Παρά τις αρνητικές επιπτώσεις, υπήρξε έμπρακτη αλληλεγγύη και οι Έλληνες βρήκαν τρόπους διαχείρισης της καραντίνας
Στρες, μοναξιά και θυμό βίωσαν οι Έλληνες κατά τη διάρκεια της πανδημίας του κορωνοϊού, αλλά βρήκαν τρόπους να διαχειριστούν την καραντίνα και εν τέλει δηλώνουν ικανοποιημένοι από τις κυβερνητικές αποφάσεις, σύμφωνα με ενδιάμεσα αποτελέσματα από τη Παγκόσμια Μελέτη Υγείας και Λειτουργικότητας σε Περιόδους Μεταδοτικών Λοιμώξεων (Μελέτη COH-FIT), στην οποία συμμετέχει και η χώρα μας.
Η Μελέτη COH-FIT είναι μία μεγάλη, διεθνής έρευνα για το γενικό πληθυσμό όλων των χωρών που πλήττονται από την πανδημία της νόσου COVID-19 και έχει στόχο τη διερεύνηση παραγόντων που επηρεάζουν τη σωματική και ψυχική υγεία σε καιρούς μεταδοτικών λοιμώξεων και περιοριστικών μέτρων (π.χ. περιορισμός κυκλοφορίας, κοινωνική αποστασιοποίηση, καραντίνα) και την αναγνώριση προστατευτικών παραγόντων που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην ανάπτυξη στρατηγικών πρόληψης και παρέμβασης κατά την πανδημία αλλά και μελλοντικά, σε περίπτωση εμφάνισης άλλων καταστάσεων πανδημίας.
Το ερευνητικό αυτό εγχείρημα προωθείται στην Ελλάδα από την Β' Πανεπιστημιακή Ψυχιατρική Κλινική του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ) σε συνεργασία με πάνω από 200 ερευνητές σε ερευνητικούς φορείς και πανεπιστήμια τουλάχιστον 40 χωρών ανά την υφήλιο και υπό την αιγίδα μεγάλου αριθμού εθνικών και διεθνών επιστημονικών οργανισμών.
Τι δείχνει το ελληνικό σκέλος της έρευνας
Στο ελληνικό σκέλος, λοιπόν, που πραγματοποιείται από τον κ. Βασίλειο Μποζίκα, Καθηγητή Ψυχιατρικής, Διευθυντή της Β' Πανεπιστημιακής Ψυχιατρικής Κλινικής ΑΠΘ (με τη συμμετοχή του Αγοραστού Θ. Αγοραστού, MD, MSc, PhD, Επίκουρου Καθηγητή Ψυχιατρικής, Β' Πανεπιστημιακή Ψυχιατρική Κλινική ΑΠΘ, της Έλενας Δραγκιώτη, BSc, MSc, PhD, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο της Σουηδίας και του Κωνσταντίνου Τσαμάκη, MD, MSc, PhD, MRCPsych, Ψυχιάτρου, Επισκέπτη Ερευνητή στο Βασιλικό Κολέγιο, Ινστιτούτο Ψυχιατρικής, Ψυχολογίας και Νευροεπιστήμης του Λονδίνου), έλαβαν μέρος συνολικά 7.467 άτομα, μέχρι τώρα με την μέγιστη πλειοψηφία των απαντήσεων να αφορά το διάστημα από 26/4/2020 ως το τέλος Ιουνίου. Η διάμεση ηλικία των Ελλήνων που απάντησε στη συγκεκριμένη έρευνα ήταν 41 έτη. Στην έρευνα συμμετείχαν περισσότερες γυναίκες από ότι άνδρες (74% έναντι 26%). Η διάμεση ηλικία των γυναικών ήταν 40 έτη και των ανδρών 42 έτη.
Όπως εξηγεί στο protothema.gr και το ygeiamou.gr ο κ. Μποζίκας, «τα προκαταρκτικά αποτελέσματα δείχνουν τις άμεσες ψυχοκοινωνικές επιπτώσεις του πρώτου κύματος της πανδημίας και τους τρόπους διαχείρισης του. Αρνητικές επιπτώσεις (στρες, θυμός, μοναξιά) αλλά και έμπρακτη αλληλεγγύη και θετικές επιλογές διαχείρισης ενός πρωτόγνωρου, για τα σύγχρονα δεδομένα, ψυχοπιεστικού παράγοντα που παραμένει ενεργός και επικίνδυνος. Οι μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες συνέπειες της πανδημίας στην ψυχική υγεία και ευεξία θα είναι αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης της έντασης και της διάρκειας των αρνητικών επιπτώσεων με την προστατευτική επίδραση που ασκούν οι θετικές καθημερινές επιλογές διαχείρισης».
Στρες, θυμό και μοναξιά έφερε η πανδημία
Ειδικότερα η μελέτη δείχνει ότι, η μέγιστη πλειοψηφία των συμμετεχόντων (72%) ανέφεραν επιδείνωση του στρες τις τελευταίες 2 εβδομάδες συγκριτικά με το ανάλογο διάστημα πριν την πανδημία. Ποσοστό 21% ανέφερε μικρές αλλαγές των επιπέδων του στρες και 7% βελτίωση των επιπέδων του στρες. Δεν βρέθηκαν διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναικών στα ποσοστά επιδείνωσης του στρες, αν και όσο αφορά τα ποσοστά βελτίωσης των επιπέδων του στρες αυτά ήταν μεγαλύτερα στις γυναίκες από ότι στους άνδρες (12% έναντι 9%).
Δεν βρέθηκαν ιδιαίτερες διαφορές μεταξύ των νέων (18-39 έτη) και των ατόμων μέσης ηλικίας (40-64 έτη) στα ποσοστά αύξησης (55%), μείωσης (36% έναντι 33%) ή μικρής μεταβολής των επιπέδων στρες (9% έναντι 12%). Οι ηλικιωμένοι (άνω των 65 ετών), όμως, παρουσίασαν το υψηλότερο ποσοστό επιδείνωσης των επιπέδων του στρες (96%).
Όσον αφορά την μοναξιά, πάλι οι περισσότεροι συμμετέχοντες (70%) στην έρευνα ανέφεραν επιδείνωση τις τελευταίες 2 εβδομάδες συγκριτικά με το ανάλογο διάστημα πριν την πανδημία. Ποσοστό 27% ανέφερε μικρές αλλαγές των επιπέδων του μοναξιάς και 3% βελτίωση των επιπέδων μοναξιάς. Δεν βρέθηκαν διαφορές στα ποσοστά επιδείνωσης, μείωσης ή μη ουσιαστικών μεταβολών μεταξύ των δύο φύλων. Οι νεαροί ενήλικες (18-39 έτη) ανέφεραν μεγαλύτερα ποσοστά επιδείνωσης της μοναξιάς συγκριτικά με τους ενήλικές μέσης ηλικίας (40-64 έτη). Οι ηλικιωμένοι (άνω των 65 ετών) παρουσίασαν το υψηλότερο ποσοστό επιδείνωσης των επιπέδων της μοναξιάς (96%).
Όσον αφορά τον θυμό, 71% των συμμετεχόντων παρουσίασαν επιδείνωση τις τελευταίες 2 εβδομάδες συγκριτικά με το ανάλογο διάστημα πριν την πανδημία. Ποσοστό 26% ανέφερε μικρές αλλαγές των επιπέδων του θυμού και 3% βελτίωση των επιπέδων θυμού. Βρέθηκαν διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναικών στα ποσοστά μικρών αλλαγών του θυμού (42% έναντι 39%) αλλά όχι στα ποσοστά επιδείνωσης ή μείωσης των επιπέδων του θυμού. Η ποσοστά επιδείνωσης του θυμού ήταν υψηλότερα στους ηλικιωμένους (96%) αλλά και στους νέους (57%) συγκριτικά με τα άτομα μέσης ηλικίας (53%).
Η κοινωνικά επωφελής συμπεριφορά (π.χ. δώσατε χρήματα/πράγματα/φαγητό σε άτομα που έχουν ανάγκη ή ψωνίσατε για κάποιον άλλο ή βοηθήσατε κάποιον που είναι άρρωστος -όχι ως μέρος της εργασίας σας- ή προσέξατε/φροντίσατε τα παιδιά κάποιου άλλου) βελτιώθηκε στο 66% των συμμετεχόντων, 26% είχε μικρές αλλαγές και στο 1% παρατηρήθηκε επιδείνωσή της τις τελευταίες 2 εβδομάδες συγκριτικά με το ανάλογο διάστημα πριν την πανδημία. Δεν υπήρχαν ιδιαίτερες διαφορές μεταξύ των δύο φύλων αν και οι άνδρες παρουσίασαν κάπως πιο αυξημένα ποσοστά βελτίωσης της κοινωνικά επωφελούς συμπεριφοράς (43%) έναντι των γυναικών (40%). Δεν βρέθηκαν διαφορές στα ποσοστά βελτίωσης της κοινωνικά επωφελούς συμπεριφοράς μεταξύ των νεαρών ενηλίκων και των ατόμων μέσης ηλικίας, ενώ οι ηλικιωμένοι βελτίωσαν την κοινωνικά επωφελή συμπεριφορά τους σε ποσοστό 96%.
Ικανοποιημένοι από τις κυβερνητικές αποφάσεις
Το 98% του ελληνικού δείγματος δήλωσε ικανοποιημένο (βαθμολογία πάνω από 60 στα 100) με τις κυβερνητικές αποφάσεις. Δεν υπήρχαν διαφορές μεταξύ των δύο φύλων.
Εντούτοις, όσον αφορά τις ηλικιακές ομάδες, οι νεαροί ενήλικες ήταν λιγότερο ικανοποιημένοι με την κυβέρνηση (διάμεση βαθμολογία 63) έναντι των ατόμων μέσης ηλικίας (διάμεση βαθμολογία 73) και των ηλικιωμένων (διάμεση βαθμολογία 86) .
Αύξηση της χρήσης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης
Κατά τη διάρκεια της πανδημίας αναφέρθηκε αύξηση του χρόνου χρήσης του ίντερνετ, των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και των ΜΜΕ από το 85% των Ελλήνων συμμετεχόντων στην έρευνα. Αυτή η αύξηση ήταν μεγαλύτερη στις γυναίκες συγκριτικά με αυτή των ανδρών (77% έναντι 72%).
Η χρήση του ίντερνετ, των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και των ΜΜΕ αυξήθηκε σε όλες τις ηλικιακές ομάδες αλλά ήταν μεγαλύτερη στους νεαρούς ενήλικες (81%) και στους ηλικιωμένους (98%) έναντι των ατόμων μέσης ηλικίας (72%).
Πώς αντιμετώπισαν την πανδημία οι Έλληνες
Οι πιο αποτελεσματικές στρατηγικές αντιμετώπισης της πανδημίας ήταν η άσκηση ή το περπάτημα (63%), η χρήση του διαδικτύου (61%), τα χόμπι (61%), η άμεση κοινωνική επαφή ή συναναστροφή (60%), η μελέτη ή η μάθηση κάτι νέου (49%), τα κοινωνικά μέσα δικτύωσης και οι κοινωνικές συναναστροφές από απόσταση (48%), η εργασία στο χώρο ή στο σπίτι (42%), η ενημέρωση για την πανδημία COVID-19 (41%), τα ΜΜΕ (41%), ο χρόνος με ένα κατοικίδιο (36%), καθώς και η σωματική εγγύτητα και η σεξουαλική δραστηριότητα (36%). Άλλες στρατηγικές διαχείρισης, όπως η χρήση αλκοόλ ή ουσιών και τα συνταγογραφούμενα φάρμακα, είχαν πολύ μικρά ποσοστά.
Για τους άνδρες οι πιο αποτελεσματικές στρατηγικές διαχείρισης της πανδημίας ήταν η χρήση του διαδικτύου (61%), η άσκηση ή το περπάτημα (59%), τα χόμπι (56%) και η άμεση κοινωνική επαφή ή η συναναστροφή (55%). Για τις γυναίκες οι πιο αποτελεσματικές στρατηγικές διαχείρισης της πανδημίας ήταν η άσκηση ή το περπάτημα (64%), η άμεση κοινωνική επαφή ή συναναστροφή (62%), η χρήση του διαδικτύου (61%) και τα κοινωνικά μέσα δικτύωσης και οι κοινωνικές συναναστροφές από απόσταση (51%).
Για τους νεαρούς ενήλικες οι πιο αποτελεσματικές στρατηγικές διαχείρισης ήταν η άμεση κοινωνική επαφή ή συναναστροφή (65%), η άσκηση ή το περπάτημα (65%), τα χόμπι (65%) και η χρήση του διαδικτύου (62%). Για τα άτομα μέσης ηλικίας οι πιο αποτελεσματικές στρατηγικές διαχείρισης ήταν η άσκηση ή το περπάτημα (62%), η χρήση του διαδικτύου (60%) και η άμεση κοινωνική επαφή ή συναναστροφή (57%). Για τους ηλικιωμένους οι πιο αποτελεσματικές στρατηγικές διαχείρισης ήταν η άσκηση ή το περπάτημα (58%) και η άμεση κοινωνική επαφή ή συναναστροφή (47%).
Η Μελέτη COH-FIT είναι μία μεγάλη, διεθνής έρευνα για το γενικό πληθυσμό όλων των χωρών που πλήττονται από την πανδημία της νόσου COVID-19 και έχει στόχο τη διερεύνηση παραγόντων που επηρεάζουν τη σωματική και ψυχική υγεία σε καιρούς μεταδοτικών λοιμώξεων και περιοριστικών μέτρων (π.χ. περιορισμός κυκλοφορίας, κοινωνική αποστασιοποίηση, καραντίνα) και την αναγνώριση προστατευτικών παραγόντων που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην ανάπτυξη στρατηγικών πρόληψης και παρέμβασης κατά την πανδημία αλλά και μελλοντικά, σε περίπτωση εμφάνισης άλλων καταστάσεων πανδημίας.
Το ερευνητικό αυτό εγχείρημα προωθείται στην Ελλάδα από την Β' Πανεπιστημιακή Ψυχιατρική Κλινική του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ) σε συνεργασία με πάνω από 200 ερευνητές σε ερευνητικούς φορείς και πανεπιστήμια τουλάχιστον 40 χωρών ανά την υφήλιο και υπό την αιγίδα μεγάλου αριθμού εθνικών και διεθνών επιστημονικών οργανισμών.
Τι δείχνει το ελληνικό σκέλος της έρευνας
Στο ελληνικό σκέλος, λοιπόν, που πραγματοποιείται από τον κ. Βασίλειο Μποζίκα, Καθηγητή Ψυχιατρικής, Διευθυντή της Β' Πανεπιστημιακής Ψυχιατρικής Κλινικής ΑΠΘ (με τη συμμετοχή του Αγοραστού Θ. Αγοραστού, MD, MSc, PhD, Επίκουρου Καθηγητή Ψυχιατρικής, Β' Πανεπιστημιακή Ψυχιατρική Κλινική ΑΠΘ, της Έλενας Δραγκιώτη, BSc, MSc, PhD, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο της Σουηδίας και του Κωνσταντίνου Τσαμάκη, MD, MSc, PhD, MRCPsych, Ψυχιάτρου, Επισκέπτη Ερευνητή στο Βασιλικό Κολέγιο, Ινστιτούτο Ψυχιατρικής, Ψυχολογίας και Νευροεπιστήμης του Λονδίνου), έλαβαν μέρος συνολικά 7.467 άτομα, μέχρι τώρα με την μέγιστη πλειοψηφία των απαντήσεων να αφορά το διάστημα από 26/4/2020 ως το τέλος Ιουνίου. Η διάμεση ηλικία των Ελλήνων που απάντησε στη συγκεκριμένη έρευνα ήταν 41 έτη. Στην έρευνα συμμετείχαν περισσότερες γυναίκες από ότι άνδρες (74% έναντι 26%). Η διάμεση ηλικία των γυναικών ήταν 40 έτη και των ανδρών 42 έτη.
Όπως εξηγεί στο protothema.gr και το ygeiamou.gr ο κ. Μποζίκας, «τα προκαταρκτικά αποτελέσματα δείχνουν τις άμεσες ψυχοκοινωνικές επιπτώσεις του πρώτου κύματος της πανδημίας και τους τρόπους διαχείρισης του. Αρνητικές επιπτώσεις (στρες, θυμός, μοναξιά) αλλά και έμπρακτη αλληλεγγύη και θετικές επιλογές διαχείρισης ενός πρωτόγνωρου, για τα σύγχρονα δεδομένα, ψυχοπιεστικού παράγοντα που παραμένει ενεργός και επικίνδυνος. Οι μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες συνέπειες της πανδημίας στην ψυχική υγεία και ευεξία θα είναι αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης της έντασης και της διάρκειας των αρνητικών επιπτώσεων με την προστατευτική επίδραση που ασκούν οι θετικές καθημερινές επιλογές διαχείρισης».
Στρες, θυμό και μοναξιά έφερε η πανδημία
Ειδικότερα η μελέτη δείχνει ότι, η μέγιστη πλειοψηφία των συμμετεχόντων (72%) ανέφεραν επιδείνωση του στρες τις τελευταίες 2 εβδομάδες συγκριτικά με το ανάλογο διάστημα πριν την πανδημία. Ποσοστό 21% ανέφερε μικρές αλλαγές των επιπέδων του στρες και 7% βελτίωση των επιπέδων του στρες. Δεν βρέθηκαν διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναικών στα ποσοστά επιδείνωσης του στρες, αν και όσο αφορά τα ποσοστά βελτίωσης των επιπέδων του στρες αυτά ήταν μεγαλύτερα στις γυναίκες από ότι στους άνδρες (12% έναντι 9%).
Δεν βρέθηκαν ιδιαίτερες διαφορές μεταξύ των νέων (18-39 έτη) και των ατόμων μέσης ηλικίας (40-64 έτη) στα ποσοστά αύξησης (55%), μείωσης (36% έναντι 33%) ή μικρής μεταβολής των επιπέδων στρες (9% έναντι 12%). Οι ηλικιωμένοι (άνω των 65 ετών), όμως, παρουσίασαν το υψηλότερο ποσοστό επιδείνωσης των επιπέδων του στρες (96%).
Όσον αφορά την μοναξιά, πάλι οι περισσότεροι συμμετέχοντες (70%) στην έρευνα ανέφεραν επιδείνωση τις τελευταίες 2 εβδομάδες συγκριτικά με το ανάλογο διάστημα πριν την πανδημία. Ποσοστό 27% ανέφερε μικρές αλλαγές των επιπέδων του μοναξιάς και 3% βελτίωση των επιπέδων μοναξιάς. Δεν βρέθηκαν διαφορές στα ποσοστά επιδείνωσης, μείωσης ή μη ουσιαστικών μεταβολών μεταξύ των δύο φύλων. Οι νεαροί ενήλικες (18-39 έτη) ανέφεραν μεγαλύτερα ποσοστά επιδείνωσης της μοναξιάς συγκριτικά με τους ενήλικές μέσης ηλικίας (40-64 έτη). Οι ηλικιωμένοι (άνω των 65 ετών) παρουσίασαν το υψηλότερο ποσοστό επιδείνωσης των επιπέδων της μοναξιάς (96%).
Όσον αφορά τον θυμό, 71% των συμμετεχόντων παρουσίασαν επιδείνωση τις τελευταίες 2 εβδομάδες συγκριτικά με το ανάλογο διάστημα πριν την πανδημία. Ποσοστό 26% ανέφερε μικρές αλλαγές των επιπέδων του θυμού και 3% βελτίωση των επιπέδων θυμού. Βρέθηκαν διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναικών στα ποσοστά μικρών αλλαγών του θυμού (42% έναντι 39%) αλλά όχι στα ποσοστά επιδείνωσης ή μείωσης των επιπέδων του θυμού. Η ποσοστά επιδείνωσης του θυμού ήταν υψηλότερα στους ηλικιωμένους (96%) αλλά και στους νέους (57%) συγκριτικά με τα άτομα μέσης ηλικίας (53%).
Η κοινωνικά επωφελής συμπεριφορά (π.χ. δώσατε χρήματα/πράγματα/φαγητό σε άτομα που έχουν ανάγκη ή ψωνίσατε για κάποιον άλλο ή βοηθήσατε κάποιον που είναι άρρωστος -όχι ως μέρος της εργασίας σας- ή προσέξατε/φροντίσατε τα παιδιά κάποιου άλλου) βελτιώθηκε στο 66% των συμμετεχόντων, 26% είχε μικρές αλλαγές και στο 1% παρατηρήθηκε επιδείνωσή της τις τελευταίες 2 εβδομάδες συγκριτικά με το ανάλογο διάστημα πριν την πανδημία. Δεν υπήρχαν ιδιαίτερες διαφορές μεταξύ των δύο φύλων αν και οι άνδρες παρουσίασαν κάπως πιο αυξημένα ποσοστά βελτίωσης της κοινωνικά επωφελούς συμπεριφοράς (43%) έναντι των γυναικών (40%). Δεν βρέθηκαν διαφορές στα ποσοστά βελτίωσης της κοινωνικά επωφελούς συμπεριφοράς μεταξύ των νεαρών ενηλίκων και των ατόμων μέσης ηλικίας, ενώ οι ηλικιωμένοι βελτίωσαν την κοινωνικά επωφελή συμπεριφορά τους σε ποσοστό 96%.
Ικανοποιημένοι από τις κυβερνητικές αποφάσεις
Το 98% του ελληνικού δείγματος δήλωσε ικανοποιημένο (βαθμολογία πάνω από 60 στα 100) με τις κυβερνητικές αποφάσεις. Δεν υπήρχαν διαφορές μεταξύ των δύο φύλων.
Εντούτοις, όσον αφορά τις ηλικιακές ομάδες, οι νεαροί ενήλικες ήταν λιγότερο ικανοποιημένοι με την κυβέρνηση (διάμεση βαθμολογία 63) έναντι των ατόμων μέσης ηλικίας (διάμεση βαθμολογία 73) και των ηλικιωμένων (διάμεση βαθμολογία 86) .
Αύξηση της χρήσης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης
Κατά τη διάρκεια της πανδημίας αναφέρθηκε αύξηση του χρόνου χρήσης του ίντερνετ, των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και των ΜΜΕ από το 85% των Ελλήνων συμμετεχόντων στην έρευνα. Αυτή η αύξηση ήταν μεγαλύτερη στις γυναίκες συγκριτικά με αυτή των ανδρών (77% έναντι 72%).
Η χρήση του ίντερνετ, των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και των ΜΜΕ αυξήθηκε σε όλες τις ηλικιακές ομάδες αλλά ήταν μεγαλύτερη στους νεαρούς ενήλικες (81%) και στους ηλικιωμένους (98%) έναντι των ατόμων μέσης ηλικίας (72%).
Πώς αντιμετώπισαν την πανδημία οι Έλληνες
Οι πιο αποτελεσματικές στρατηγικές αντιμετώπισης της πανδημίας ήταν η άσκηση ή το περπάτημα (63%), η χρήση του διαδικτύου (61%), τα χόμπι (61%), η άμεση κοινωνική επαφή ή συναναστροφή (60%), η μελέτη ή η μάθηση κάτι νέου (49%), τα κοινωνικά μέσα δικτύωσης και οι κοινωνικές συναναστροφές από απόσταση (48%), η εργασία στο χώρο ή στο σπίτι (42%), η ενημέρωση για την πανδημία COVID-19 (41%), τα ΜΜΕ (41%), ο χρόνος με ένα κατοικίδιο (36%), καθώς και η σωματική εγγύτητα και η σεξουαλική δραστηριότητα (36%). Άλλες στρατηγικές διαχείρισης, όπως η χρήση αλκοόλ ή ουσιών και τα συνταγογραφούμενα φάρμακα, είχαν πολύ μικρά ποσοστά.
Για τους άνδρες οι πιο αποτελεσματικές στρατηγικές διαχείρισης της πανδημίας ήταν η χρήση του διαδικτύου (61%), η άσκηση ή το περπάτημα (59%), τα χόμπι (56%) και η άμεση κοινωνική επαφή ή η συναναστροφή (55%). Για τις γυναίκες οι πιο αποτελεσματικές στρατηγικές διαχείρισης της πανδημίας ήταν η άσκηση ή το περπάτημα (64%), η άμεση κοινωνική επαφή ή συναναστροφή (62%), η χρήση του διαδικτύου (61%) και τα κοινωνικά μέσα δικτύωσης και οι κοινωνικές συναναστροφές από απόσταση (51%).
Για τους νεαρούς ενήλικες οι πιο αποτελεσματικές στρατηγικές διαχείρισης ήταν η άμεση κοινωνική επαφή ή συναναστροφή (65%), η άσκηση ή το περπάτημα (65%), τα χόμπι (65%) και η χρήση του διαδικτύου (62%). Για τα άτομα μέσης ηλικίας οι πιο αποτελεσματικές στρατηγικές διαχείρισης ήταν η άσκηση ή το περπάτημα (62%), η χρήση του διαδικτύου (60%) και η άμεση κοινωνική επαφή ή συναναστροφή (57%). Για τους ηλικιωμένους οι πιο αποτελεσματικές στρατηγικές διαχείρισης ήταν η άσκηση ή το περπάτημα (58%) και η άμεση κοινωνική επαφή ή συναναστροφή (47%).