Μόνο ένας στους πέντε φοιτητές (19,62%) των ελληνικών ΑΕΙ αποφοιτά στην ώρα του, δηλαδή στον ελάχιστο χρόνο σπουδών της σχολής του.
Για κάθε 100 φοιτητές που εισάγονται κάθε χρόνο στα ΑΕΙ αποφοιτούν 52 από το σύνολο των φοιτητών. Δηλαδή δύο εισάγονται, ενώ ένας αποφοιτά.
Τα στοιχεία της τελευταίας έκθεσης της Εθνικής Αρχής Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΕΘΑΑΕ) για το 2022, που παρουσιάζει η «Κ», αποτελούν ιδιαίτερα ανησυχητικά ευρήματα, επιτάσσοντας αλλαγή πολιτικής από τα ΑΕΙ και την πολιτεία, σε μια εποχή που η πανεπιστημιακή γνώση και οι εξελίξεις σε οικονομία και αγορά εργασίας είναι ραγδαίες.
Ως προς την αναλογία νέων εγγραφών/πτυχιούχων ετησίως, την καλύτερη έχουν τα κεντρικά εξειδικευμένα ιδρύματα: το Μακεδονίας (για κάθε 100 φοιτητές που εισάγονται ετησίως αποφοιτούν 82) και το Πειραιώς (80) που εξειδικεύονται στις οικονομικές επιστήμες, το Πάντειο Κοινωνικών Επιστημών (77) και το Ιδρυμα των μηχανικών ΕΜΠ (73).
Από όσα προσφέρουν μεγάλο εύρος σπουδών, υψηλότερες αναλογίες έχουν το ΑΠΘ (71), το Πανεπιστήμιο Κρήτης (64) και το ΕΚΠΑ (63). Χαμηλότερα είναι το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας (48) που συγχωνεύτηκε με το ΤΕΙ Λάρισας, το Πολυτεχνείο Κρήτης (46), το Χαροκόπειο (45), το Πανεπιστήμιο Αιγαίου (44) και το Ιόνιο Πανεπιστήμιο (37).
Μάλιστα, το φαινόμενο της καθυστέρησης ή μη αποφοίτησης έχει επιδεινωθεί πολύ την τελευταία δεκαετία μετά την οικονομική κρίση. Τα στοιχεία της ΕΘΑΕΕ δείχνουν ότι οι απόφοιτοι από 10,04% του συνόλου των εγγεγραμμένων φοιτητών το 2013 μειώνονται συνεχώς έκτοτε (9,91% το 2015, 9,41% το 2017, 8,91% το 2019 και 8,60% το 2020). Ο αντίστοιχος μέσος όρος των χωρών της Ε.Ε. το 2020 ήταν 23,15% και κινούνταν ανοδικά από 22,13% το 2018 και 22,28% το 2019. «Για το θέμα υπάρχει διαχρονικά η παραδοχή ότι η χώρα βρίσκεται στην τελευταία θέση στην Ε.Ε. Η παθογένεια αυτή, ωστόσο, εντάθηκε με τις παρεμβάσεις της προηγούμενης κυβέρνησης στον ακαδημαϊκό χάρτη της χώρας, οι οποίες είχαν δυστυχώς μοναδικά κριτήρια τις πελατειακές συναλλαγές και το μικροπολιτικό όφελος. Είχα την ευκαιρία υπό την ιδιότητα του πρύτανη του Πανεπιστημίου Κρήτης να αντιδράσω στην ατεκμηρίωτη και εν πολλοίς αλόγιστη αύξηση του αριθμού των εισακτέων, προσφεύγοντας –δυστυχώς ανεπιτυχώς– στο Συμβούλιο της Επικρατείας», σχολίασε στην «Κ» ο γενικός γραμματέας Ανώτατης Εκπαίδευσης στο υπουργείο Παιδείας Οδυσσέας Ζώρας.
«Το φαινόμενο έχει λάβει εκρηκτικές διαστάσεις και απειλεί με απαξίωση την ανώτατη εκπαίδευση στη χώρα μας, κάτι αδιανόητο στο παρελθόν, όπου η ανώτατη εκπαίδευση αποτελούσε πολύ σημαντικό μοχλό ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας, ιδίως όσων προέρχονταν από χαμηλότερα και μεσαία στρώματα», παρατηρεί μιλώντας στην «Κ» ο τέως γ.γ. Ανώτατης Εκπαίδευσης Αποστόλης Δημητρόπουλος.
Το φαινόμενο έχει επιδεινωθεί πολύ την τελευταία δεκαετία μετά την οικονομική κρίση.
Τα πανεπιστήμια με τις πολύ χαμηλές επιδόσεις θεωρούνται ότι επιβαρύνθηκαν από την απορρόφηση των ΤΕΙ, που αποφασίστηκε το 2018 και το 2019. Ενδεικτική είναι η θέση του Θεόδωρου Θεοδουλίδη, πρύτανη του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, το οποίο για 100 νεοεισακτέους φοιτητές κάθε χρόνο έχει 24 αποφοίτους, ενώ μόνο το 12,08% των φοιτητών του αποφοιτά κανονικά.
«Στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας τον Μάιο του 2019, από τα σημερινά 22 τμήματά του επανιδρύθηκαν τα 10 και ιδρύθηκαν από την αρχή τα έξι. Σε κάποια από τα 10 επανιδρυθέντα οι μοναδικοί απόφοιτοι είναι παλιοί φοιτητές ΤΕΙ, που εκμεταλλεύτηκαν μεταβατικές διατάξεις για λήψη πανεπιστημιακού πτυχίου. Στα 6 νέα τμήματα δεν υπάρχουν μέχρι στιγμής απόφοιτοι, καθώς δεν έχουν κλείσει 4 χρόνια λειτουργίας. Επομένως είναι λογικό να εμφανίζεται το πανεπιστήμιο με χαμηλό ρυθμό αποφοίτησης, καθώς αυτός υπολογίζεται από τον λόγο αυτών που αποφοιτούν προς αυτούς που εισάγονται. Ο ρυθμός αναμένεται να αυξηθεί κατά τα επόμενα δύο ακαδημαϊκά έτη όταν θα έχουμε και τους πρώτους αποφοίτους από τα νέα τμήματα», λέει. Την ίδια εξήγηση έδωσε ο Νικόλαος Κατασαράκης, πρύτανης του Ελληνικού Μεσογειακού Πανεπιστημίου (ΕΛΜΕΠΑ), το οποίο προέκυψε από την «πανεπιστημιοποίηση» του ΤΕΙ Κρήτης. Με βάση τα στοιχεία της ΕΘΑΑΕ, μόνο το 0,79% των φοιτητών του ΕΛΜΕΠΑ αποφοιτά εντός του ελάχιστου χρόνου σπουδών.
Ωστόσο δεν πρέπει να εφησυχάζουμε, καθώς ακόμη και τα ΑΕΙ με υψηλή επίδοση έχουν προβλήματα. Ενδεικτικά, ο πρύτανης του ΕΜΠ Ανδρέας Μπουντουβής μιλώντας στην «Κ» ανέφερε ότι «η συγκριτικά υψηλή επίδοση του ΕΜΠ στο ποσοστό αποφοίτων στην κανονική διάρκεια σπουδών και τον μέσο χρόνο λήψης πτυχίου οφείλεται και στη φυσιογνωμία των σπουδών των μηχανικών, που χαρακτηρίζονται από το ομοιογενές υπόβαθρό τους, στις επαγγελματικές προοπτικές των αποφοίτων εντός και εκτός Ελλάδος και στο επίπεδο των φοιτητών του ΕΜΠ. Ομως οι επιδόσεις αυτές υστερούν έως και σημαντικά των αντίστοιχων ευρωπαϊκών, ειδικά ως προς τον μέσο χρόνο λήψης πτυχίου. Χαρακτηριστικά, η τιμή του δείκτη για το ΕΜΠ είναι 31,57%, ενώ του Τεχνολογικού Πανεπιστημίου του Delft είναι 80% και του Τεχνολογικού Πανεπιστημίου της Δανίας (DTU) 65%. Αυτή η διαφορά έχει πολλές αιτίες, αλλά μία εξ αυτών, που είναι ελληνική μοναδικότητα, είναι η δυνατότητα για ατελεύτητη διάρκεια σπουδών, σε συνδυασμό με την άνευ περιορισμών/προϋποθέσεων συμμετοχή σε εξετάσεις μαθημάτων στα πανεπιστήμια. Αρα μπορούν να καθυστερήσουν, αφού έχουν αυτή τη δυνατότητα».
Μάλιστα, παρατηρείται μεγάλη καθυστέρηση στην αποφοίτηση ακόμη και σε τομείς που έχουν μεγάλη ζήτηση στην αγορά εργασίας, όπως η Πληροφορική. Για τον λόγο αυτό, όπως σημείωσε στην «Κ» ο πρόεδρος της ΕΘΑΑΕ Περικλής Μήτκας, στις αρχές Απριλίου θα γίνει συνάντηση εργασίας της ηγεσίας της Αρχής με τους προέδρους των τμημάτων Πληροφορικής και Μηχανικών Υπολογιστών. Η καθυστέρηση οφείλεται στις μαθησιακές ελλείψεις των φοιτητών από τη μέση εκπαίδευση, στην υπέρμετρη δυσκολία των προγραμμάτων σπουδών κάποιων τμημάτων ΑΕΙ ή σε κάποιον άλλο λόγο συνδυαστικά; «Οι λόγοι μπορεί να διαφέρουν σημαντικά, π.χ. αδιαφορία στα πρώτα έτη σπουδών, δύσκολες οικονομικές ή οικογενειακές καταστάσεις, λόγοι υγείας, ανωριμότητα, ελλείψεις του προγράμματος σπουδών ή ακαταλληλότητα διδασκόντων.
Οπωσδήποτε, κάθε περίπτωση χρήζει διερεύνησης και κατάλληλης αντιμετώπισης από τα οικεία τμήματα», λέει ο κ. Μήτκας, προσθέτοντας την πιθανότητα κάποιοι φοιτητές να έχουν εισαχθεί σε σχολή που δεν τους ενδιαφέρει και είτε να παράτησαν τις σπουδές τους είτε να φοιτούν σε ΑΕΙ του εξωτερικού ή ελληνικό κολέγιο. Επίσης, κάποιοι που σπουδάζουν μια επιστήμη με μεγάλη ζήτηση στην αγορά εργασίας (π.χ. πληροφορική), μπορεί παράλληλα να εργάζονται και κατά συνέπεια να καθυστερούν τη λήψη του πτυχίου. «Τα πανεπιστήμια επιβάλλεται να κινηθούν δυναμικά, να εκμεταλλευτούν ευκαιρίες και να περιορίσουν τα αδύναμα σημεία τους. Ενδεικτικά, η αναβάθμιση του ρόλου του συμβούλου καθηγητή, ο οποίος θα μπορούσε να παρακολουθεί την πρόοδο των φοιτητών, να αξιολογεί την πρόοδο των σπουδών για κάθε φοιτητή ξεχωριστά και να παρεμβαίνει με προτάσεις βελτίωσης, με αποδέκτη τόσο τον ίδιο τον φοιτητή όσο και τους φορείς που ελέγχουν και ρυθμίζουν την εκπαιδευτική διαδικασία, θα ήταν ένα ουσιαστικό βήμα για την επίλυση του προβλήματος», παρατηρεί ο κ. Ζώρας.
Οι άνεργοι πτυχιούχοι
«Η αποσύνδεση της ανώτατης εκπαίδευσης από την αγορά εργασίας, που εντάθηκε μετά την οικονομική κρίση του 2010, αλλά σε κάποιον βαθμό και το κόστος διαβίωσης στη διάρκεια των σπουδών, ιδίως εκτός οικογενειακής εστίας, φαίνεται ότι μειώνουν το ενδιαφέρον και τα κίνητρα για φοίτηση και έγκαιρη ολοκλήρωση των σπουδών στα πανεπιστήμια. Παρά τη μείωση της ανεργίας των πτυχιούχων τα τελευταία χρόνια, το ποσοστό ανέργων πτυχιούχων παραμένει στην Ελλάδα διπλάσιο από τον μέσο όρο της Ε.Ε. Επιπλέον, σχεδόν ένας στους τρεις πτυχιούχους (32%) απασχολείται σε επάγγελμα που δεν απαιτεί αντίστοιχα υψηλά προσόντα και αμείβεται ανάλογα. Το ποσοστό αυτό είναι το δεύτερο μεγαλύτερο στην Ευρώπη, μετά την Ισπανία. Σημαντικό ρόλο φαίνεται, ακόμη, ότι παίζουν και τα προγράμματα σπουδών των ΑΕΙ, ο θεωρητικός προσανατολισμός και οι ακαδημαϊκές απαιτήσεις τους, που υπερβαίνουν τις ικανότητες των φοιτητών, καθώς και η διάρθρωση και η συνολική διάρκειά τους, που αποκλίνει από τα ισχύοντα στις άλλες χώρες της Ευρώπης, όπου επικρατούν τα τριετή προγράμματα.
Σε εμάς τα τελευταία χρόνια αυξάνονται τα τετραετή προγράμματα που μετατρέπονται σε πενταετή», παρατηρεί ο κ. Δημητρόπουλος, τονίζοντας: «Τα ποσοστά εγκατάλειψης των σπουδών που συνεχώς αυξάνονται ενισχύουν την προοπτική απαξίωσης της ανώτατης εκπαίδευσης στη χώρα. Η αντιμετώπιση του προβλήματος απαιτεί ενίσχυση της οικονομίας της γνώσης και δημιουργία θέσεων εργασίας υψηλής ειδίκευσης. Οπωσδήποτε απαιτεί αλλαγές και στην ανώτατη εκπαίδευση. Απαιτείται, κατ’ αρχάς, αλλαγή του προσανατολισμού των ΑΕΙ. Από την προετοιμασία για την απασχόληση των αποφοίτων στον δημόσιο τομέα, όπως συνέβαινε για πολλές δεκαετίες, πρέπει να στραφούν στην προετοιμασία για την απασχόλησή τους, πρωτίστως, στον ιδιωτικό τομέα. Ιδίως δε σε εκείνον με εξαγωγικό προσανατολισμό. Αφετέρου, χρειάζεται στροφή στην εσωτερική οργάνωση των ΑΕΙ, ώστε η ανάπτυξη των γνώσεων και των δεξιοτήτων των φοιτητών να τεθεί στο επίκεντρο της καθημερινής τους λειτουργίας».
Οι αριθμοί
2 φοιτητές εισάγονται
1 αποφοιτά
Για κάθε 100 φοιτητές που εισάγονται κάθε χρόνο, αποφοιτούν:
82 – Πανεπιστήμιο Μακεδονίας
80 – Παν. Πειραιώς
77 – Πάντειου
73 – ΕΜΠ
66 – Οικονομικό Αθηνών
64 – Παν. Κρήτης
62 – Παν. Αθηνών
57 – Παν. Δυτικής Αττικής
50 – Παν. Ιωαννίνων
48 – Παν. Θεσσαλίας
55 – Παν. Πατρών
52 – Δημοκρίτειο Θράκης
46 – Πολυτεχνείο Κρήτης
45 – Χαροκόπειο
44 – Παν. Αιγαίου
37 – Ιόνιο Παν.
36 – Γεωπονικό Παν. Αθηνών
34 – Διεθνές Παν. Ελλάδος
32 – Παν. Πελοποννήσου
31 – Ελληνικό Μεσογειακό Παν.
24 – Παν. Δυτικής Μακεδονίας
52 φοιτητές (κατά μέσο όρο) όλων των ΑΕΙ αποφοιτούν ετησίως για κάθε 100 φοιτητές που εισάγονται
19,62% τελειώνουν τις σπουδές τους στον προβλεπόμενο χρόνο
6 χρόνια χρειάζεται κατά μέσο όρο ένας φοιτητής ελληνικού ΑΕΙ για να ολοκληρώσει τετραετείς σπουδές και αντιστοίχως 7,5 για τις πενταετείς και 9 για τις Ιατρικές, που είναι εξαετείς.
8,6% των εγγεγραμμένων φοιτητών (περιλαμβάνονται και οι «αιώνιοι») αποφοίτησαν το 2020 από τα ελληνικά ΑΕΙ.
23,15% είναι το αντίστοιχο ποσοστό αποφοιτήσεων επί των εγγεγραμμένων στην Ευρώπη.
Το 2003 ο μέσος όρος στην Ελλάδα ήταν 10,04% και έκτοτε κινείται πτωτικά.