούν ένα μέρος του προγράμματος σε κατάλληλη σχολή ή εργαστήριο και ένα άλλο μέρος σε εργασιακό χώρο (Παρασκευόπουλος, 1982).
• Η εκπαίδευση μέσα στον εργασιακό χώρο. Στο σύστημα αυτό πα-ρέχεται εκπαίδευση σε μικρή ομάδα, η οποία δραστηριοποιείται μέσα στον εργασιακό χώρο. Η επίβλεψη της ομάδας μπορεί να γίνεται είτε από στέλε-χος της επιχείρησης, είτε από λειτουργό της ειδικής αγωγής.
• Η μαθητεία. Το ανάπηρο άτομο εκπαιδεύεται κοντά σε έναν ε-παγγελματία μέσα σε πραγματικές συνθήκες εργασίας. Η δραστηριότητα αυτή καλύπτεται από σχετικό συμβόλαιο και πρόκειται, συνήθως, για ατο-μική συνεργασία μεταξύ ενός επαγγελματία και ενός μαθητευόμενου.
Οι παράγοντες που θα επηρεάσουν την επιλογή κάποιας από αυτές τις μορφές επαγγελματικής εκπαίδευσης είναι:
• Το δυναμικό των μαθητών με αναπηρία και η κινητοποίησή τους.
• Οι προηγούμενες εκπαιδευτικές εμπειρίες τους.
• Οι δυνατότητες των υπεύθυνων του προγράμματος (σε έμψυχο και άψυχο δυναμικό) να στηρίξουν μια εναλλακτική μορφή εκπαίδευσης.
• Το νομικό πλαίσιο, το οποίο δεν είναι πάντα σε θέση να καλύψει τέτοιες μορφές εκπαίδευσης.
• Ο βαθμός προετοιμασίας και ωριμότητας των φορέων, ώστε να δεχτούν τέτοιες καινοτομίες (Δημητρόπουλος, 1995).
Αξιολογώντας τους παράγοντες αυτούς μπορεί να επιλεγεί η πιο κατάλληλη μέθοδος παροχής επαγγελματικής εκπαίδευσης.
Στις Η.Π.Α. και στον Καναδά, αλλά και σε άλλες χώρες, κατά τα τελευταία χρόνια εφαρμόζεται η υποστηρικτική απασχόληση, η οποία έχει τρεις φάσεις: (Walsh, 1991):
• Τοποθέτηση: Το ΑμεΑ τοποθετείται στην προσήκουσα απασχό-ληση με την υποστήριξη ενός εκπαιδευτή ή ομάδας ειδικών. Προηγούμενες εμπειρίες εκπαίδευσης ή εργασίας δε θεωρούνται απαραίτητες.
• Εκπαίδευση: Το άτομο εκπαιδεύεται μέσα στον εργασιακό χώρο για συγκεκριμένο εργασιακό αντικείμενο. Ο εκπαιδευτής συμμετέχει στο σχήμα αυτό για όσο χρόνο απαιτείται για την εκπαίδευση και την προσαρ-μογή του εργαζομένου στον εργασιακό χώρο.
• Διατήρηση της εργασίας: Ο εργαζόμενος υποστηρίζεται, ώστε να διατηρήσει την εργασία του.
Διάφοροι λόγοι κάνουν δύσκολη την εφαρμογή προγραμμάτων για την αντιμετώπιση των προβλημάτων της επαγγελματικής ένταξης των ΑμεΑ. Οι κυριότεροι από τους λόγους αυτούς είναι οι εξής (Δελλασσού-δας, 1994):
• Το υψηλό κόστος των προγραμμάτων.
• Η έλλειψη ορατού οικονομικού οφέλους από τέτοιες επενδύ-σεις.
• Η αδυναμία των ΑμεΑ να υπερασπιστούν τα συμφέροντά τους και να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους, όπως γίνεται με άλλες κατηγορίες πολιτών.
• Τα γραφειοκρατικά προβλήματα.
• Η έλλειψη νομοθετικής ρύθμισης για τους όρους οργάνωσης και λειτουργίας των ιδρυμάτων Ειδικής Επαγγελματικής Κατάρτισης.
• Η ανεπαρκής πληροφόρηση.
• Η αρνητική στάση της εργοδοσίας απέναντι στα άτομα αυτά.
• Η έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού – συμβούλων σχολικού επαγγελματικού προσανατολισμού.
• Η ανεπαρκής ενημέρωση των εργοδοτών και η έλλειψη ουσια-στικών κινήτρων για την πρόσληψη ατόμων με ειδικές εκπαιδευτικές ανά-γκες.
Τα αποτελέσματα των μελετών σχετικά με την επαγγελματική απο-κατάσταση των ατόμων με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες συγκλίνουν στο ότι γενικά αυτή διαφέρει από εκείνη των ατόμων χωρίς δυσκολίες, από το ίδιο κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο. Τα άτομα αυτά είναι ιδιαίτερα ευπαθή με μικρή προοπτική για άμεση επαγγελματική αποκατάσταση. Έχει υπο-στηριχθεί ότι τα κίνητρα για επιτυχία των μαθητών αυτών είναι περιορι-σμένα, αλλά αυτό μπορεί να αποτελέσει θετικό έναυσμα, καθώς τα άτομα με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες επιλέγουν «ασφαλείς» και «εφικτούς» στόχους – επαγγέλματα, έτσι ώστε να διατηρήσουν το αυτοσυναίσθημά τους σε αποδεκτά επίπεδα (Oka & Paris, 1987).
Πολλές φορές επιλέγουν ή αποκλείουν μερικά επαγγέλματα ανάλο-γα με τις δεξιότητες που προϋποθέτουν αυτά. Ο επαγγελματικός προσανα-τολισμός δε συμμερίζεται την αντίληψη ότι υπάρχουν επαγγέλματα, τα ο-ποία πρέπει να εξαιρεθούν. Πολλά άτομα με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες δεν έχουν αναδείξει τα δυνατά τους σημεία, ενώ εγκλωβίζονται έντονα στις αδυναμίες τους.

4.3. Κοινωνικός και εργασιακός αποκλεισμός των ατόμων με αναπηρία και υποστηρικτικές πολιτικές στην Ελλάδα και την Ευρώπη

Ο κοινωνικός αποκλεισμός είναι η συσσώρευση αθροιστικών δια-δικασιών, που απομακρύνουν σταδιακά άτομα, ομάδες, κοινότητες και πε-ριοχές οδηγώντας τα σε δυσμενή θέση σε σύγκριση με τα κέντρα εξουσίας, τους πόρους και τις επικρατούσες αξίες.
Το Παρατηρητήριο των Ευρωπαϊκών Επιτροπών για τις Εθνικές Πολιτικές συνδέει τον κοινωνικό αποκλεισμό με ένα βασικό βιοτικό επίπε-δο και με τη συμμετοχή σε σημαντικές κοινωνικές και επαγγελματικές ευ-καιρίες της κοινωνίας.
Το Κέντρο Ανάλυσης του Κοινωνικού Αποκλεισμού στη Μ. Βρε-τανία κάνει διαχωρισμό ανάμεσα στον εκούσιο και ακούσιο αποκλεισμό. Ο Le Grand θεωρεί ότι ένα άτομο είναι κοινωνικά αποκλεισμένο, εάν είναι κάτοικος μίας περιοχής, αλλά για λόγους που είναι πέρα από τον έλεγχό του δε μπορεί να συμμετέχει στις συνήθεις δραστηριότητες της συγκεκρι-μένης κοινωνίας, αν και θα ήθελε να συμμετέχει. Αναγνωρίζονται πέντε είδη δραστηριοτήτων, στις οποίες οφείλει να συμμετέχει κάθε άτομο: η κα-τανάλωση, η αποταμίευση, η παραγωγή, η πολιτική δραστηριοποίηση και η κοινωνική δράση.
Ο αποκλεισμός είναι έννοια αλληλεπιδραστική, ένα συνονθύλευμα παραγόντων και μια διαδικασία απόσπασης από την κοινωνική ιεραρχία
Υπάρχουν τρεις βασικές προσεγγίσεις του κοινωνικού αποκλει-σμού:
α) η ολιστική προσέγγιση, σύμφωνα με την οποία η απασχόληση θεωρείται ως η βασική δύναμη ενσωμάτωσης μέσω του εισοδήματος, της αίσθησης ταυτότητας και αυταξίας που προσφέρει η εργασία και των δι-κτύων.
β) η προσέγγιση της φτώχειας, κατά την οποία τα αίτια του απο-κλεισμού συσχετίζονται με χαμηλό εισόδημα και με την έλλειψη υλικών πόρων.
γ) η προσέγγιση των χαμηλών στρωμάτων, η οποία θεωρεί ότι οι αποκλεισμένοι παρεκκλίνουν από τις ηθικές και πολιτισμικές νόρμες της κοινωνίας, χαρακτηρίζονται από μία «κουλτούρα φτώχειας» ή «εξάρτη-σης» και ευθύνονται για την κατάσταση φτώχειας στην οποία βρίσκονται, καθώς και τη μετάδοσή της από γενιά σε γενιά.
Σύμφωνα με το Εθνικό Σχέδιο Δράσης για την Κοινωνική Ενσωμά-τωση (ΕΣΔΕΝ), τα άτομα με αναπηρία πληρούν όλα τα κριτήρια, ώστε να θεωρούνται κοινωνικά αποκλεισμένα, γεγονός για το οποίο προβλέπει ευ-εργετικές διατάξεις το ίδιο το Σύνταγμα:
«Τα άτομα με αναπηρίες έχουν δικαίωμα να απολαμβάνουν των μέτρων που εξασφαλίζουν την αυτονομία, την επαγγελματική ένταξη και τη συμμετοχή τους στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της χώ-ρας» (Σύνταγμα, άρθρο 21, παρ. 6). Λαμβάνονται όλα τα αναγκαία μέτρα για την προστασία και διευκόλυνση των ΑμεΑ. Πρόσβαση στην Παιδεία – προσαρμοσμένη στις ατομικές εκπαιδευτικές ανάγκες, παροχή σε όσο το δυνατό λιγότερο περιοριστικό ή απομονωμένο περιβάλλον εκπαίδευσης (ΕΣΔΕΝ). Οι δράσεις και οι παρεμβάσεις για την ενίσχυση και την προ-στασία των ανθρώπων με αναπτυξιακές δυσκολίες εξειδικεύονται στους παρακάτω τομείς: Προκατάρτιση, Κατάρτιση, Υποστήριξη, Προώθηση της απασχόλησης.
Οι κύριοι τομείς δράσης για την υποστήριξη των ατόμων με ανα-πηρία είναι:
• Κοινωνική στήριξη στο άτομο, στην οικογένεια, αλλά και στο ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον.
• Φροντίδα σε κοινωνικό και παιδαγωγικό επίπεδο.
• Παροχή συμβουλευτικής για την κοινωνική ένταξη ή επανέντα-ξη.
• Οικονομική στήριξη για τυχόν στεγαστικά προβλήματα της οι-κογένειας.
• Λειτουργία ξενώνων για τους ανθρώπους που αντιμετωπίζουν κινητικά και αισθητηριακά ή νοητικά προβλήματα.
• Βοήθεια στη μετακίνηση στους τόπους προκατάρτισης, κατάρ-τισης, πρακτικής άσκησης και απασχόλησης.
• Κατάλληλη εργονομική προσαρμογή των χώρων προκατάρτι-σης, κατάρτισης, άσκησης και απασχόλησης.
• Δημιουργία δικτύων αλληλοστήριξης και αλληλοβοήθειας – Λειτουργία «Κέντρων Ημέρας».
• Ενίσχυση της αποϊδρυματοποίησης των ατόμων που ανήκουν στην ομάδα στόχου.
• Ενίσχυση των ικανοτήτων των ατόμων αυτών στους τομείς της αυτόνομης διαβίωσης, της αυτοσυντήρησης και της τήρησης των κανόνων υγιεινής – Εκμάθηση των βασικών κανόνων κοινωνικής συμπεριφοράς.
• Ευαισθητοποίηση και σωστή ενημέρωση των αντιπροσωπευτι-κών εθελοντικών οργανώσεων για τα άτομα με αναπηρία.
• Ευαισθητοποίηση του κοινού και των εργοδοτών, καταπολέμη-ση του κοινωνικού αποκλεισμού και στιγματισμού και άρση των προκατα-λήψεων και των εμποδίων.
• Ευαισθητοποίηση των επιχειρήσεων ή των οργανισμών που προωθούν ευκαιρίες πρακτικής άσκησης για μόνιμη απασχόληση των ατό-μων με αναπηρία που καταρτίζονται επαγγελματικά.
• Ίδρυση και λειτουργία τράπεζας πληροφοριών.
• Δημιουργία δικτύων ανταλλαγής πληροφοριών και εμπειριών σε εθνικό και διακρατικό επίπεδο.
• Σύσταση Μητρώου για τα άτομα με κινητικές δυσκολίες και αι-σθητηριακά προβλήματα.
Στην έκθεση της Eurostat (1995) γίνεται αναφορά στο μορφωτικό επίπεδο των ατόμων με αναπηρία στην Ελλάδα. Το 25.4% είναι αναλφάβη-τοι, το 59.9% είναι απόφοιτοι δημοτικού, το 5.7% είναι απόφoιτοι γυμνα-σίου, το 5.6% είναι απόφοιτοι λυκείου και το 3.4% είναι απόφοιτοι τριτο-βάθμιας εκπαίδευσης.
Το ποσοστό ανεργίας των ατόμων με αναπηρία είναι κατά πολύ υψηλότερο από το ποσοστό ανεργίας του υπόλοιπου πληθυσμού. Τα ιδιαί-τερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα άτομα με αναπηρία για να εντα-χθούν στην αγορά εργασίας δε συνδέονται μόνο ή τόσο πολύ με την ανα-πηρία τους, αλλά σε μεγάλο βαθμό με τη διακριτική μεταχείριση την οποία υφίστανται από εργοδότες και εργαζομένους, η οποία συνιστά και βασικό παράγοντα αποκλεισμού τους. Όλα τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. εφαρμόζουν μια σειρά μέτρων που στοχεύουν στην προώθηση της συμμετοχής των α-τόμων με αναπηρία στην παραγωγική διαδικασία. Τα μέτρα αυτά περιλαμ-βάνουν νομοθεσία κατά των διακρίσεων, συστήματα ποσοστώσεων, προ-γράμματα αποκατάστασης και επαγγελματικής κατάρτισης, προώθηση ε-ναλλακτικών μορφών απασχόλησης, κίνητρα για τη σύσταση κοινωνικών επιχειρήσεων, επιδοτήσεις μισθών, επιδοτήσεις για την απόκτηση τεχνικών βοηθημάτων και εργονομικής διευθέτησης του εργασιακού χώρου, προ-γράμματα ενημέρωσης των εργοδοτών και του κοινού, για να εξαλειφθούν οι προκαταλήψεις κ.λπ.
Ο ΟΑΕΔ για την απασχόληση ατόμων με αναπηρία υλοποιεί προ-γράμματα επιδότησης νέων θέσεων εργασίας και νέων ελευθέρων επαγ-γελματιών και έχει δημιουργήσει δομές παροχής συνοδευτικών υποστηρι-κτικών υπηρεσιών για την ολοκληρωμένη υποστήριξη των ατόμων αυτών.
Τα προγράμματα αυτά στοχεύουν στην αναστρεψιμότητα των προ-βλημάτων ένταξης στην αγορά εργασίας των ατόμων με αναπηρία και στην εξασφάλιση εργασίας προκειμένου να επιτευχθεί:
• η οικονομική αυτονόμηση του ατόμου,
• η ενδυνάμωση της αυτοεικόνας του και της αυτοεκτίμησής του,
• οι ίσες ευκαιρίες συμμετοχής, ανάλογα με το μορφωτικό επίπεδο, τις ικανότητες και τις δεξιότητες κάθε ατόμου,
• η ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής και αλληλεγγύης,
• η αξιοποίηση ολόκληρου του ανθρώπινου δυναμικού.
Τα προγράμματα υποστήριξης της απασχόλησης των ατόμων με αναπηρία διαρθρώνονται ως εξής:

  1. Προγράμματα ΟΑΕΔ για τα άτομα με αναπηρία (Έτος 2000).
    α) Προγράμματα επιχορήγησης εργοδοτών για την απασχόληση ατόμων με αναπηρία, ηλικίας 18-65 ετών (νέες θέσεις εργασίας).
    Σημαντικά μέτρα για την απασχόληση, πέρα από τα προγράμματα κατάρτισης, τοποθέτησης του Υπουργείου Εργασίας, είναι η αναγκαστική τοποθέτηση και η επιχορήγηση εργοδοτών για εργονομική διευθέτηση του χώρου εργασίας.
    Ειδικά για τις τράπεζες, τους οργανισμούς κοινωνικής ωφέλειας και τους φορείς του δημοσίου τομέα προβλέπεται επιπλέον υποχρέωση πρόσ-ληψης τυφλών τηλεφωνητών σε ποσοστό 80% και αναπήρων σε ποσοστό 20% σε ορισμένες άλλες ειδικότητες κλάδου υποχρεωτικής εκπαίδευσης.
    Όσον αφορά στην πρόσληψη υπαλλήλων στο δημόσιο σύμφωνα με το άρθρο 3 Ν. 2839/2000: «Υπάλληλοι διορίζονται όσοι έχουν την υγεία που τους επιτρέπει την εκτέλεση των καθηκόντων της αντίστοιχης θέσης. Η έλλειψη φυσικών σωματικών δεξιοτήτων δεν εμποδίζει την πρόσληψη, ε-φόσον ο υπάλληλος με την κατάλληλη και δικαιολογημένη τεχνική υπο-στήριξη μπορεί να ασκήσει τα καθήκοντα της αντίστοιχης θέσης. Ειδικές διατάξεις για το διορισμό ατόμων με αναπηρία δε θίγονται».
    β) Προγράμματα επιχορήγησης νέων ελευθέρων επαγγελματιών για άτομα με αναπηρία, ηλικίας 18-58 ετών (τετραετούς διάρκειας).
    γ) Προγράμματα επιχορήγησης εργοδοτών και νέων ελευθέρων ε-παγγελματιών για την εργονομική διευθέτηση του χώρου εργασίας των α-τόμων με αναπηρία.
    δ) Προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης ατόμων με αναπηρία.
    Για τα άτομα που δε μπορούν να ενταχθούν στα προγράμματα γε-νικού πληθυσμού, λειτoυργoύν εξειδικευμένα Κέντρα Επαγγελματικής Κα-τάρτισης (ΚΕΚ ΑΜΕΑ) με προγράμματα προσαρμοσμένα στις εξελίξεις και τις ανάγκες της αγοράς εργασίας, καθώς και στα ειδικά χαρακτηριστικά των καταρτιζομένων, τα οποία περιλαμβάνουν:
    Κατάρτιση: απόκτηση επαγγελματικών προσόντων-δεξιοτήτων
    Συνοδευτικές Υποστηρικτικές Υπηρεσίες: Ενημέρωση -παροχή συμ-βουλευτικής, ψυχολογικής υποστήριξης και επαγγελματικού προσανατολι-σμού, ενδυνάμωση και προσαρμογή των ατόμων στο εκπαιδευτικό περι-βάλλον.
    Προώθηση στην απασχόληση και προετοιμασία για την είσοδό τους στην αγορά εργασίας (ΕΚΕΠΙΣ).
    ε) Τα προγράμματα οικονομικής ενίσχυσης αφορούν τις εξής βασι-κές κατηγορίες ΑμεΑ: τυφλούς, κωφούς, άτομα με κινητικά προβλήματα, πάσχοντες από συγγενή αιμολυτική αναιμία, κάθε άτομο με εγκεφαλική παράλυση μέχρι 18 ετών, βαριά νοητικά καθυστερημένα άτομα με δείκτη νοημοσύνης μέχρι και τριάντα, είτε είναι ανασφάλιστοι, είτε είναι ασφαλι-σμένοι, εφόσον δεν λαμβάνουν άλλη παροχή για την ίδια αιτία, ανασφάλι-στους νεφροπαθείς (δικαιούχοι είναι ανασφάλιστοι νεφροπαθείς, που βρί-σκονται στο τελευταίο στάδιο νεφρικής ανεπάρκειας) και ανάπηρα άτομα ανεξαρτήτως ηλικίας με αναπηρία άνω του 67% που δε μπορούν να εργα-στούν, δε λαμβάνουν σύνταξη και δε νοσηλεύονται σε ίδρυμα και κ δε κα-λύπτονται από τα προγράμματα που προαναφέρθηκαν.

Παροχές από προνομιακούς οργανισμούς σε είδος
Οι παροχές σε είδος περιλαμβάνουν νοσηλεία, ιδρυματική περί-θαλψη, ειδική αγωγή, ειδική επαγγελματική εκπαίδευση, απασχόληση και ανοικτή προστασία των ατόμων με αναπηρία.
Συγκεκριμένα προβλέπεται:
• Παροχή δωρεάν νοσηλείας στους ανασφάλιστους τυφλούς, κα-θώς και στους ασφαλισμένους, των οποίων ο ασφαλιστικός φορέας δεν τους παρέχει νοσοκομειακή και ιατροφαρμακευτική περίθαλψη.
• Δωρεάν ιδρυματική προστασία ατόμων με χρόνιες παθήσεις.
• Ειδική αγωγή, ειδική επαγγελματική εκπαίδευση, απασχόληση και κοινωνική μέριμνα των αποκλινόντων από το φυσιoλoγικό ατόμων.
• Προστασία πολεμιστών, αναπήρων, θυμάτων πολέμου και μειο-νεκτούντων ατόμων.

Δημόσιες και ιδιωτικές υπηρεσίες
Παρακάτω θα αναφερθούν ενδεικτικά οι βασικοί φορείς παροχής υπηρεσιών οι οποίοι παρέχουν μια δέσμη υπηρεσιών.
Διεύθυνση ή τμήμα κοινωνικής πρόνοιας: είναι υπηρεσία που ε-δρεύει στις κατά τόπους νομαρχιακές αυτοδιοικήσεις. Παρεχόμενες υπηρε-σίες είναι: α) η μηνιαία οικονομική ενίσχυση και β) η δωρεάν διακίνηση αναπήρων με τις αστικές συγκοινωνίες της μόνιμης κατοικίας τους και με κατά 50% μειωμένο εισιτήριο στα υπεραστικά λεωφορεία, στα μεταφορικά μέσα του Οργανισμού Σιδηροδρόμων Ελλάδος και της Ολυμπιακής Αερο-πορίας. Ειδικά δελτία κυκλοφορίας παρέχονται από τις Διευθύνσεις ή τα Τμήματα κοινωνικής πρόνοιας.
Ειδικότερα στην Αττική λειτουργούν οι εξής υπηρεσίες:
Εταιρεία Προστασίας Σπαστικών: Προϋποθέσεις: Εκπαιδεύσιμα αγόρια και κορίτσια με εγκεφαλική παράλυση-σπαστικότητα. Ηλικία 6 ε-τών και πάνω.
Εθνικό Ίδρυμα Αποκαταστάσεως Αναπήρων (Ε.Ι.Α.Α.)-Κέντρο Εργασίας Αναπήρων Αθηνών: Προϋποθέσεις: Άνδρες και γυναίκες ηλικίας 15 ετών και άνω. Κινητική αναπηρία και ανάγκη επαγγελματικής αποκα-τάστασης.
Ένωση Κωφών της Ελλάδας: Προϋποθέσεις: Προσφέρονται υπη-ρεσίες αδιακρίτως σε οποιοδήποτε κωφό άτομο.
Ψυχοπαιδαγωγικό Κέντρο Αττικής: Προϋποθέσεις: Αγόρια και κο-ρίτσια ηλικίας 3.5-20 ετών. Νοημοσύνη: ασκήσιμα παιδιά. Καταβάλλονται δίδακτρα.
Φάρος Τυφλών της Ελλάδος: Προϋποθέσεις: Άνδρες και γυναίκες 16 ετών και άνω. Εγγραφή στο μητρώο τυφλών της διεύθυνσης κοινωνικής πρόνοιας τόπου κατοικίας. Οι σπουδαστές της σχολής τηλεφωνητών πρέπει να έχουν απολυτήριο δημοτικού σχολείου. Υπηρεσία Υποστηριζόμενης Εργασίας στο Κέντρο Αποκατάστασης «Η Θεοτόκος».
Ο ΕΡΜΗΣ Σωματείο Γονέων – Κηδεμόνων και Φίλων Ατόμων με Αναπηρία.

4.4. Συμβουλευτική για τον επαγγελματικό προσανατολισμό των ΑμεΑ

Με τον όρο επαγγελματική καθοδήγηση και συμβουλευτική εν-νοούμε ένα συστηματικό πρόγραμμα πληροφόρησης και εμπειριών, συντο-νισμένο από έναν ειδικό και σχεδιασμένο έτσι, ώστε να διευκολύνει την επαγγελματική ανάπτυξη και εξέλιξη του ατόμου μέσα από ένα σύνολο διαδικασιών, υπηρεσιών και τεχνικών.
Είναι σκόπιμο να επισημανθεί ότι η επαγγελματική συμβουλευτική δεν αναφέρεται σε μια στατική, αλλά δυναμική διαδικασία, αφού περικλείει «έντονο το στοιχείο της εξέλιξης». Συνήθως, δεν αναφέρεται σε μία μόνο επιλογή του ατόμου, γιατί ο επαγγελματικός σχεδιασμός περιλαμβάνει πολλές αποφάσεις, σε χρονική διάρκεια αρκετών ετών (Κοσμίδου, 1986. Μαλικιώση – Λοΐζου, 1987). Για το λόγο αυτό σήμερα χρησιμοποιείται ο όρος «επαγγελματική ανάπτυξη», με τον οποίο τονίζεται η έννοια της συ-νεχούς εξέλιξης, την οποία εμπεριέχει η επαγγελματική πορεία του ατόμου σε όλη τη διάρκεια της ζωής του και η οποία συμβαδίζει με την ψυχολογι-κή εξέλιξή του (Κάντας & Χαντζή, 1991. Δημητρόπουλος, 1994).
Όσον αφορά στα ΑμεΑ, ο σύμβουλος εφαρμόζει ατομική και όχι ομαδική συμβουλευτική, προσπαθεί να αναπτύξει τις βασικές δεξιότητες για αυτοσυντήρηση, αυτοδιαχείριση και κοινωνικοποίηση, δίνει τη δυνατό-τητα στα ΑμεΑ να αποκτήσουν κάποιας μορφής πρακτική εμπειρία.
Ο επαγγελματικός σύμβουλος πρέπει να γνωρίζει ακόμα:
• Την ισχύουσα νομοθεσία και πολιτική που ακολουθείται για τα ΑμεΑ.
• Τα χαρακτηριστικά των διάφορων τύπων αναπηρίας.
• Τις θέσεις στην αγορά εργασίας.
• Τα μοντέλα επαγγελματικού προσανατολισμού για τα ΑμεΑ.
• Τις συνέπειες των κοινωνικών στερεοτύπων στην αυτοεκτίμηση των ΑμεΑ.
• Τους τρόπους συνεργασίας με άλλους ειδικούς.
• Τα μοντέλα ανάπτυξης εργασιακών δεξιοτήτων, καθώς και δεξι-οτήτων απαραιτήτων στην καθημερινή ζωή και στην αναζήτηση εργασίας.
Ο επαγγελματικός σύμβουλος μέσα στα πλαίσια ενός συγκεκριμέ-νου προγράμματος (Her & Creamer, 1984) (Σιδηροπούλου – Δημακάκου, 1995):
• Προσφέρει στα ΑμεΑ υπηρεσίες συμβουλευτικής.
• Συναποφασίζει με τους γονείς για τους τρόπους και τα μέσα πρακτικής εξάσκησης.
• Συνεργάζεται με τους εκπαιδευτικούς στην ανάπτυξη προγραμ-μάτων αυτογνωσίας και λήψης αποφάσεων.
Σύμφωνα με το μοντέλο του Super (1983), η επαγγελματική συμ-βουλευτική αποτελείται από τα εξής στάδια:
1ο Στάδιο. Πληροφόρησης και αξιολόγησης.
2ο Στάδιο. Διερεύνησης της επαγγελματικής ωριμότητας.
3ο Στάδιο. Μέτρησης των ικανοτήτων, των ενδιαφερόντων και του δυναμικού του ατόμου.
4ο Στάδιο. Απολογισμού και ερμηνείας των αποτελεσμάτων.

4.5. Επαγγελματικός προσανατολισμός ατόμων με βαριές ψυχι-κές διαταραχές

Τα άτομα με βαριές ψυχικές διαταραχές εξακολουθούν να αποκλεί-ονται από την αγορά εργασίας, θύματα των προκαταλήψεων, που ταλανί-ζουν την κοινωνία. Ακόμα και σε χώρες με εξελιγμένο σύστημα κοινωνι-κής πρόνοιας το 85-90% των ατόμων αυτών μαστίζονται από μακροχρόνια ανεργία (Garske & Stewart 1999), ενώ τα περισσότερα προγράμματα επαγ-γελματικής αποκατάστασης εξασφαλίζουν μόνο περιστασιακή απασχόληση ή αποτυγχάνουν εντελώς, εφόσον δίνουν έμφαση αποκλειστικά στην αξιο-λόγηση και στην καλλιέργεια βασικών δεξιοτήτων κι όχι ικανοτήτων κα-τάλληλων για επαγγελματικό ανταγωνισμό. Σε μια αγορά που τα «κλειστά» επαγγέλματα σβήνουν και το κέρδος μετατρέπεται σε σηματωρό της εξέλι-ξης, η «προστατευόμενη» απασχόληση δεν είναι δυνατόν να αποφέρει τους αναμενόμενους καρπούς.
Τα άτομα με βαριές ψυχικές διαταραχές θεωρούνται ανώριμα για εργασία, επειδή έχουν μεγαλώσει διαθέτοντας έναν πολύ περιορισμένο α-ριθμό εμπειριών ζωής, στοιχείο που θεωρείται καθοριστικό για την αποτε-λεσματικότητα της εργασίας. Η μη ρεαλιστική, πολλές φορές, αντίληψη της πραγματικότητας, η χρήση ψυχοφαρμάκων, η παρατεταμένη νοσηλεία τους σε ιδρύματα, η ελλιπής ενημέρωση, η αδυναμία αποτελεσματικής στήριξης από το οικογενειακό περιβάλλον, η ανεπαρκής ανάπτυξη κοινω-νικών δικτύων και ο πλημμελής επαγγελματικός προσανατολισμός επιδει-νώνουν την ήδη βεβαρημένη κατάσταση. Η υστέρηση των ατόμων αυτών σε δεξιότητες λήψης αποφάσεων, ειδικά εάν η ψυχική νόσος έχει εκδηλω-θεί κατά την παιδική ή εφηβική ηλικία, και η εξάρτησή τους από το οικο-γενειακό ή θεραπευτικό περιβάλλον, επιβάλλουν σφαιρική και μακροχρό-νια ψυχοθεραπευτική στήριξη και χρήση του επαγγελματικού προσανατο-λισμού, ώστε να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για τη λήψη ορθολογικών αποφάσεων, που θα στοχεύουν στη διερεύνηση των αναγκών του ατόμου, στην άσκησή του για τη συλλογή κατάλληλων πληροφοριών, την παρουσί-αση εναλλακτικών λύσεων και την εκτίμηση ωφέλειας – κόστους.
Κατά τους Herr & Cramer (1996), τα αρνητικά στερεότυπα για τα άτομα αυτά διαχέονται όχι μόνο στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο και τους εργοδότες, αλλά υιοθετούνται ακόμα και από το στενό οικογενειακό περι-βάλλον, το οποίο τα θεωρεί ακατάλληλα για σοβαρή εργασία.
Η σχετική νομοθεσία αποβλέπει στην εξασφάλιση της υποχρέωσης των εργοδοτών, που απασχολούν μεγάλο αριθμό εργαζομένων, να προσ-λαμβάνουν ένα ποσοστό ατόμων με ψυχολογικά προβλήματα. Για το σκο-πό αυτό το κράτος, μέσω επιδοματικών πολιτικών, προσπαθεί να δώσει κίνητρα στους εργοδότες, ούτως ώστε να απορροφηθεί ένα μέρος των α-νέργων, που ανήκουν σ’ αυτή την κατηγορία. Παρόλα αυτά, οι εργοδότες θεωρούν εκ προοιμίου ότι ψυχική διαταραχή σημαίνει ανικανότητα προς εργασία, ενώ συχνά η εξωτερική εμφάνιση επηρεάζει την απόφασή τους για πρόσληψη. Ένα άτομο με ψυχικές διαταραχές ενδεχομένως να δυσαρε-στεί τους υπόλοιπους εργαζόμενους της επιχείρησης, καθώς και τους πελά-τες της ή ακόμα χειρότερα να θεωρείται επικίνδυνο γι’ αυτούς. Αυτές οι νόρμες εξακολουθούν να υφίστανται παρά τις έρευνες που αποδεικνύουν ότι η πιθανότητα διάπραξης αξιόποινης πράξης από άτομα με ψυχικές δια-ταραχές δεν είναι μεγαλύτερη από ό,τι στο γενικό πληθυσμό (Tennety & Kiselica, 2000).
Πολλά άτομα των κατηγοριών αυτών αντιμετωπίζουν την προοπτι-κή της μακροχρόνιας ανεργίας ή της μερικής απασχόλησης ή ακόμα της απασχόλησης σε εργασία χωρίς ενδιαφέρον, που δεν τους προσφέρει εσω-τερική ικανοποίηση, καλή αμοιβή και προοπτικές εξέλιξης. Συνεπώς, ο ερ-γασιακός αποκλεισμός αποτελεί μια μόνο πτυχή της αποξένωσης από πολ-λές καθημερινές κοινωνικές δραστηριότητες.
Ο κοινωνικός αποκλεισμός των ατόμων αυτών είναι πολυδιάστατος και αφορά όχι μόνο στον οικονομικό τομέα, αλλά κυρίως στην ανυπαρξία δυνατοτήτων κοινωνικής ενσωμάτωσης, δημιουργίας οικογένειας και έντα-ξης στην κοινότητα. Η επαγγελματική αποκατάσταση αποτελεί το πρώτο βήμα στην απεξάρτησή τους από το προστατευόμενο πλαίσιο και τους δίνει τα εχέγγυα και την ενθάρρυνση για αυτονομία. Με τον τρόπο αυτό ελαχι-στοποιούνται οι επιπτώσεις των λειτουργικών, φυσικών ή νοητικών αναπη-ριών τους, παραμερίζονται οι ατέλειες και αναπτύσσονται οι ατομικές, κοι-νωνικές και εργασιακές τους δεξιότητες. Συνήθως η αρνητική αντίληψη, που υπάρχει για τα άτομα με αναπηρία, αλλάζει με την ενσωμάτωσή τους στον εργασιακό τομέα.
Με την επαγγελματική καθοδήγηση και συμβουλευτική δημιουρ-γείται ένα συστηματικό πρόγραμμα πληροφόρησης και εμπειριών, που συ-ντονίζεται από έναν ειδικό, έτσι ώστε να διευκολύνεται η επαγγελματική ανάπτυξη και εξέλιξη του ατόμου.
Ο ρόλος του συμβούλου επαγγελματικού προσανατολισμού ξεκινά από την εξεύρεση των υποστηρικτικών συστημάτων στη ζωή του πάσχο-ντος. Τέτοια είναι το οικογενειακό και φιλικό περιβάλλον και τα άτομα της ευρύτερης κοινωνικής ομάδας, που είναι διατεθειμένα να δράσουν υπέρ του ατόμου. Ο σύμβουλος εξετάζει στην περίπτωση αυτή την ψυχική ασθέ-νεια ως σύστημα και δεν επικεντρώνεται σε κάποια συγκεκριμένη ψυχολο-γική ή βιολογική θεώρηση. Αντίθετα, επιδιώκει να ενισχύσει το κοινωνικό κεφάλαιο του ασθενούς και να αξιοποιήσει τα υγιή στοιχεία του συστήμα-τος μέσα στο οποίο ενεργεί.
Σε δεύτερη φάση αναλύει το ψυχιατρικό ιστορικό και καταγράφει ποιες επιπτώσεις έχει η θεραπεία στην προοπτική για μόνιμη και αξιοπρεπή απασχόληση.
Όπως τονίστηκε, τα περισσότερα προγράμματα αναλώνονται στην ανάπτυξη προεπαγγελματικών δεξιοτήτων και όχι ικανοτήτων, που θα τους επιτρέψουν να εξέλθουν ανταγωνιστικά και διεκδικητικά στην αγορά ερ-γασίας. Τις πιο πολλές φορές αναφέρονται σε ομαδικές προσεγγίσεις ασθε-νών και προκρίνουν απασχολήσεις, που, ενδεχομένως, δεν ενδιαφέρουν καθόλου τους πάσχοντες (π.χ. αγγειοπλαστική, ξυλουργική, ζαχαροπλαστι-κή κ.λπ.).
Ο σύμβουλος, αντίθετα, άρχεται από τα κίνητρα και τις ιδιαίτερες κλίσεις του ασθενούς. Δεν τον αντιμετωπίζει ως άτομο με καταφανή δια-φορετικότητα, αλλά ως ένα πρόσωπο με δικό του σύστημα αξιών, φιλοδο-ξιών και πεποιθήσεων. Δεν πρέπει να λησμονείται ότι πεφωτισμένα άτομα στο χώρο της τέχνης ή των επιχειρήσεων μεσουράνησαν, ενώ ήταν κλινικά διαγνωσμένα ως ψυχωσικά. Είναι χρήσιμο να διενεργηθούν συνεντεύξεις τόσο με τον ίδιο, όσο και με μέλη της οικογένειάς του, για να διαπιστωθούν τα τωρινά ενδιαφέροντά του και οι κλίσεις, πριν από την εκδήλωση της ψυχικής νόσου. Σκόπιμη είναι και η χρήση σταθμισμένων τεστ δεξιοτήτων. Πρέπει, όμως, να τονιστεί ότι η ψυχική διαταραχή, ενδεχομένως, να επη-ρεάζει τις ικανότητες εστίασης προσοχής και μνήμης, οπότε ο σύμβουλος οφείλει να ανακαλύπτει κάθε φορά τον καταλληλότερο τρόπο χορήγησης και χρήσης των τεστ αυτών.
Εφόσον διαπιστωθεί ότι ο πάσχων έχει κίνητρα για την εξάσκηση δημιουργικής απασχόλησης, ο σύμβουλος εστιάζει στις στάσεις και αντι-λήψεις του για την εργασία. Πολλές φορές τα ψυχοφάρμακα ή η ίδια η ψυ-χασθένεια δημιουργεί μη ρεαλιστικές πεποιθήσεις και φιλοδοξίες. Στην περίπτωση αυτή, ο σύμβουλος τις αναδομεί εκμεταλλευόμενος τις τεχνικές της γνωστικής θεραπείας.
Οι περισσότερες θεραπευτικές προσεγγίσεις και τα προγράμματα επαγγελματικού προσανατολισμού τείνουν να υποβαθμίζουν την άρρηκτη αλληλεπίδραση της εργασίας με τη διαμόρφωση της προσωπικότητας. Το άτομο με ψυχικές διαταραχές δεν επιζητεί απλώς μια απασχόληση, αλλά μια σταδιοδρομία σε κάποιο τομέα, που θα του αναδιαρθρώσει τις αντιλή-ψεις «περί του εαυτού» του και την αυτοεκτίμησή του (Kaley-Isley 1997). Αυτό θα ενδυναμώσει την ικανοποίησή του από τη ζωή και θα βελτιώσει την ποιότητά της. Επομένως, ο σύμβουλος δεν αντιμετωπίζει την εργασία ως δευτερογενές όφελος της αποθεραπείας ή ως κάτι που θα προκύψει, εν-δεχομένως, μετά το πέρας της νοσηλείας, αλλά ως μια ιδιότητα, που είναι σύμφυτη και εξελίσσεται παράλληλα με την πορεία της θεραπευτικής σχέ-σης. Η ολιστική προσέγγιση είναι αυτή που φέρνει τα καλύτερα αποτελέ-σματα.
Στο επόμενο στάδιο ο σύμβουλος πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι κάποια από τα συμπτώματα της ψυχικής ασθένειας προδικάζουν το είδος της εργασίας και την καταλληλότητα των εργασιακών περιβαλλόντων. Για παράδειγμα, η παρανοϊκή ψύχωση επιβάλλει απασχόληση σε εργασίες, στις οποίες είναι σημαντική η εμπιστοσύνη και η εποπτεία (π.χ. εργασία σε ερ-γαστήριο), ενώ είναι αποτρεπτική προς περιβάλλοντα, όπου οι προϊστάμε-νοι και οι εργοδότες είναι αυστηροί και ελεγκτικοί απέναντι στους υπαλλή-λους.
Η σχιζοφρένεια απαιτεί εργασιακά περιβάλλοντα, που δεν προκα-λούν άγχος, αλλά δίνουν προτεραιότητα στη φαντασία και στη δημιουργι-κότητα (π.χ. καλλιτεχνικά περιβάλλοντα).
Συνοψίζοντας, τα βήματα της συμβουλευτικής είναι τα ακόλουθα:
• Ενδελεχής μελέτη του ιστορικού και βαθιά κατανόηση των συ-μπτωμάτων της ψυχικής νόσου. Γνώση των συνεπειών της φαρμακευτικής αγωγής στο συναισθηματικό και γνωστικό πεδίο του ασθενούς.
• Διενέργεια συνεντεύξεων με το οικογενειακό-φιλικό περιβάλλον και με τον ίδιο τον ασθενή και χορήγηση κλιμάκων ενδιαφερόντων για την καταγραφή των προσωπικών ικανοτήτων και κλίσεων.
• Μέτρηση της αυτοεκτίμησης του πάσχοντα και κατανόηση του αντίκτυπου της ψυχικής ασθένειας σε αυτήν. Τόνωση της διεκδικητικότη-τας και της ανταγωνιστικότητας του ασθενούς.
• Μελέτη των δεξιοτήτων και κλίσεων πριν και μετά την εκδήλω-ση της νόσου.
• Διερεύνηση των αξιών και φιλοδοξιών του ασθενούς.
• Καταγραφή των κοινωνικών δικτύων του ασθενούς και ενεργο-ποίηση όλων των υποστηρικτικών συστημάτων.
• Ενημέρωση της κοινότητας, των πιθανών εργοδοτών και συνα-δέλφων του ασθενούς για την άρση των αρνητικών στερεοτύπων.
• Διαπίστωση πιθανών γνωστικών στρεβλώσεων σχετικά με τον εαυτό και τις δυνατότητές του μέσω της γνωστικής προσέγγισης.
• Εκμάθηση τεχνικών μείωσης του άγχους.
• Διδασκαλία τεχνικών εξεύρεσης εργασίας και σύνταξης βιογρα-φικού.
• Συνταίριασμα δεξιοτήτων του πάσχοντα και καταλλήλων εργα-σιών. Ο σύμβουλος πρέπει να ελέγξει κατά πόσο πλησίον της εργασίας λει-τουργούν ψυχιατρικές δομές.
• Δημιουργία βάσεως δεδομένων με δυνητικές εργασίες και εργο-δότες ευνοϊκά διακείμενους προς την ιδέα απασχόλησης ψυχικώς πασχό-ντων. Η αναζήτηση εργασίας πρέπει να ξεκινήσει από τον ίδιο το σύμβου-λο, ενόσω ο ασθενής νοσηλεύεται.
• Εξασφάλιση εκπαιδευτικών προγραμμάτων και μαθητείας για τους πάσχοντες. Πολλοί ψυχωσικοί ασθενείς έχουν δυσκολία στο να τη-ρούν χρονοδιαγράμματα και να είναι συνεπείς στις υποχρεώσεις τους.
Ήδη από το 1961 οι Forsythe & Fairweather διαπίστωσαν ότι τα προγράμματα επαγγελματικού προσανατολισμού και απασχόλησης, που ε-φαρμόζονται σε ιδρύματα και ψυχιατρεία, έχουν μηδενική συσχέτιση με την πραγματικότητα και τις απαιτήσεις της αγοράς εργασίας. Είναι σημαντικό, επομένως, να εξασφαλίζεται πραγματική δουλειά για τον ασθενή, στην οποία θα απασχοληθεί αμέσως μετά την έξοδό του από το νοσοκομείο.
Είναι βασικό τα εργασιακά περιβάλλοντα να μην παρέχουν πληθώ-ρα ερεθισμάτων ή να είναι γενεσιουργά συγκρούσεων, γιατί οι ασθενείς υπό την επήρεια της νόσου, των φαρμάκων και του εγκλεισμού δεν μπο-ρούν πολλές φορές να τα αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά.
Ο σύμβουλος πρέπει να ενημερώσει τους πιθανούς εργοδότες και συναδέλφους για τα συμπτώματα της νόσου και να τους εκπαιδεύσει σχετι-κά με το είδος υποστήριξης που μπορούν να προσφέρουν. Επιπλέον, πρέπει να τους ενημερώσει για τις επιπτώσεις των ψυχοφαρμάκων στη συμπερι-φορά ή ακόμα και στην εμφάνιση. Κατά τους Ellison & Russinova (1999), η συμβουλευτική δεν τελειώνει στα ΑμεΑ με την εξεύρεση εργασίας. Συ-νεχίζεται, ώστε μέσω καθορισμένων συνεδριών να κατανοεί ο ασθενής τις διακυμάνσεις της διάθεσής του, τις δυνατότητες και τους περιορισμούς του. Ο σύμβουλος αναδεικνύεται σε σύνδεσμο μεταξύ πάσχοντος και επιχείρη-σης ή οργανισμού.
Παρά την έμφαση που δίνουμε στην ατομική θεραπευτική προσέγ-γιση, δεν παραγνωρίζουμε τη σημασία της ομαδικής θεραπείας, όπου πά-σχοντες με παρόμοια προβλήματα ή με επιτυχημένη εργασιακή πορεία α-νταλλάσσουν σκέψεις, συναισθήματα και απόψεις εκπαιδεύοντας τη δια-χείριση άγχους, και εκτονώνουν την εσωτερικευμένη ενέργεια μέσα στην ομάδα. Παρόμοιες ομάδες, στις οποίες συμμετέχουν ευαισθητοποιημένοι εργοδότες και συνάδελφοι, μπορούν να βοηθήσουν στην εξουδετέρωση συγκρούσεων και προκαταλήψεων.
Οι Herr & Cramer (1996) θεωρούν ότι έργο των συμβούλων επαγ-γελματικού προσανατολισμού είναι να παροτρύνουν τους πιθανούς εργο-δότες να αξιολογούν τους υποψήφιους εργαζόμενους με ψυχικά νοσήματα όχι βάσει των στερεοτύπων για τη διαταραχή, αλλά στηριζόμενοι στα ατο-μικά χαρακτηριστικά του πάσχοντος. Η συμβουλευτική, λοιπόν, επεκτείνε-ται στο χώρο της εργασίας και αφορά τομείς, όπως την ενημέρωση για τα συμπτώματα της νόσου, την επίδραση των ψυχοφαρμάκων στη συμπεριφο-ρά και την εμφάνιση, τους τρόπους επικοινωνίας με τον ασθενή, τη μείωση διασπαστικών ερεθισμάτων (π.χ. μείωση θορύβου) και τη διαμόρφωση του ωραρίου, έτσι ώστε να διευκολύνει τη θεραπεία (Mancuso, 1990). Παράλ-ληλα, ο σύμβουλος συγκροτεί ομάδες με όλους τους ψυχικά πάσχοντες, που συμμετέχουν σε προγράμματα επαγγελματικής αποκατάστασης και τους εκπαιδεύει στην αξιοποίηση των πόρων της κοινότητας και του κοι-νωνικού κεφαλαίου της, στη συμμετοχικότητα και τη λύση προβλημάτων. Ταυτόχρονα, δίνει έμφαση σε τομείς της καθημερινότητας, όπως η προσω-πική υγιεινή, η καθαριότητα και η καλή εμφάνιση, οι οποίες συντελούν στην πλήρη αποδοχή του ατόμου από τους συναδέλφους, αλλά και από ο-λόκληρο το κοινωνικό σύνολο.
Η προσαρμογή των ατόμων με ψυχικές διαταραχές στο εργασιακό περιβάλλον δεν εξαρτάται μόνο από τις δυνατότητές τους για παραγωγικό-τητα, αλλά και από την ικανοποίηση που οι ίδιοι λαμβάνουν από την εργα-σία. Είναι προφανές ότι ο δυναμικός συσχετισμός των δυο αυτών παραγό-ντων καθορίζει, εν πολλοίς, την επιτυχία του προγράμματος επαγγελματι-κής αποκατάστασης (Dawis & Lofquist, 1978). Έρευνες (Conte, Murphy & Nisbet, 1989. Reiter, Friedman & Molcho, 1985. Rosen, Halenda, Nowakiwska & Floor, 1970) έχουν αποδείξει ότι οι παράγοντες που επι-δρούν θετικά στην ικανοποίηση των ατόμων με ψυχικές διαταραχές από την εργασία είναι, συνήθως, εξωτερικοί (π.χ. συνθήκες εργασίας, αμοιβές, άδειες) και όχι εσωτερικοί (αναγνώριση, αυτονομία, υπευθυνότητα κ.λπ.). Αυτό βρίσκεται σε άμεση αντίθεση με ευρήματα ελληνικών ερευνών για την εργασιακή ικανοποίηση σε εργαζόμενους χωρίς ψυχικές διαταραχές, όπου διαφαίνεται ότι οι θετικοί ενισχυτές είναι κυρίως εσωτερικοί (π.χ. ευ-καιρίες κατάρτισης, ανέλιξη, πρωτοβουλία) ή επικοινωνιακές (π.χ. σχέσεις με συναδέλφους, άτυπες μορφές επικοινωνίας, κοινωνικά δίκτυα). Σύμφω-να με τις θεωρίες της ψυχολογίας, η εργασιακή προσαρμογή εξαρτάται από τη συνάφεια της προσωπικότητας του εργαζομένου και του εργασιακού περιβάλλοντος (Assouline & Μeir 1987. Elton & Smart, 1988. Meir, Keinan & Segal, 1986. Mount & Mouchinsky, 1978. Spokane, 1985. Πα-πάνης, 2004), γεγονός που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη από τους συμβού-λους επαγγελματικού προσανατολισμού, οι οποίοι, πριν επιχειρήσουν να δραστηριοποιήσουν άτομα με ψυχικές διαταραχές στην αγορά εργασίας και σε μη υποστηριζόμενα περιβάλλοντα, οφείλουν να διαθέτουν σαφείς με-τρήσεις προσωπικότητας με συνεντεύξεις και σταθμισμένες κλίμακες.
Η σχέση αυτοεκτίμησης και εργασιακής απόδοσης δεν έχει αποδει-χθεί ικανοποιητικά με εμπειρικό τρόπο. Οι ερευνητές δε γνωρίζουν ακόμα ποιο είναι το αίτιο και ποιο το αποτέλεσμα. Ο σύμβουλος επαγγελματικού προσανατολισμού θα πρέπει να γνωρίζει ότι τόσο η αυτοαντίληψη (η γνω-στική εικόνα για τον εαυτό), όσο και η αυτοεκτίμηση (η συναισθηματική διάσταση της εικόνας για τον εαυτό) στα άτομα με ψυχικές διαταραχές εί-ναι πολλές φορές παραποιημένη. Για παράδειγμα, σε περιπτώσεις κατάθλι-ψης το αυτοσυναίσθημα βρίσκεται σε πολύ χαμηλά επίπεδα και ο σύμβου-λος πρέπει να ανακαλύψει διόδους ενίσχυσης. Στη μανιοκατάθλιψη η αυτο-εκτίμηση μπορεί να «εκτοξεύεται» σε υψηλά επίπεδα για μια χρονική περί-οδο και να καταβαθρώνεται την άλλη. Στη σχιζοφρένεια η αυτοεκτίμηση εξαρτάται από το είδος και την ένταση των παραισθήσεων και των ψευδαι-σθήσεων, ενώ στην παράνοια η αυτοεκτίμηση είναι ανάλογη της ιδεοληψί-ας του πάσχοντος. Σε γενικές γραμμές, η αποδιοργάνωση του εγώ, το είδος των συνοδευτικών συμπτωμάτων, οι συγκρουσιακές ενορμήσεις, το άτε-γκτο ή καθηλωμένο υπερεγώ και οι βιολογικές εκφάνσεις της νόσου επη-ρεάζουν την αυτοεκτίμηση. Κύριο έργο του συμβούλου είναι η επούλωση των ψυχικών τραυμάτων και η επαναφορά της αυτοεκτίμησης σε λογικά πλαίσια. Ο σύμβουλος δεν αποκρύπτει από τον πάσχοντα τα όρια που επι-βάλλονται από τη νόσο, αλλά δημιουργεί επιλογές που τα παρακάμπτουν.
Οι ψυχικά πάσχοντες, πολλές φορές, αναπτύσσουν εξάρτηση από τον εργοδότη και τις θετικές κρίσεις που προέρχονται από αυτόν, ταυτίζο-ντάς τον με την πατρική φιγούρα, ενώ σε άλλες περιπτώσεις (π.χ. καταθλι-πτικές διαταραχές) αδιαφορούν παντελώς για αυτές. Επιπλέον, η εργασία τους σπανίως χαρακτηρίζεται από δημιουργικότητα, ενώ η ανάληψη ευθυ-νών και πρωτοβουλίας είναι ανεπαρκής, αποκύημα του προστατευτισμού ή της κοινωνικής αδιαφορίας, που συνεπάγεται η ψυχική νόσος.
Το κυριότερο πρόβλημα, πάντως, δεν είναι η εξεύρεση εργασίας αυτή καθαυτή, αλλά η διατήρησή της. Οι διακυμάνσεις της διάθεσης και η χαμηλή ή αμυντική αυτοεκτίμηση των ατόμων αυτών καθιστούν δυσχερείς τις θέσεις τους με την εργασία και ο σύμβουλος πρέπει να επικεντρωθεί στην εκμάθηση δεξιοτήτων αυτοπειθαρχίας και στην επαναδόμηση μιας αποδιοργανωμένης προσωπικότητας. Η βραχυπρόθεσμη φύση της εργασίας και η περιστασιακή χροιά της είναι οι αιτίες για τις υψηλές βαθμολογίες σε κλίμακες εργασιακής ικανοποίησης, που λαμβάνουν τα άτομα με ψυχικές διαταραχές. Παρόλα αυτά τόσο οι εργοδότες, όσο και οι συνάδελφοι των ψυχικά πασχόντων σπανιότατα είναι ενήμεροι για τον ψυχισμό των ατόμων αυτών και για την προσαρμογή τους στο εργασιακό περιβάλλον. Ενώ, εξαι-τίας κοινωνικού κομφορμισμού, δηλώνουν ανοιχτοί σε ενδεχόμενο συνερ-γασίας με ψυχικά πάσχοντες, σε πραξιακό επίπεδο, όμως, είναι απρόθυμοι να προβούν σε οποιαδήποτε ενέργεια. Το χειρότερο στην περίπτωση αυτή δεν είναι ο αρνητισμός, ο οποίος με κατάλληλη συμβουλευτική μπορεί να μετατραπεί σε ευαισθητοποίηση, αλλά η αδιαφορία, η οποία δύσκολα χει-ραγωγείται. Τα περισσότερα κρατικά προγράμματα επαγγελματικής απο-κατάστασης ψυχικά πασχόντων αποτυγχάνουν, γιατί είναι επιδοματικού χαρακτήρα και δεν αξιοποιούν τις δυνατότητες του επαγγελματικού προ-σανατολισμού και τα πορίσματα των ερευνών περί αλλαγής των στάσεων.
Ανακεφαλαιώνοντας, ο σύμβουλος έχει να αντιμετωπίσει δυσκολί-ες, που αναδύονται από τη δυσπιστία της κοινότητας προς τον πάσχοντα και την αναποτελεσματικότητα των προγραμμάτων επαγγελματικής αποκα-τάστασης, από την αποδιοργάνωση του ατόμου με ψυχικές διαταραχές και την έλλειψη θεωρίας και εμπειρικής έρευνας, σχετικά με την καταλληλότε-ρη μέθοδο που πρέπει να ακολουθηθεί. Ο σύμβουλος, επομένως, οφείλει να αυτοσχεδιάσει, να ενημερωθεί για τις ανάγκες της αγοράς, τις στάσεις των εργοδοτών, των εργαζομένων και της κοινότητας, να γνωρίζει τις ιδιαιτε-ρότητες κάθε ψυχικής νόσου, να μελετήσει την προσωπικότητα του πάσχο-ντος και να κινητοποιήσει όλα τα διαθέσιμα υποστηρικτικά δίκτυα. Τελικός στόχος δεν είναι η καλλιέργεια προεπαγγελματικών δεξιοτήτων, αλλά η αλλαγή του τρόπου ζωής του πάσχοντος. Η εργασία είναι πηγή σεβασμού και αυτοεκτίμησης και όχι παρεπόμενο θεραπείας. Το ίδιο το νοσηλευτικό προσωπικό των ιδρυμάτων και οι εργαζόμενοι στην ψυχική υγεία εν γένει, έχοντας παρακολουθήσει τον ψυχικά πάσχοντα σε όλα τα στάδια της νό-σου, ακόμα και σε κρίσεις ή καταστολή εξαιτίας των ψυχοφαρμάκων, δυ-σπιστούν, πολλές φορές, για την επιτυχία επαγγελματικών προγραμμάτων. Είναι αλήθεια, ότι το ευκταίο, δηλαδή η μόνιμη απασχόληση του νοσού-ντος, δύσκολα επιτυγχάνεται.
Ο σύμβουλος είναι αναγκαίο να κρατά δεδομένα για όλες τις επαγ-γελματικές απόπειρες του ασθενούς, να παίρνει συνεντεύξεις τόσο από τον ίδιο, όσο και από εργοδότες – συναδέλφους ή να χορηγεί ερωτηματολόγια, για να διαπιστώνει τις αφορμές, τα αίτια και τα συμβάντα, που είναι υπεύ-θυνα για την αποτυχία. Πολλές φορές, μέσω της συμπεριφοριστικής παρα-τήρησης, μπορεί να αντλεί πληροφορίες για τον ασθενή μέσα στο πλαίσιο της εργασίας του. Τέτοια δεδομένα αφορούν στα κίνητρα επικοινωνίας του πάσχοντα με τους συναδέλφους ή τους πελάτες, στην πορεία ή στην αλλοί-ωση των μηνυμάτων, στα μεταμηνύματα και γενικότερα στις επικοινωνια-κές δεξιότητες, στα συγκρουσιακά ή διαταρακτικά ερεθίσματα, στα κρίσι-μα γεγονότα και στις επιτυχείς προσπάθειες αλληλεπίδρασης, στη σωστή και συνεπή λήψη της φαρμακευτικής αγωγής, στη διακύμανση των συναι-σθημάτων και στη σταδιακή εκδίπλωση ή αναδίπλωση των δεξιοτήτων του ασθενούς. Η παράλληλη χρήση σταθμισμένων τεστ επαγγελματικών κλί-σεων (π.χ. AIST/UST, GIS κ.λπ.), η κατηγοριοποίηση των παρατηρημένων συμπεριφορών και η στατιστική επεξεργασία τους, οδηγεί στην εξαγωγή πολύτιμων συμπερασμάτων που ενδεχομένως να κρίνουν την επιτυχία της επόμενης επαγγελματικής προσπάθειας. Ο σύμβουλος δεν μπορεί να είναι ένα άτομο που απλώς διαθέτει ένα πτυχίο ψυχολογίας, κοινωνικής εργασί-ας ή εργοθεραπείας. Αντίθετα, πρέπει να έχει μεταπτυχιακές σπουδές στη συμβουλευτική ατόμων με αναπηρία και να μπορεί να οργανώσει ερευνη-τικές διαδικασίες, που θα ρίξουν φως σε παράγοντες που επιδρούν στην προσωπικότητα των ατόμων με ψυχικές διαταραχές.
Σε γενικές γραμμές θεωρούμε ότι οι σύμβουλοι θα ωφεληθούν τα μέγιστα, εάν ακολουθήσουν το «οικολογικό – συστημικό» μοντέλο για την επαγγελματική αποκατάσταση. Σύμφωνα με αυτό, πρέπει να συνυπολογί-ζονται παράγοντες, όπως «προσωπικότητα του πάσχοντος», «φύση και ιδι-αιτερότητες της ψυχικής νόσου», «περιβάλλον» (αγορά εργασίας-κοινότητα), «εργασιακό περιβάλλον», «σύστημα αξιών του πάσχοντος», «αποτελεσματικότητα» (παραγωγικότητα εργαζομένων). Η αλληλεπίδραση όλων αυτών καθορίζει την επιτυχία των προγραμμάτων επαγγελματικού προσανατολισμού και ο χειρισμός τους προς όφελος του πάσχοντος μπορεί να αποτελέσει εφαλτήριο για τη θεραπευτική διαδικασία.
Η μέχρι τώρα επικρατούσα αντίληψη για την επαγγελματική κα-τάρτιση των ατόμων με αναπηρία εκφραζόταν με την όσο το δυνατόν πε-ρισσότερη εξειδίκευση και καλλιέργεια συγκεκριμένων δεξιοτήτων, που κατά κανόνα τελεσφορούσαν με την εξεύρεση ενός απλού επαγγέλματος, το οποίο δεν απαιτούσε αναλυτικοσυνθετική ικανότητα, δυνατότητα επίλυ-σης προβλημάτων και δεν είχε καμία εξέλιξη. Η απόλυτη αυτή εκδήλωση του «φορντισμού» στην ειδική αγωγή κατόπτριζε την κοντόφθαλμη προο-πτική της και ενίσχυε την κοινωνική περιθωριοποίηση. Οι καθολικές αλλα-γές όμως στον τομέα της εργασίας υπό το πρίσμα των τεχνολογικών εξελί-ξεων και της Ευρωπαϊκής ιδεολογίας μετέβαλλε τη φιλοσοφία του κράτους πρόνοιας. Έτσι, στα προηγμένα κράτη ο επαγγελματικός προσανατολισμός των ατόμων με αναπηρία αποβλέπει στην όσο το δυνατόν ποιοτικότερη ανάπτυξη της προσωπικότητας, στην παροχή ποικίλων μαθησιακών και εμπειρικών ερεθισμάτων και στην πρώιμη παρέμβαση. Στην κατάρτιση των ατόμων με αναπηρία εμπλέκονται τόσο οι σύμβουλοι, όσο και η ευαισθη-τοποιημένη κοινότητα, η οποία διευκολύνει την προσβασιμότητα σε χώ-ρους, ευκαιρίες και πληροφορίες. Το εκπαιδευτικό σύστημα έχει αναδιαρ-θρωθεί, για να διευκολύνει τη σχολική και κοινωνική ενσωμάτωση των ατόμων αυτών. Υπό το πρίσμα αυτό δίνεται έμφαση στην ανταγωνιστικό-τητα των ΑμεΑ και ο κρατικός προστατευτισμός υποχωρεί μπροστά στη σχεδόν ολοκληρωτική αποτυχία του.

4.6. Επαγγελματική αποκατάσταση ατόμων με νοητική καθυ-στέρηση

Η επαγγελματική αποκατάσταση και κατάρτιση των ατόμων με νο-ητική καθυστέρηση εξαρτάται άμεσα από τη βαρύτητα της πάθησης, καθώς και από το αυστηρό πλαίσιο, μέσα στο οποίο αναπτύσσεται το πρόγραμμα επαγγελματικού προσανατολισμού. Οι Hauritz et al. (1980) περιγράφουν ένα πρόγραμμα εκπαίδευσης για άτομα με ελαφρά νοητική καθυστέρηση, που βασίζεται στην αναλυτική και λεπτομερή περιγραφή κάθε δεξιότητας (κοινωνικής, επαγγελματικής κ.λπ.), που πρόκειται να διδαχτεί, στον ακρι-βή καθορισμό της επαλληλίας των στόχων, στη διατύπωση των οδηγιών, ανάλογα με το στάδιο της διαδικασίας, στη διαρκή ενίσχυση και ανατρο-φοδότηση, στον αυστηρό έλεγχο κάθε παρέμβασης, στη χρήση εποπτικών μέσων και διαγραμμάτων για την αποτύπωση της προόδου, στην υπόδυση ρόλων και στη γενικότερη τροποποίηση της συμπεριφοράς.
Οι συνηθέστερες τεχνικές για την ευόδωση της επαγγελματικής κα-τάρτισης είναι τα ομαδικά παιχνίδια, η προσομοίωση καταστάσεων και ε-παγγελματικών τύπων, οι επισκέψεις και η συμμετοχή σε ομαδικές εκδη-λώσεις της κοινότητας, η συζήτηση και η διαχείριση συναισθημάτων, η εξάσκηση στον αυτοέλεγχο, η παρακολούθηση ταινιών και γενικότερα οι αρχές μιας συμπεριφοριστικής παρέμβασης (χρήση κουπονιών, επιλεκτική ενίσχυση, στέρηση αμοιβών κ.λπ.). Δυστυχώς, οι έρευνες δεν έχουν επιβε-βαιώσει ακόμα ποιες επιμέρους τεχνικές είναι περισσότερο αποτελεσματι-κές και ποια η συμβολή τους στη διατήρηση της μάθησης.
Κατά τους Zoeller et. al. (1983), πολλές από τις απόπειρες των α-τόμων με νοητική καθυστέρηση για επαγγελματική αποκατάσταση αποτυγ-χάνουν, επειδή επικρατεί η τάση να αποδίδουν σε εξωγενείς περιβαλλοντι-κούς παράγοντες τη διακοπή της προσπάθειας κι όχι σε εσωτερικά αίτια (σε έλλειψη ελέγχου, σε απογοήτευση, σε θυμό, σε υπερβολικά αρνητική αντί-δραση στην αποτυχία, σε ματαίωση). Παρεμβατικά προγράμματα που βα-σίστηκαν στη συζήτηση και ερμηνεία των αιτιών της αποτυχίας, στην ορθή επανεκτιμησή τους και στην ενίσχυση για περαιτέρω προσπάθεια είχαν στατιστικώς σημαντικά θετικά αποτελέσματα. Ο Lynch (1984) συμπέρανε ότι οι προεπαγγελματικές δεξιότητες πρέπει να αποκτηθούν σε μικρή ηλι-κία και ότι τα συνηθέστερα λάθη δεν αφορούν στην εκτέλεση ενός έργου αυτή καθ’ αυτή, αλλά στην αντίληψη της ακολουθίας των στόχων και της κατανόησης των οδηγιών.
Σύμφωνα με έρευνα των Hasazi et. al. (1985), τα εργασιακά μοτίβα, που εμφανίζονται στο γενικό πληθυσμό, επαναλαμβάνονται και στα δεδο-μένα που αφορούν τα άτομα με νοητική καθυστέρηση: συνήθως απασχο-λείται το διπλάσιο ποσοστό αντρών σε σύγκριση με αυτό των γυναικών, η απασχόληση είναι ευχερέστερη σε αστικές περιοχές, η πρακτική εξάσκηση σε πραγματικές εργασιακές συνθήκες έχει ευεργετικότερα αποτελέσματα από τη θεωρητική εκπαίδευση στην τάξη. Επιλέον, ο συγχρωτισμός των ατόμων με νοητική καθυστέρηση με «κανονικούς μαθητές» επιδρά θετικά στην καλλιέργεια υψηλότερων στόχων, η ανάπτυξη κοινωνικών δεξιοτήτων είναι σύμφυτη με την εύρεση και διατήρηση της εργασίας, η υποστήριξη από εργοδότες – συναδέλφους είναι καθοριστική και τέλος τα αποτελέσμα-τα εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την κοινωνική συγκυρία και την πολι-τική βούληση. Τα σημαντικά πρόσωπα, που μπορούν να ανήκουν στα υπο-στηρικτικά δίκτυα και καθορίζουν την αποτελεσματικότητα των προσπα-θειών για επαγγελματική αποκατάσταση είναι οι γονείς και συγγενείς, οι φίλοι, οι εκπαιδευτικοί, οι εργαζόμενοι στην ψυχική υγεία και οι σύμβου-λοι επαγγελματικού προσανατολισμού. Τα κοινωνικά δίκτυα είναι συνήθως πιο δραστήρια για την εξεύρεση απασχόλησης, απ’ ό,τι οι οργανωμένες κρατικές υπηρεσίες, γεγονός που τα αναγορεύει στο σημαντικότερο κοινω-νικοποιητικό παράγοντα για την ομαλή ένταξη των ατόμων αυτών.
Οι Kortering & Edgar (1988) διαπίστωσαν ότι τα μεγαλύτερα πο-σοστά απασχόλησης εμφάνιζαν τα άτομα με μαθησιακές δυσκολίες και με προβλήματα συμπεριφοράς, ακολουθούμενα από τα άτομα με ελαττωματι-κή όραση και ακοή, τα άτομα με ελαφρά νοητική καθυστέρηση, με νευρο-λογικές διαταραχές και τέλος με σοβαρές αναπηρίες. Κατά τους Reiter et.al. (1985), η εργασιακή ικανοποίηση των ατόμων με νοητική καθυστέ-ρηση εξαρτάται από τις συνθήκες εργασίας (χώρος, περιβάλλον, απόσταση από το υποστηρικτικό κέντρο ή την οικογενειακή εστία), τις σχέσεις με τους συναδέλφους, την κουλτούρα της επιχείρησης, την εξέλιξη και τέλος από την αμοιβή. Οι παράγοντες υγιεινής είναι σημαντικότεροι από τους παράγοντες παρώθησης, ενώ γίνεται ολοένα και πιο φανερό σε όλους τους εμπλεκομένους με την επαγγελματική αποκατάσταση των ατόμων αυτών ότι πρέπει να υπάρξει μεγαλύτερη εμπλοκή τους στη λήψη επαγγελματικής απόφασης, είναι ανάγκη να γίνει πιο ευέλικτος συνδυασμός εξωτερικών και εσωτερικών κινήτρων και ότι το κατάλληλο επάγγελμα πρέπει να αντανα-κλά την προσωπικότητα και τις ιδιαιτερότητες των ατόμων αυτών. Συνηθέ-στερα, τα άτομα με νοητική καθυστέρηση απασχολούνται σε προστατευμέ-να εργαστήρια, σε χειρωνακτικά επαγγέλματα (κηπουροί, οικιακά, πλυντή-ρια, κατασκευή χειροτεχνημάτων, κεριών κ.λπ.), χωρίς να μπορεί να υπο-στηριχθεί ότι με τον τρόπο αυτό εκδιπλώνονται τα ταλέντα και η ιδιοσυ-γκρασία τους.
Οι Storey et. al. (1987) θεωρούν ότι η παρατήρηση είναι η καλύτε-ρη μέθοδος για την εκτίμηση της επαγγελματικής ανεξαρτησίας των ατό-μων αυτών και κατασκεύασαν κλείδες, που περιλαμβάνουν συμπεριφορές ενδεικτικές της αυτονομίας και της προοπτικής για τη διατήρηση της εργα-σίας. Είναι σημαντικό το εύρημα ότι τα περισσότερα από τα σημεία αυτά αφορούν κοινωνικές κι όχι τόσο γνωστικές ικανότητες. Από τους Levy et. al. (1992) δηλώνεται ότι το κράτος και οι υπηρεσίες επαγγελματικού προ-σανατολισμού πρέπει να στηριχθούν στους εργοδότες εκείνους, που έχουν εμπειρία απασχόλησης ατόμων με νοητική καθυστέρηση και έχουν ήδη αξιολογήσει θετικά την εργασία τους. Ταυτόχρονα, το ενδιαφέρον πρέπει να στραφεί προς τις τοπικές αγορές, να οργανωθούν έρευνες καταγραφής στάσεων των εργοδοτών και αντιλήψεων της κοινότητας και να δράσουν πολλαπλασιαστικά τα στελέχη και οι αρμόδιοι, που είναι θετικά διακείμε-νοι. Η οικογένεια πρέπει να αφυπνιστεί και να συμμετέχει ενεργά σε κάθε προσπάθεια παρέμβασης και αποκατάστασης.

4.7. Επαγγελματικός προσανατολισμός ατόμων με προβλήματα όρασης

Ο επαγγελματικός προσανατολισμός των ατόμων με προβλήματα όρασης πρέπει να αρχίζει από πολύ μικρή ηλικία, ώστε στην ενηλικίωση να έχουν σε μεγάλο μέρος αρθεί οι περιορισμοί, που επιβάλλει η αναπηρία, και να ανοίξει ο δρόμος για νέες και πιο δημιουργικές επαγγελματικές επι-λογές. Η επισκόπηση των επαγγελμάτων, στα οποία μέχρι σήμερα εκπαι-δεύονται τα άτομα με προβλήματα όρασης, αποδεικνύει την έλλειψη στό-χων του επαγγελματικού προσανατολισμού και τη στενή σύνδεσή του με τα νομιζόμενα όρια της αναπηρίας, που ουσιαστικά αντανακλούν τα κοινωνι-κά στερεότυπα. Λαχειοπώλες, τηλεφωνητές, καθηγητές, ψάλτες και σπα-νιότερα φυσιοθεραπευτές και δικηγόροι είναι τα συνηθέστερα επαγγέλματα των τυφλών, παρά το γεγονός ότι αρκετοί εγγράφονται και ολοκληρώνουν με επιτυχία πανεπιστημιακά τμήματα. Η ατολμία του συμβουλευτικού συ-στήματος επιδεινώνει το άγχος και τη χαμηλή αυτοεκτίμησή τους, ενώ η έλλειψη ενημέρωσης σχετικά με τις δυνατότητες συμπληρώνει το απαισιό-δοξο σκηνικό. Μεγάλο πρόβλημα για την κατάρτιση των τυφλών και την επαγγελματική τους αποκατάσταση αποτελούν τα προβλήματα στη μη λε-κτική επικοινωνία και στην εν γένει εμφάνιση, καθώς και στην ανεπάρκεια κοινωνικών δεξιοτήτων, που εκπορεύονται από ακριβή αυτοαντίληψη και ολοκληρωμένη εικόνα του εαυτού.
Οι μαθητές της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης που έχουν προβλήματα όρασης μπορούν να παρακολουθήσουν τα δύο Ειδικά Δημοτικά Σχολεία:
α) το Κέντρο Εκπαίδευσης και Αποκατάστασης Τυφλών (ΚΕΑΤ) στην Αθήνα,
β) το Ίδρυμα Προστασίας Τυφλών Βόρειας Ελλάδος «Ήλιος» στη Θεσ/νίκη.
Και τα δύο σχολεία υπάγονται στο ΥΠΕΠΘ. To ΚΕΑΤ, πρώην Οί-κος Τυφλών, ιδρύθηκε το 1906 και λειτουργούσε ως φιλανθρωπικό ίδρυμα. To Ίδρυμα Προστασίας Τυφλών Βορείου Ελλάδος «Ήλιος» ιδρύθηκε το 1951 ως φιλανθρωπικό ίδρυμα, από το 1985 είναι Νομικό Πρόσωπο Ιδιω-τικού Δικαίου και εποπτεύεται επίσης από το Υπουργείο Υγείας και Πρό-νοιας. Βασικός σκοπός και των δύο είναι η εκπαίδευση και επιμόρφωση σε όλους τους τομείς ανάπτυξης των τυφλών παιδιών.
Οι μαθητές της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης παρακολουθούν τα κανονικά σχολεία και παράλληλα τους παρέχεται φροντιστηριακή υποστή-ριξη από τα δύο προαναφερθέντα ειδικά σχολεία.
Τέλος, στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, σύμφωνα με το Νόμο του 1979, μπορούν να εισαχθούν οι τυφλοί μαθητές, χωρίς εξετάσεις, σε σχολές που είναι εφικτή η παρακολούθησή τους. Έτσι, οι τυφλοί μαθητές εγγρά-φονται στην πλειοψηφία τους στη Νομική Σχολή, στο τμήμα Ψυχολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής, στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, στα Παιδαγωγικά Τμήματα Δημοτικής Εκπαίδευσης και Νηπιαγωγών.
Πολλοί τυφλοί εργάζονται σε προστατευμένα εργαστήρια, των ο-ποίων τα προϊόντα απορροφώνται στο σύνολό τους από κρατικούς φορείς. Ενώ παλαιότερα αυτό θεωρούνταν κρατική πρόνοια, σήμερα αγγίζει τα ό-ρια της κοινωνικής ελεημοσύνης στερώντας κάθε έννοια ανταγωνιστικότη-τας και αποποιούμενο των εργασιακών κινήτρων και της έμφυτης τάσης του ανθρώπου για εξέλιξη, δημιουργία και καταξίωση, το υποκριτικό κρά-τος θεώρησε ότι εξιλεώθηκε απέναντι στις ιδιαιτερότητες των τυφλών ατό-μων, επειδή γίνεται αγοραστής των προϊόντων που παράγουν. Τα προστα-τευμένα εργαστήρια, αν δε λάβουν τη μορφή κοινωνικών επιχειρήσεων και αν δε δώσουν τη δυνατότητα στο άτομο να αναδιπλώσει την προσωπικότη-τά του, να παραγάγει έργο, που θα κριθεί ισότιμα από την κοινωνία, θα προσανατολίζουν τα άτομα με προβλήματα όρασης στην επετεία και στον κοινωνικό οίκτο. Η παθητικότητα που καλλιεργείται και η χρήση της λέξε-ως «προστατευμένο» περιθωριοποιεί αντί να ενσωματώνει το τυφλό άτομο, απαλλάσσει το κράτος από τις υποχρεώσεις του.
Ο σωστός επαγγελματικός προσανατολισμός ταυτίζεται με την ε-ξάλειψη της ιδιαιτερότητας, που συνεπάγεται η αναπηρία. Ο τυφλός εκπαι-δεύεται στη διεκδικητικότητα, εμπεδώνει το συναίσθημα της αυτοπεποίθη-σης και μαθαίνει να απαιτεί από την αγορά το μερίδιο, που του αξίζει, χω-ρίς να καπηλεύεται τη λύπηση.
Ο σωστός επαγγελματικός προσανατολισμός δεν απευθύνεται μόνο στα τυφλά άτομα, αλλά διευρύνεται στην κοινότητα, είτε με τη μορφή ενη-μέρωσης, είτε με τις αρχές της συστηματικής ευαισθητοποίησης. Αναδει-κνύει τα ταλέντα των τυφλών και στρέφει την ενεργητικότητά τους προς δεξιότητες, που μπορούν να έχουν απήχηση στην κοινωνία. Η σύγχρονη τεχνολογία συμπληρώνει την επαγγελματική συμβουλευτική και απογειώ-νει τις επαγγελματικές επιλογές των τυφλών. Οι μέχρι στιγμής επιδοματι-κές πολιτικές, που έχει υιοθετήσει η κρατική πρόνοια, έχουν σχεδόν ολο-κληρωτικά αποτύχει. Ο επιχειρηματίας ενδιαφερέται κυρίως για το κέρδος και σπάνια έχει τη δυνατότητα να αναπτύξει υποστηρικτικές δομές και επι-χειρήσεις, εάν πριν δεν έχει καλλιεργηθεί η αλλαγή της κουλτούρας προς την εταιρική κοινωνική ευθύνη. Τα τυφλά άτομα μπορούν και πρέπει να διδαχτούν πώς να γίνουν ανταγωνιστικά.
Οι συγγραφείς του παρόντος βιβλίου προτείνουν μια ριζική ανα-διάρθρωση της επαγγελματικής συμβουλευτικής, η οποία μέχρι στιγμής εξέφραζε το πνεύμα ενός πεπαλαιωμένου βιομηχανικού μοντέλου. Η νέα εποχή της πληροφορίας επιτάσσει την ευελιξία, την εξατομίκευση και την ανάδειξη των ατομικών ταλέντων. Η τεχνολογία στέκεται αρωγός στο εγ-χείρημα αυτό και τόσο το κράτος, όσο και οι πολίτες οφείλουν να απε-μπλακούν από την κοινωνική αδράνεια, που οριοθετεί τα τυφλά άτομα από τη γέννησή τους.

4.8. Επαγγελματικός προσανατολισμός κωφών και βαρήκοων ατόμων

Αν και η επαγγελματική κατάρτιση των κωφών και βαρήκοων ατό-μων ακολούθησε με βραδύτερους ρυθμούς την τεχνολογική πρόοδο, σήμε-ρα παρατηρείται μια στροφή προς πιο απαιτητικές επαγγελματικές επιλογές και απόσυρση από τα επαγγέλματα που θεωρούνταν κατάλληλα για το εί-δος αυτό της αναπηρίας. Σύμφωνα με έρευνα του Παιδαγωγικού Ινστιτού-του, τα παιδιά με προβλήματα ακοής δηλώνουν την προτιμήσή τους για επαγγέλματα που σχετίζονται με τον αθλητισμό, την πληροφορική και την τέχνη. Τα κορίτσια επιπροσθέτως προτιμούν κοινωνικά επαγγέλματα. Πα-ράλληλα,η επαγγελματική επιλογή εξαρτάται περισσότερο από κοινωνικο-οικονομικούς και προσωπικούς παράγοντες (αποδοχές, εξέλιξη, κοινωνικο-συναισθηματικό κλίμα στο χώρο εργασίας) και λιγότερο από τους περιορι-σμούς, που επιβάλλει η αναπηρία. Σε γενικές γραμμές, τα κωφά άτομα α-ποδεσμεύονται από την κρατική και οικογενειακή στήριξη και προτιμούν να χαράξουν μόνα τους το δρόμο της επαγγελματικής ολοκλήρωσης, αν και συνειδητοποιούν ότι η ελειμματική ακοή και τα αρνητικά στερεότυπα θα αποτελέσουν εμπόδιο στην εξέλιξή τους. Γενικά, τα κωφά και βαρήκοα άτομα είναι κοινωνικά και δραστήρια. Πολλές φορές επιλέγουν εκπαιδευ-τικά επαγγέλματα (δάσκαλοι νοηματικής γλώσσας κ.λπ.), ενώ η κατάρτισή τους πλέον περιλαμβάνει και εξειδικευμένη θεωρητική προσέγγιση.
Η σχολική επίδοση των κωφών ατόμων παρουσιάζει την ίδια δια-σπορά μ’ αυτή των ακουόντων. Το ίδιο ισχύει και για τις επαγγελματικές προοπτικές. Σκοπός κάθε προγράμματος επαγγελματικού προσανατολι-σμού είναι να καταστήσει τα άτομα αυτά οικονομικώς ανεξάρτητα. Φαίνε-ται όμως ότι βασικότερη αιτία αποτυχίας, πέρα από τα στερεότυπα και τις προκαταλήψεις, είναι η έλλειψη κατάλληλης πληροφόρησης και η πλημμε-λής εκτίμηση των προσωπικών δεξιοτήτων και προσδοκιών. Τα σύγχρονα προγράμματα επαγγελματικού προσανατολισμού έχουν ως πρώτιστο μέλη-μα την εκμάθηση δεξιοτήτων αυτογνωσίας και τρόπων πρόσκτησης πλη-ροφοριών. Σε δεύτερο στάδιο επιχειρείται η γνωριμία με τα κατάλληλα ε-παγγέλματα και η επίσκεψη σε ανάλογους χώρους εργασίας. Τέλος, διδά-σκονται τρόποι εύρεσης εργασίας και τεχνικές διατήρησής της. Παράλλη-λα, αναπτύσσονται θεματικές, όπως ψυχολογία του εργοδότη και του συ-ναδέλφου, τρόποι συμπεριφοράς προς τον πελάτη, διαχείριση προσδοκιών, τεχνικές επικοινωνίας, επίλυση προβλημάτων, λήψη απόφασης, διαχείριση χρόνου και οικονομικών, οικονομικός σχεδιασμός, ασφαλιστικές επιλογές και μακροπρόθεσμος σχεδιασμός. Ταυτόχρονα, τα κωφά άτομα εκπαιδεύο-νται στην αυτόνομη διαβίωση. Τα παραπάνω τα διδάσκονται μέσω βιωμα-τικών ασκήσεων, ανάληψης ρόλων και προσομοίωσης επαγγελμάτων. Στα προγράμματα επαγγελματικού προσανατολισμού συμμετέχουν και οι ενδι-αφερόμενοι εργοδότες, οι οποίοι μαθαίνουν πώς να αντιμετωπίζουν την έμφυτη δυσπιστία για τον κωφό εργαζόμενο, ποιες τροποποιήσεις πρέπει να κάνουν στο περιβάλλον της επιχείρησης (οι οποίες συνήθως δεν έχουν υψηλό κόστος), τι επιδοματικές πολιτικές υπάρχουν και πώς η επιχείρηση θα ωφεληθεί μέσω του κοινωνικού προσώπου που παρουσιάζει. Μαζί με τα κωφά άτομα οι εργοδότες εκπαιδεύονται στους τρόπους που δίνουν οδηγί-ες, και παρακολουθούν σεμινάρια σχετικά με την ηγετική ικανότητα. Σε κάθε περίπτωση πρέπει να αναδειχτεί ο ρόλος του προσωπικού μέντορα – συμβούλου για κάθε κωφό υποψήφιο εργαζόμενο, ο οποίος θα προσφέρει διαρκείς υποστηρικτικές υπηρεσίες τόσο πληροφορικής υφής, όσο και κοι-νωνικο-συναισθηματικής ενίσχυσης. Τα εργασιακά, όπως και τα εκπαιδευ-τικά περιβάλλοντα, πρέπει να είναι έτσι διαμορφωμένα, που να προσφέ-ρουν απρόσκοπτη οπτική επαφή και με τα μέσα εργασίας και με τους συ-ναδέλφους ή πελάτες. Τέλος, πρέπει να τονιστεί ότι η παραδοσιακή αντί-ληψη πως ορισμένα μόνο επαγγέλματα είναι κατάλληλα για τους κωφούς, έχει εδώ και καιρό εγκαταλειφθεί. Τα κωφά άτομα διδάσκονται πλέον πώς να διαχειρίζονται τις εργασιακές δυναμικές, με ποιο τρόπο να διαχειρίζο-νται τη μεταβολή, πώς να προσαρμόζονται και να προσαρμόζουν το περι-βάλλον τους και πώς να αξιοποιούν τη δια βίου μάθηση προς όφελός τους.
Οι κωφοί υποψήφιοι εργαζόμενοι πρέπει να λαμβάνουν υπόψη μια σειρά από προϋποθέσεις, πριν προβούν στο μεγάλο βήμα της επαγγελματι-κής αποκατάστασης και της τεχνικής κατάρτισης. Αυτές είναι:
• Ανάλυση προσωπικών φιλοδοξιών.
• Πληροφορίες για το επάγγελμα.
• Συζήτηση με ειδήμονες και ήδη εργαζόμενους στην ειδικότητα που τους ενδιαφέρει.
• Απαιτήσεις του επαγγέλματος.
• Προηγούμενη εμπειρία του φορέα ή της επιχείρησης με κωφά ά-τομα.
• Απόσταση από τον τόπο κατοικίας.
• Υποστηρικτικές υπηρεσίες για κωφά άτομα στο χώρο εργασίας.
• Απαιτούμενες γραφειοκρατικές διαδικασίες.
• Σύνταξη βιογραφικού και συνοδευτικής επιστολής.
• Συστατικές επιστολές.
• Πληροφορίες για οικονομικές απολαβές.
• Ύπαρξη διερμηνέα ή ηλεκτρονικών τεχνολογιών (email, chat και ειδικά προσαρμοσμένο για κωφά άτομα λογισμικό).
• Βολιδοσκόπηση των προθέσεων και απόψεων της οικογένειας.
Μια ανασκόπηση 13 Αγγλοσαξονικών εμπειρικών ερευνών (Bigman, 1960; Boatner, Stuckless, & Moores, 1964; Christiansen, 1982; El-Khiami, 1993; Grant, Marron, & Welsh, 1981; Grant & Welsh, 1981; Johnson, 1993; Justman & Moskowitz, 1963: Lunde & Bigman, 1959; Mowry, 1986; Schein, 1968; Schein & Delk, 1978; Vescovi, 1973), διαπι-στώνει ότι τα κωφά άτομα δηλώνουν στη συντριπτική τους πλειοψηφία ότι είναι ικανοποιημένα από την εργασία τους. Συνήθως όμως οι εργαζόμενοι που έχουν υψηλότερες βαθμολογίες εργασιακής ικανοποίησης είναι οι βα-ρήκοοι, οι οποίοι διαθέτουν ικανότητα προφορικής γλώσσας (Bigman, 1960).
Οι Grant et. al (1981) θεώρησαν ότι υψηλότερη εργασιακή ικανο-ποίηση έχουν οι κωφοί εργαζόμενοι, που διαθέτουν πτυχίο Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης. Οι Grany και Welsh (1981), αν και κατέληξαν στο συμπέρα-σμα ότι οι άρρενες κωφοί έβρισκαν ευκολότερα απασχόληση, εν τούτοις δήλωναν λιγότερο ικανοποιημένοι σε σύγκριση με τις γυναίκες. Ο El-Khiami (1993) συμπέρανε ότι, όσα κωφά άτομα εργάζονταν σε επαγγέλμα-τα κύρους (μάνατζερς, διοικητές κ.λπ.), είχαν μεγαλύτερη ικανοποίηση από την εργασία σε σύγκριση με αυτούς που ακολουθούσαν τα παραδοσιακά για κωφά άτομα επαγγέλματα.

4.9. Επαγγελματικός προσανατολισμός ατόμων με κινητικές αναπηρίες

Η σταδιοδρομία των ατόμων με κινητικά προβλήματα είναι συνυ-φασμένη με τον όρο «πρόσβαση». Δεν πρέπει να λησμονάται ότι στην κα-τηγορία αυτή των ατόμων με αναπηρία η κούραση επέρχεται ευκολότερα και οι εργασίες χρειάζονται περισσότερο χρόνο, για να ολοκληρωθούν. Στο εργασιακό περιβάλλον πρέπει να εξασφαλιστούν θέσεις σταθμεύσεως, ρά-μπες, ειδικά διαμορφωμένα τηλέφωνα, πόρτες, ανελκυστήρες και τουαλέ-τες, που διευκολύνουν την πρόσβαση με αναπηρικό αμαξίδιο, και υπολογι-στές με ειδικά τοποθετημένο πληκτρολόγιο και ποντίκι. Εάν απαιτείται η χρήση εφαρμογών γραφείου, τότε είναι απαραίτητη η ηλεκτρονική ψηφιο-ποίηση όλων των απαραίτητων εγγράφων και βιβλίων και οι μετατροπείς φωνής σε γραπτό λόγο. Παράλληλα, πρέπει να τηρούνται όλοι οι κανόνες ασφαλείας σε περίπτωση σεισμού και πυρκαγιάς. Ουσιαστικά, πρόκειται για επανασχεδιασμό του χώρου εργασίας, ώστε να καλύπτει τις ιδιαίτερες ανάγκες του κινητικά αναπήρου ατόμου. Παράλληλα, όλοι οι συνάδελφοι πρέπει να εκπαιδευτούν, ώστε να τηρούν τους κανόνες καλής συμπεριφο-ράς προς τον ανάπηρο:

  • Κατά τη διάρκεια μιας συνομιλίας πρέπει να λαμβάνει την κατάλ-ληλη θέση, ώστε να υπάρχει οπτική επαφή και εφόσον κρίνεται απαραίτη-το, και εάν είναι δυνατόν στο ύψος του αναπηρικού αμαξιδίου. Το αναπη-ρικό αμαξίδιο αποτελεί προσωπικό χώρο και γι’ αυτό κανείς δεν πρέπει να το χειρίζεται χωρίς την άδεια του κατόχου.
  • Οι οδηγίες πρέπει να είναι πάντα προφορικές και όχι γραπτές.
  • Πριν παρασχεθεί οποιαδήποτε βοήθεια, πρέπει να υπάρχει συγκα-τάθεση του αναπήρου.
  • Είναι απαραίτητο να τοποθετηθούν πινακίδες, που να πληροφο-ρούν τους αναπήρους σχετικά με την προσβασιμότητα των υπόλοιπων χώ-ρων ενός κτιρίου.
    Να σημειωθεί ότι οι ιδιαιτερότητες των ατόμων με κινητικές ανα-πηρίες καθορίζουν την απόδοσή τους στην εργασία:
    Πολλοί από αυτούς μπορεί να αισθάνονται πόνο, έλλειψη συντονι-σμού και ανεπάρκεια στη λεπτή κινητικότητα. Μερικές φορές τα συμπτώ-ματα γίνονται πολύ έντονα, ενώ άλλλες φορές υποχωρούν. Κάποιοι από αυτούς μπορούν να σηκωθούν και να στηριχθούν, ενώ άλλοι όχι. Σε μερι-κούς η αδυναμία εστιάζεται στα κάτω άκρα, ενώ τα υπόλοιπα μέλη του σώματος λειτουργούν κανονικά. Τέλος, άλλες ανεπάρκειες, όπως δυσκολί-ες στην ακοή, μπορεί να συνοδεύουν την κινητική αναπηρία. Πολλές έρευ-νες έχουν αποδείξει ότι η ζωή των κινητικά αναπήρων διακατέχεται από μεγάλο άγχος, το οποίο επηρεάζει την εργασιακή τους συμπεριφορά. Τέ-λος, υπάρχουν κινητικές αναπηρίες, που δε φαίνονται, όπως η ρευματοει-δής αρθρίτιδα, και οι οποίες, παρόλα αυτά, επιδρούν αρνητικά στην ποιό-τητα ζωής.
    Ο αποκλεισμός των ατόμων με κινητικές αναπηρίες από την αγορά εργασίας και η συνεπακόλουθη περιθωριοποίησή τους είναι αποτέλεσμα της χαμηλής αυτοεκτίμησης, της ημιτελούς εικόνας του σώματος, της ανέ-παρκειας των προνοιακών πολιτικών, της αδιάφορης κοινότητας, αλλά κυ-ρίως οδυνηρό αποκύημα των στερεοτύπων και προκαταλήψεων. Η επίδρα-ση της κινητικής αναπηρίας κατά ένα μεγάλο μέρος δεν οφείλεται στο εί-δος και στο βαθμό της, αλλά στον αντίκτυπό της, στα πρόσωπα του στενού περιβάλλοντος του κινητικά αναπήρου και στην αντίδρασή τους απέναντι σ’ αυτό. Οι ανάπηροι νέοι θεωρούν ότι ένα δημιουργικό επάγγελμα παρέχει ευκαιρίες προσωπικής ανάπτυξης, εξασφαλίζει συναισθηματική ισορροπία και προσφέρει οικονομική και κοινωνική αποδοχή.
    Η εργασία είναι επιτακτική ανάγκη για τα κινητικώς ανάπηρα άτο-μα, ώστε να μην εμπλακούν σ’ έναν φαύλο κύκλο μεμψιμοιρίας, εξάρτησης και αδυναμίας. Οι παράγοντες, που επηρεάζουν την επιλογή επαγγέλματος, προσομοιάζουν εν πολλοίς με αυτούς των μη αναπήρων ατόμων. Πρέπει να τονιστεί ότι ένα σημαντικό ποσοστό των κινητικά αναπήρων αποδίδεται σε τροχαία, εργατικά και άλλα ατυχήματα και αφορά άτομα που ήδη είχαν διαμορφώσει επαγγελματική ταυτότητα.
    Η ειδική αγωγή, κυρίως, αναφέρεται σε αυτά τα άτομα που από τη γέννησή τους ή σε μικρή ηλικία απέκτησαν κάθε είδους κινητική αναπηρία. Πάντως, σε όλες τις περιπτώσεις οι εκπαιδευτικές εμπειρίες, η ετοιμότητά τους να τις δεχτούν, η προσαρμοστικότητα του κοινωνικού περίγυρου και οι ενισχύσεις που θα δεχτούν, παίζουν σημαντικό ρόλο στην τελική επαγ-γελματική επιλογή.
    Μέχρι σήμερα η επαγγελματική συμβουλευτική αφορά στην επιλο-γή και τοποθέτηση σε κάθε επάγγελμα, στην εκπαίδευση και κατάρτιση, στην άσκηση σε κοινωνικοσυναισθηματικές δεξιότητες και τέλος στις προ-σπάθειες για τη διατήρηση του επαγγέλματος. Τα κυριότερα εμπόδια που παρατηρήθηκαν αφορούν ανεπάρκεια του εκπαιδευτικού συστήματος και των ίδιων των εκπαιδευτικών, ακατάλληλα εργασιακά περιβάλλοντα και περιορισμένη στήριξη από εργοδότες και κοινότητα.

4.10. Επαγγελματική αποκατάσταση παιδιών με αυτισμό

Τα άτομα με αυτισμό μπορούν να απασχοληθούν σε εργασίες, που περιλαμβάνουν επαναλαμβανόμενες διαδικασίες ή κινήσεις. Κάποια από αυτά έχουν καλλιτεχνικές δεξιότητες, ασχολούνται με τη ζωγραφική, την καλλιέργεια της γης, πλένουν πιάτα ή ρούχα, κουρδίζουν πιάνα και συμμε-τέχουν σε τυποποιημένες διαδικασίες σε εργοστάσια (γραμμή παραγωγής). Οι δραστηριότητες με τις οποίες μπορούν να απασχοληθούν δημιουργικά είναι η μουσική, το κολύμπι, το ποδήλατο, οι εκδρομές στο φυσικό περι-βάλλον, τα παζλς κ.λπ.
Πρέπει να σημειωθεί ότι κατά την επιλογή επαγγέλματος είναι α-παραίτητο να λαμβάνονται σοβαρά υπόψη τα χαρακτηριστικά των αυτιστι-κών ατόμων. Για παράδειγμα, οι πάσχοντες από το σύνδρομο αυτό μπο-ρούν ευκολότερα να αντιληφθούν το μέρος παρά το όλον. Αυτό τους οδη-γεί σε επαγγέλματα εργαστηρίου ή ερευνητή σε προστατευμένα πλαίσια, σε μουσεία και σε αρχαιολογικούς χώρους.
Η ικανότητα του αυτιστικού να επικεντρώνεται στη λεπτομέρεια και να παρατηρεί οτιδήποτε παρουσιάζει ασυνέχεια ή δεν είναι κατανοητό, το παραμικρό ανακόλουθο στοιχείο ή κάτι που είναι ασύμμετρο και αλλοι-ώνει κάποιο ομαλό μοτίβο, κάνει το αυτιστικό άτομο ιδανικό για παρατη-ρητή μικροσκοπίου ή τηλεσκοπίου. Πραγματικά, τα άτομα αυτά είναι πολύ πιο αποτελεσματικά στο να ανακαλύπτουν αλλοιώσεις κυττάρων ή καινο-φανείς αστέρες από τους περισσότερους από τους συναδέλφους τους.
Ο σύμβουλος του επαγγελματικού προσανατολισμού πρέπει να ε-πικεντρωθεί στις θετικές ιδιότητες, που συνεπάγεται ο αυτισμός, και να συνειδητοποιήσει ότι η σοβαρότητα του συνδρόμου δεν αναιρεί τη μοναδι-κή, ξεχωριστή προσωπικότητα του καθενός. Το πάθος τους για ορισμένες διαδικασίες, η επιμονή στη λεπτομέρεια και η εκπληκτική μνήμη σε κάποι-ους τομείς δε μπορούν να θεωρούνται παρά προσόντα για ένα συγκεκριμέ-νο είδος εργασίας. Το αυτιστικό άτομο μπορεί να εργαστεί στο γραφείο, να ασχοληθεί με μια τυπική και επαναλαμβανόμενη διαδικασία (κλείσιμο φα-κέλων, σφραγίδες, διαχείριση εντύπων), χωρίς να εμπλέκεται σε περίπλο-κες κοινωνικές αλληλεπιδράσεις με τους συναδέλφους. Η παροιμιώδης υ-πομονή και το γεγονός ότι αντλεί ευχαρίστηση από ασχολίες, που οι υπό-λοιποι θεωρούν βαρετές, το κάνει ακόμα παραγωγικότερο.
Η έλλειψη ενδιαφέροντος για κοινωνικές συναναστροφές μπορεί να τον καθιστά ακατάλληλο για δημόσιες σχέσεις και διαφήμιση, του δίνει όμως συγκριτικό πλεονέκτημα για εργασίες που απαιτούν προσωπική, μο-ναχική ενασχόληση. Στα αυτιστικά άτομα αρέσει η φύση, οι γεωργικές ερ-γασίες, οι περιηγήσεις, η περιποίηση λουλουδιών, η κατανόηση των διαφό-ρων ειδών στο ζωϊκό βασίλειο. Η περιβαλλοντική εκπαίδευση είναι ιδανική για τους αυτιστικούς μαθητές και μπορεί να τους οδηγήσει σε επαγγέλμα-τα, στα οποία θα διαπρέψουν.
Διαχειριστές συστημάτων, λάτρεις της ευταξίας και μανιώδεις με τα αντικείμενα που επεξεργάζονται, τα αυτιστικά άτομα σκέφτονται με ει-κόνες και δυσκολεύονται να κατανοήσουν το γλωσσικό κώδικα. Στο φωτο-γραφείο εύκολα μπορούν να φανταστούν ένα δισδιάστατο αντικείμενο ως τρισδιάστατο και με κατάλληλη κατάρτιση μαθαίνουν να χειρίζονται λογι-σμικό επεξεργασίας εικόνων και σχεδιασμού.
Η αυστηρή δομή, η προβλεψιμότητα και η απαρέγκλιτη υπακοή στους κανόνες είναι βασικά στοιχεία, που οδηγούν σε επαγγελματική κα-ταξίωση και χαρακτηριστικά απαραίτητα σε πολλά επαγγέλματα. Παράλ-ληλα, το ενδιαφέρον τους για τα ζώα κι όχι για τους ανθρώπους, μπορεί να τα οδηγήσει να γίνουν φροντιστές σε ζωολογικούς κήπους, σε τσίρκο, σε ιπποδρόμους. Το θρησκευτικό περιβάλλον και η γαλήνη τα ηρεμούν και μπορούν να γίνουν ιδανικοί επιμελητές εκκλησιών, νεωκόροι, παρασκευα-στές κεριών και άλλων αντικειμένων του λατρευτικού τυπικού.
Τα άτομα με αυτισμό και με σύνδρομο Άσπεργκερ διακρίνονται σε δύο κατηγορίες: σε αυτά με υψηλό και σ’ αυτά με χαμηλό επίπεδο νοητικής λειτουργίας. Και στις δύο περιπτώσεις, όμως, η βραχύχρονη μνήμη υπολει-τουργεί, ενώ η μακρόχρονη είναι πιο αποτελεσματική από αυτή των «φυσι-ολογικών ανθρώπων», με αποτέλεσμα, οι αυτιστικοί εργαζόμενοι να μην μπορούν να χειριστούν περίπλοκες εργασίες. Παραδείγματα ακατάλληλων ασχολιών, που απαιτούν φόρτο της βραχυπρόθεσμης μνήμης, είναι: ταμίες, σερβιτόροι, τηλεφωνητές, υπάλληλοι σε ξενοδοχεία, εισπράκτορες κ.λπ.
Μια περαιτέρω διάκριση αφορά στον τρόπο σκέψης: υπάρχουν αυ-τιστικά άτομα, που σκέφτονται κυρίως εικονικά και δε μπορούν να χειρι-στούν λέξεις, αριθμούς και αφηρημένες έννοιες και αυτά που μπορούν ευ-κολότερα να επεξεργαστούν ψηφία, νότες και αριθμούς. Τα κατάλληλα ε-παγγέλματα για την πρώτη κατηγορία (εικονοκή μνήμη) είναι: προγραμμα-τιστές υπολογιστών, φωτογράφοι, σχεδιαστές οργάνων και εργαλείων, μη-χανικοί υπολογιστών, σχεδιαστές ιστοσελίδων, κατασκευαστές παιχνιδιών και videogames, επιδιορθωτές υποδημάτων και ρούχων, τεχνικοί εργαστη-ρίων, αγγειοπλάστες, μηχανικοί αυτοκινήτων κ.λπ.
Τα κατάλληλα επαγγέλματα για τη δεύτερη κατηγορία (επεξεργα-σία ψηφίων) είναι: λογιστές, βιβλιοθηκονόμοι, ταμίες γραμματείς, στατι-στικοί κ.λπ. Για τα αυτιστικά άτομα, για τα οποία δεν έχει αναπτυχθεί η γλωσσική ικανότητα, οι καταλληλότερες απασχολήσεις είναι: γραμμή πα-ραγωγής σε εργοστάσια, βιβλιοθηκάριοι, καθαριστές, κηπουροί, μάγειρες, ανακυκλωτές υλικών κ.λπ.
Σε όλες τις ασχολίες τα αυτιστικά άτομα μπορούν να διακριθούν: πολλοί εικονολήπτες και μοντέρ έπασχαν από αυτισμό, ενώ ως οδηγοί γνωρίζουν κάθε δρόμο της πόλης. Ως λογιστές μπορούν να είναι πολύ α-κριβείς και λεπτομερείς, ενώ ως γραμματείς γνωρίζουν ακριβώς πού βρί-σκεται ταξινομημένο ένα αρχείο ή ένα αντικείμενο. Στις βιβλιοθήκες και στα μουσεία μπορούν να απομνημονεύσουν ολόκληρο το αρχειακό σύστη-μα, ενώ οι νέες τεχνολογίες τους προσφέρουν συγκριτικό πλεονέκτημα έ-ναντι των υπολοίπων, γιατί παρέχουν ευκαιρίες απερίσπαστης εργασίας και αυτοσυγκέντρωσης.
Εν κατακλείδι, οι εργασίες, στις οποίες θα απασχοληθούν άτομα με αυτισμό ή σύνδρομο Άσπεργκερ, πρέπει να έχουν απόλυτα διασαφηνισμέ-νους στόχους και διαδικασίες, να δίνουν έμφαση στα παραγωγικά αποτελέ-σματα κι όχι στην προσωπικότητα του εργαζομένου και να μην χρειάζονται κοινωνικές δεξιότητες. Κατ’ αναλογία, ακαδημαϊκοί τομείς, όπως η Επι-στήμη των Υπολογιστών, η Λογιστική, η Βιβλιοθηκονομία, η Μουσειολο-γία, η Τέχνη και η τεχνική κατάρτιση είναι προσαρμοσμένοι στις δεξιότη-τες και ανάγκες των αυτιστικών, ενώ οι Θεωρητικές και Πολιτικές επιστή-μες, η Διοίκηση Επιχειρήσεων, το Marketing και οι πωλήσεις δε συνάδουν προς τα χαρακτηριστικά και τους περιορισμούς του αυτισμού.
Κλειδί για την επαγγελματική επιτυχία είναι η συνειδητοποίηση των δεξιοτήτων και των αναγκών του αυτιστικού ατόμου. Ο σύμβουλος με φαντασία και υπομονή θα ανακαλύψει σταδιακά τις ιδιαίτερες κλίσεις και με έκπληξη θα καταλάβει ότι κάθε αυτιστικό άτομο είναι φτιαγμένο για κάποιο συγκεκριμένο επάγγελμα. Η παρέμβαση και η συμβουλευτική δια-δικασία πρέπει να ξεκινήσει από την παιδική ηλικία. Οι στόχοι θα είναι ρε-αλιστικοί, αλλά υψηλοί. Η ηττοπάθεια ως απόρροια της σοβαρότητας των συμπτωμάτων του αυτισμού δρα ανασταλτικά. Το αυτιστικό παιδί ίσως δε γίνει αστροναύτης, αλλά μπορεί κάλλιστα να συμπληρώνει αναφορές πτή-σεων στο αεροδρόμιο. Η οργανωτικότητα και η εμμονή σε ορισμένες α-σχολίες οδηγούν στην κατανόηση των προσόντων του. Ο σύμβουλος θα οδηγήσει τον αυτιστικό μαθητή σε εργασιακούς χώρους και θα επιχειρήσει να καταλάβει ποιοι από αυτούς του αρέσουν, ποιοι του κεντρίζουν το ενδι-αφέρον, ποιοι το ηρεμούν. Τα πολύπλοκα ερεθίσματα και τα πολύβοα πε-ριβάλλοντα είναι ακατάλληλα.
Στη συνέχεια το αυτιστικό παιδί θα διδαχτεί ότι η εργασία περι-λαμβάνει πολύ περισσότερα από την επιτέλεση ορισμένων καθηκόντων: τήρηση ωραρίων, εκτέλεση οδηγιών, γνώση κανόνων ασφαλείας και συ-μπεριφοράς, σχέσεις με συναδέλφους.
Σκοπός της επαγγελματικής συμβουλευτικής για τα αυτιστικά άτο-μα είναι η δημιουργία ενός εξατομικευμένου στρατηγικού σχεδίου απα-σχόλησης και η απόκτηση εμπειρίας μέσω πρακτικής άσκησης, παράλληλα με την επίσημη εκπαίδευση. Ταυτόχρονα, έμφαση δίνεται στην αφύπνιση της κοινότητας, στην ενημέρωση των εργοδοτών, που συνήθως αγνοούν την έννοια του αυτισμού και στην καλύτερη περίπτωση τη συγχέουν με κάποια μορφή βαριάς και ανίατης νοητικής καθυστέρησης.
Ο πιο ανασταλτικός παράγοντας για τους μαθητές με αυτιστικό σύνδρομο είναι οι φόβοι και οι λιποψυχίες των γονέων τους. Ο σύμβουλος οφείλει να περιλάβει στην παρέμβασή του την οικογένεια και να τη μεταλ-λάξει στο πιο αποτελεσματικό υποστηρικτικό πλαίσιο.
Για την επαγγελματική συμβουλευτική των αυτιστικών ατόμων α-παιτείται ο εκπαιδευτικός – σύμβουλος να διαθέτει εξειδικευμένες γνώσεις σχετιζόμενες με το ειδικότερο πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο μαθητής, αλ-λά και ευρύτερη γνώση των δυνατοτήτων και των αναγκών των μαθητών αυτών, ώστε να είναι ικανός να οδηγήσει τη συμβουλευτική διαδικασία αρχικά στην αντιστάθμιση των συναισθημάτων μειονεξίας, απομόνωσης και απόσυρσης, που πιθανόν να υπάρχουν, και σε δεύτερο επίπεδο να προ-σπαθήσει να επανεντάξει τους μαθητές, ώστε να αναπτύξουν την επαγγελ-ματική τους προοπτική κατά τρόπο, που να συνάδει με την αξιοποίηση του ξεχωριστού δυναμικού, που οι ίδιοι διαθέτουν.
Ειδικότερα, ιδιαίτερη έμφαση θα πρέπει επιμεριστικά να δοθεί:
Στην ανάπτυξη της αυτογνωσίας των μαθητών αυτών και ειδικότερα στη στήριξή τους αναφορικά με την προσπάθεια που καταβάλλουν για τον εντοπισμό και την ανάπτυξη του δυναμικού τους, των ικανοτήτων και δεξι-οτήτων τους, των αξιών, των ενδιαφερόντων και της προσωπικότητάς τους ως μιας ψυχικής, νοητικής και συναισθηματικής ολότητας.
Στην πληροφόρηση. Με τον όρο πληροφόρηση εννοούμε ολόκληρη τη διαδικασία αναζήτησης, επεξεργασίας και επιλογής του πληροφοριακού υλικού, που χρειάζονται οι μαθητές, ώστε να έχουν την καλύτερη δυνατή πρόσβαση στις εκπαιδευτικές και επαγγελματικές πληροφορίες, που κατα-κλύζουν τις σύγχρονες κοινωνίες (ΥΠΕΠΘ, 1999).
Στη λήψη απόφασης. Η λήψη αποφάσεων, προσωπικών και επαγ-γελματικών, είναι μία σύνθετη, αλλά και εξελικτική αναπτυξιακή διαδικα-σία, μέσα από την οποία ο μαθητής μαθαίνει να παίρνει αποφάσεις, που αφορούν στην επαγγελματική σταδιοδρομία (αλλά και στην ίδια του τη ζωή), κατά τρόπο ώριμο και ικανοποιητικό (Σόφτη-Μπεσμπέα, 1985).
Στη μετάβαση. Η μετάβαση στον εργασιακό κόσμο είναι μία σημα-ντική πτυχή της προετοιμασίας των νέων ανθρώπων για την ομαλή και δυ-ναμική τους ένταξη στην επαγγελματική, κοινωνική και οικονομική ζωή. Στοχεύει στην ενδυνάμωση της ικανότητας της δράσης, που θα βοηθήσει το μελλοντικό επαγγελματία να αποκτήσει εργασιακή θέση και να αναπτύ-ξει τις σωστές δεξιότητες, που θα τον οδηγήσουν σε επιτυχείς κινήσεις, ό-ταν θα επιθυμήσει αλλαγή του εργασιακού του χώρου.
Στην εφηβεία ο μαθητής με υψηλό λειτουργικό αυτισμό είναι κοινωνικά περιθωριοποιημένος παρουσιάζοντας έντονη μοναχικότητα. Γι’ αυτό οι σύμβουλοι και οι εκπαιδευτικοί πρέπει να κατευθύνουν αυτούς τους μαθητές σε μία αυξανόμενη συμμετοχή στις εκπαιδευτικές διαδικασίες της επαγγελματικής μετάβασης.
Τη μετάβαση του ατόμου ακολουθεί η επαγγελματική τοποθέτηση στην αγορά εργασίας. Η τοποθέτηση αποτελεί ένα ιδιαίτερο κομμάτι της συμβουλευτικής της αποκατάστασης των αυτιστικών ατόμων με μεγάλη λειτουργικότητα. Ο σύμβουλος ανιχνεύει και διερευνά τις επαγγελματικές προτιμήσεις του ατόμου και το φάσμα των ενδιαφερόντων του, καθορίζει τα εφικτά επαγγέλματα και ενδυναμώνει τον ενδιαφερόμενο να διαλέξει ένα επάγγελμα σύμφωνα με τις γνώσεις και τις δυνατότητές του. Η διαδι-κασία του επαγγελματικού προσανατολισμού επικεντρώνεται στην ενδυνά-μωση των κοινωνικών δεξιοτήτων και στη διδασκαλία εργασιακών συμπε-ριφορών (Τζέπογλου & Σιδηροπούλου, 1998).

Ευστράτιος Παπάνης, Αγνή Βίκη, Παναγιώτης Γιαβρίμης

Ειδησεογραφικός, Ενημερωτικός, Ιστότοπος με σεβασμό στην αμερόληπτη ευρεία παρουσίαση των γεγονότων. Έγκυρη και έγκαιρη καθημερινή ενημέρωση!

 

 online mediaΜέλος του μητρώου
 ONLINE MEDIA
  Επικοινωνία

 

Διαγωνισμός

diagonismoi prosexos