Ωστόσο, παρότι το πρόβλημα είναι εθνικό, εμφανίζει σημαντικά στοιχεία «περιφερειακότητας», καθώς μπορεί η Ελλάδα να γερνά συνολικά, αλλά φαίνεται ότι γερνά διαφορετικά από περιοχή σε περιοχή. Σε μεγάλο βαθμό – όπως διαπιστώνουν οι ειδικοί - η ένταση του δημογραφικού προβλήματος ενός δήμου συνδέεται με την κατηγοριοποίησή του σύμφωνα με το Πρόγραμμα «ΚΛΕΙΣΘΕΝΗΣ».
Ετσι, παρά τη γενικά αρνητική δημογραφικά εικόνα είναι εμφανής μια διχοτόμηση: οι μισοί σχεδόν από τους Μητροπολιτικούς και Μεγάλους Νησιωτικούς Δήμους αντιστέκονται ακόμα στην πληθυσμιακή μείωση. Αντίθετα, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, οι Ηπειρωτικοί Δήμοι, πρωτίστως οι μικροί και σε σημαντικό βαθμό και οι μεσαίοι παρουσιάζονται σχεδόν στο σύνολό τους γηρασμένοι και ερημωμένοι.
Αυτός είναι και ο βασικός λόγος, για τον οποίο οι τοπικές κοινωνίες, αλλά και η Τοπική Αυτοδιοίκηση μπορούν να παίξουν ένα κρίσιμο ρόλο στη βελτίωση της ποιότητας ζωής του πληθυσμού που εμφανίζει αυξανόμενο μέσο όρο ηλικίας, αλλά και σημαντική μείωση.
Στο συμπέρασμα αυτό κατέληξε η δημογραφική μελέτη που διενεργήθηκε από ομάδα επιστημόνων από το Ινστιτούτο Τοπικής Αυτοδιοίκησης της ΚΕΔΕ και η οποία για πρώτη φορά δεν αποτυπώνει μόνο το πρόβλημα, αλλά παρουσιάζει και δέσμη προτάσεων για την αντιμετώπισή του.
Βάσει των επίσημων στοιχείων, η συρρίκνωση του πληθυσμού είναι ίσως η κυριότερη πρόκληση που αντιμετωπίζει σήμερα η Ελλάδα, δεδομένου ότι ο μόνιμος πληθυσμός της χώρας από 10.934.097 άτομα το 2001 έπεσε στα 10.816.286 το 2011 και συρρικνώθηκε περαιτέρω το 2021 στα 10.482.487 άτομα καταγράφοντας μείωση 3.1% σε σχέση με την προηγούμενη δεκαετία. Σήμερα ο μισός πληθυσμός της χώρας είναι άνω των 46 ετών, ένα στα πέντε άτομα είναι άνω των 65 ετών ενώ οι υπερήλικες (άνω των 80 ετών) αποτελούν το 6% του συνολικού πληθυσμού.
Καθόλου ελπιδοφόρο δεν είναι επίσης το γεγονός ότι ο αριθμός των γεννήσεων είναι απίθανο να αυξηθεί για τις επόμενες τρεις δεκαετίες δεδομένου ότι εξαιτίας της υπογεννητικότητας των πολλών τελευταίων ετών, έχουν συρρικνωθεί δραματικά οι δυνητικές γενιές μητέρων.
Ωστόσο οι δραματικές μεταβολές του πληθυσμου δεν είναι οριζόντιες, όπως προκύπτει από τα βασικά συμπεράσματα της μελέτης:
Ως προς τη μεταβολή του πληθυσμού: Σχεδόν τα τρία τέταρτα των δήμων της χώρας κατέγραψαν μείωση του πληθυσμού τους κατά την περίοδο 2011-2021. Στην περίπτωση δε των Μικρών Ηπειρωτικών και Μικρών Ορεινών Δήμων, καθώς και των Μεσαίων Ηπειρωτικών Δήμων η μείωση του πληθυσμού αφορά, αντίστοιχα, το 96% και 90% των Δήμων αυτών των κατηγοριών. Μείωση του πληθυσμού την εν λόγω περίοδο είχαν επίσης και δύο στους τρεις Μεγάλους Ηπειρωτικούς Δήμους, ενώ στους Δήμους των Μητροπολιτικών Κέντρων, όπως επίσης και στις δύο επιμέρους κατηγορίες των Νησιωτικών Δήμων το ποσοστό των Δήμων που είχαν μείωση του πληθυσμού τους κυμαίνεται σε χαμηλότερα ποσοστά, περί το 50%.
Ως προς το επίπεδο γήρανσης: Οι Μικροί Ηπειρωτικοί και Μικροί Ορεινοί Δήμοι και οι Μεσαίοι Ηπειρωτικοί Δήμοι, εκτός από την υψηλή μείωση του πληθυσμού τους χαρακτηρίζονται, επίσης, και από υψηλό Δείκτη Γήρανσης. Εντονότερη είναι η εικόνα στους μικρούς νησιωτικούς δήμους καθώς οκτώ στους δέκα εμφανίζουν αυτό το χαρακτηριστικό. Αντιθέτως, οι Δήμοι των Μητροπολιτικών Κέντρων και των Μεγάλων Νησιωτικών Δήμων παρουσιάζουν σαφώς καλύτερη εικόνα ως προς τον Δείκτη Γήρανσης σε σχέση με τις υπόλοιπες κατηγορίες Δήμων.
Ως προς το ρυθμό μεταβολής του επιπέδου γήρανσης: Παρότι οι Δήμοι των Μητροπολιτικών Κέντρων εμφανίζονται λιγότερο «γερασμένοι» σε σχέση με τους υπόλοιπους Δήμους της χώρας, φαίνεται να είναι αυτοί που «γερνούν» πιο γρήγορα σε σχέση με τους υπολοίπους. Σε κανέναν Δήμο των Μεγάλων Μητροπολιτικών Κέντρων δεν καταγράφηκε μείωση του Δείκτη Γήρανσης μεταξύ 2011-2021, ενώ οι εκτιμήσεις των επιστημόνων δείχνουν ότι τις επόμενες δεκαετίες η επιβάρυνση αυτών των δήμων θα είναι πολύ έντονη.
Οπως σημειώνουν οι μελετητές, η σημερινή δημογραφική εικόνα της χώρας και οι έντονες γεωγραφικές διαφοροποιήσεις επιβεβαιώνουν την απουσία αντανακλαστικών απέναντι στις προειδοποιήσεις των ειδικών. «Επί δεκαετίες και παρά την επανειλημμένη ανάδειξη των αρνητικών δημογραφικών εξελίξεων και των τεράστιων συνεπειών τους στην οικονομική και κοινωνική πορεία της χώρας (τόσο σε εθνικό όσο και τοπικό επίπεδο) καμία ουσιαστική και συντονισμένη δημογραφική πολιτική δεν εφαρμόστηκε. Βρισκόμαστε, ως εκ τούτου, αντιμέτωποι με μια πραγματικότητα που επιτρέψαμε να γίνει πρόβλημα αγνοώντας τις προειδοποιήσεις, αδιαφορώντας για την έγκαιρη ανάληψη πρωτοβουλιών που θα μετρίαζαν τις συνέπειες. Θα ήταν ουτοπικό αν όχι αφελές να πιστεύει κανείς ότι αυτή η κατάσταση που διαμορφώθηκε σε διάστημα 4 - 5 δεκαετιών θα μπορούσε να ανατραπεί μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα με μικρές μόνο παρεμβάσεις επιδοματικού χαρακτήρα. Δεν υπάρχει όμως πλέον περιθώριο μη δράσης», επισημαίνεται στη μελέτη.
Η μακροβιότητα είναι ευλογία, αλλά επείγει η λήψη μέτρων
«Η μακροβιότητα είναι ευλογία. Ζούμε περισσότερο από κάθε άλλη γενιά. Αυτό όμως, ενώ θα έπρεπε να γιορτάζεται, το αντιμετωπίζουμε με τεράστιο σκεπτικισμό διότι γερνούν μεγάλες γενιές και μετακινούν το κέντρο βάρους του πληθυσμου σε ηλικίες που έχουμε συνηθίσει να τις θεωρούμε περιθωριοποιημένες, ανενεργές και μη παραγωγικές», επισημαίνει η καθηγήτρια του Χαροκοπείου Πανεπιστημίου και μία εκ των ειδικών επιστημόνων της μελέτης, Αλεξάνδρα Τραγάκη, η οποία ανέλυσε την εικόνα της Ελλάδας και στην Επιτροπή Περιφερειών της Βουλής που αφιέρωσε μια συνεδρίασή της στο δημογραφικό.
Η ίδια προσθέτει ότι παρά το γεγονός ότι η συζήτηση για το δημογραφικό μονοπωλείται από τη μείωση των γεννήσεων, αυτή τη στιγμή δεν είναι ούτε η μόνη ούτε η πιο επείγουσα δημογραφική πρόκληση: «Η γήρανση είναι εξαιρετικά κρίσιμη. Αν χάσαμε ως έθνος, ως Πολιτεία το παράθυρο ευκαιρίας για να αντιμετωπίσουμε τη μείωση των γεννήσεων τη δεκαετία του ΄90 ή στις αρχές του 2000, τώρα έχουμε μπροστά μας το μισάνοιχτο παράθυρο για να αντιμετωπίσουμε τις επιπτώσεις της μακροβιότητας».
Κι αυτό καθώς τα μοντέλα δείχνουν ότι οι πολίτες άνω των 80 ετών θα υπερδιπλασιαστούν έως το 2050, γεγονός το οποίο θα πρέπει να αναδιαμορφώσει την ατζέντα των μέτρων που σχετίζονται με την υγεια και τη μακροχρόνια φροντίδα: «Είναι ουσιώδες να στραφούμε σε αυτό που περιγράφεται ως υγιής γήρανση», λέει η κυρία Τραγάκη. Και εξηγεί: «Οι αρνητικές συνέπειες της μακροβιότητας μπορούν να μειωθούν μέσα από την πρόληψη από πολύ νωρίς, την προσπάθεια για σωστή διατροφή, μείωση της παχυσαρκίας, άθληση. Τον τρόπο να κρατηθούν ενεργοί και εμπλεκόμενοι οι άνθρωποι άνω των 65 ετών για να αποφύγουμε όχι μόνο τα ιατρικά συμπτώματα της γήρανσης, αλλά και τη μοναξιά και την καταθλιψη. Αυτή είναι η μεγαλη πρόκληση. Είναι ένα εθνικό θέμα, αλλά αντιμετωπίζεται καλύτερα στις τοπικές κοινωνίες σε μικρότερη χωρική κλίμακα», υπογραμμίζει προσθέτοντας ότι η δημογραφική πολιτική ξεκινά από τα 0 χρόνια και τελειώνει μετά τα 100, καθώς σχετίζεται σχεδόν με κάθε έκφανση της ζωής από τη μέριμνα για βρέφη και νήπια, από την εκπαίδευση, την υγεία, την επαγγελματική αποκατάσταση, το στεγαστικό έως τις φιλικές προς τον άνθρωπο πόλεις και τις πολιτικές για τη μείωση των τροχαίων ατυχημάτων.
Οι προτάσεις
Στην κατεύθυνση αυτή η λεπτομερής μελέτη κατέληξε σε δέσμη προτάσεων για τη στήριξη των ηλικιωμένων και την ανάσχεση της δημογραφικής συρρίκνωσης των Δήμων της Ελλάδας που κινούνται σε τέσσερις βασικούς άξονες:
Συγκράτηση της πληθυσμιακής μείωσης: Δεδομένου ότι οι περιοχές που ερημώνουν είναι κατά κύριο λόγο αγροτικές ή μεταβιομηχανικές περιοχές χαμηλού εισοδήματος, όπου προσφέρονται λιγότερες ευκαιρίες απασχόλησης, παρατηρείται φυγή των νεότερων και εξειδικευμένων εργαζομένων, γεγονός που επιβαρύνει περαιτέρω τη γήρανση και εμποδίζει την ανανέωση των γενεών.
Για την αναστροφή αυτής της κατάστασης προτείνονται μέτρα και στην κατεύθυνση της συνεργασίας μεταξύ γειτονικών δήμων ή μεταξύ δήμων με κοινά χαρακτηριστικά (γεωγραφικά, κοινωνικά, οικονομικά ή δημογραφικά) και συντονισμός δράσεων ώστε να μεγιστοποιηθούν τα οφέλη, να μετριαστεί το κόστος και να επιτευχθεί μια βιώσιμη προοπτική. Οι δράσεις αυτές θα πρέπει να σχετίζονται με την ανάδειξη ενός «συγκριτικού πλεονεκτήματος», τη βελτίωση των υποδομών Παιδείας και Υγείας, τα προγράμματα στέγασης, την προσέλκυση επενδύσεων και νέων κατοίκων, τη χρήση νέων τεχνολογιών-Smart Cities και την κατάρτιση Σχεδίων Δράσης για την αντιμετώπιση ακραίων καιρικών φαινομένων.
Διαχείριση της Δημογραφικής Γήρανσης: Οπως επισημαίνουν οι μελετητές, παρά το γεγονός ότι οι αναφορές στη δημογραφική γήρανση συνοδεύονται, κατά κανόνα με την ανησυχία ως προς την αντιμετώπιση ενός νέου βάρους, υπάρχει και η εναλλακτική οπτική που θεωρεί τη γήρανση του πληθυσμού ως μια τάση που διαμορφώνει μια νέα, όχι απαραίτητα δυσοίωνη, πραγματικότητα, καθώς αναγνωρίζει ότι μπορεί να συμβάλει στην αύξηση της παραγωγικότητας και ως εκ τούτου να καταβάλει κοινωνικό μέρισμα.
Ο ρόλος της Τοπικής Αυτοδιοίκησης στην ενίσχυση της διαγενεακής συνεργασίας και αλληλεγγύης μπορεί να είναι καθοριστικός με τη λήψη μέτρων που θα προάγουν τις απρόσκοπτες μετακινήσεις, την προώθηση της κοινωνικής συμμετοχής μέσω της αναδιάρθρωσης και ανανέωσης των ΚΑΠΗ, τα προγράμματα δια βίου μάθησης, με στόχο την εξοικείωση των ηλικιωμένων με δεξιότητες όπως η χρήση Η/Υ, η εκμάθηση ξένης γλώσσας, η κλπ., η οικοδόμηση διαγενεακών κοινοτήτων. Ιδιαίτερα σημαντική είναι η προώθηση της Υγιούς Γήρανσης μέσω εκδρομών, επισκέψεων, αθητικών δραστηριοτήτων ειδικά σχεδιασμένων για την τρίτη ηλικία και προγράμματα ιατρικής παρακολούθησης και προληπτικής ιατρικής.
Μια σημαντική παράμετρος επιτυχούς γήρανσης, σύμφωνα με τους μελετητές, είναι να μεγαλώνει κανείς στο σπίτι του. Προς αυτή την κατεύθυνση, κομβικής σημασίας είναι η ανάπτυξη υποστηρικτικών δικτύων με πρωτοβουλία της τοπικής αυτοδιοίκησης με στόχο αυτόνομους ηλικιωμένους σε κατάλληλα σπίτια με δράσεις όπως η ενίσχυση του προγράμματος «Βοήθεια στο σπίτι», η ένταξη των ηλικιωμένων σε στεγαστικά προγράμματα των Δήμων, και η ψυχολογική υποστήριξη ατόμων που ζουν μόνα τους. Προτείνεται επίσης η προώθηση σε συνεργασία με την ιδιωτική πρωτοβουλία δημιουργίας συγκροτημάτων οικιών σχεδιασμένων για αυτοεξυπηρετούμενα άτομα μεγάλης ηλικίας, ώστε να ζουν με φίλους και συνομήλικους διατηρώντας την ανεξαρτησία τους, όπως συμβαίνει ήδη σε σκανδιναβικές χώρες.
Απίθανο να αυξηθούν οι γεννήσεις τα επόμενα 30 χρόνια
Απίθανο είναι να αυξηθεί σημαντικά ο αριθμός των γεννήσεων στη χώρα μας τις επόμενες δεκαετίες ακόμα κι αν οι γυναίκες αποκτούν περισσότερα παιδιά.
Το παράδοξο αυτό εξηγείται από το γεγονός ότι η γήρανση του πληθυσμού, η οποία προκαλείται από την αύξηση της μακροζωίας και εντείνεται από τη χαμηλή γονιμότητα, αντανακλάται στην ηλικιακή δομή του πληθυσμού, η οποία είναι με τη σειρά της υπεύθυνη για τη μελλοντική συρρίκνωσή του που προβλέπεται να συνεχιστεί για μεγάλο διάστημα.
Η πληθυσμιακή πυραμίδα της Ελλάδας δείχνει επιταχυνόμενη αύξηση του αριθμού των ηλικιωμένων, γεγονός που συνεπάγεται αύξηση του αριθμού των θανάτων κατά τις επόμενες δεκαετίες. Παράλληλα ο αριθμός των γεννήσεων δεν μπορεί να ανακάμψει σημαντικά, αφού τα επί τρεις δεκαετίες χαμηλά ποσοστά γονιμότητας έχουν δημιουργήσει μικρές γενιές και άρα μειωμένο αριθμό δυνητικών μητέρων. Κατά συνέπεια θεωρείται μάλλον απίθανο να αυξηθεί ο αριθμός των γεννήσεων για πολλά χρόνια εξαιτίας του περιορισμένου αριθμού γυναικών στις βασικές αναπαραγωγικές ηλικίες (25-39 ετών), όπως υπογραμμίζεται στη μελέτη.
«Τα επί 30 χρόνια εξαιρετικά χαμηλά ποσοστά γονιμότητας έχουν δημιουργήσει ένα έλλειμα ενηλίκων και εν δυνάμει γονέων, ενώ ο αριθμός των ηλικιωμένων θα συνεχίσει να αυξάνεται. Έτσι ακόμα και αν η γονιμότητα αυξηθεί, αν ανέβει δηλαδή ο μέσος αριθμός παιδιών ανά γυναίκα, οι γεννήσεις θα συνεχίσουν για τουλάχιστον τρεις δεκαετίες να είναι αριθμητικά λιγότερες από τους θανάτους. Κατά συνέπεια, ο πληθυσμός θα συνεχίσει να μειώνεται».
Ως εκ τούτου τις επόμενες δεκαετίες ο πληθυσμός της Ελλάδας αναμένεται να μειωθεί σημαντικά. Σύμφωνα με το βασικό σενάριο της Eurostat, ο πληθυσμός εκτιμάται ότι θα μειωθεί κατά 14% και θα φτάσει στα 9 εκατομμύρια μέχρι το 2050, ενώ μέχρι το 2075 εκτιμάται ότι θα είναι κατά 3 εκατομμύρια λιγότερος σε σχέση με σήμερα.
Βάσει των εκτιμήσεων, o αριθμός των άνω των 65 ετών από 2.270.000 το 2020 υπολογίζεται ότι θα κυμαίνεται από 2.600.000 - 3.200.000, ανεβάζοντας το ποσοστό τους από 22,3% σήμερα στο 31-33% μέχρι το 2050. Αντίστοιχα, ο πληθυσμός των άνω των 80 ετών εκτιμάται ότι θα κυμαίνεται από 440.000 - 630.000 μέσα στα επόμενα 30 χρόνια αντιστοιχώντας στο 17% του συνολικού πληθυσμού της Ελλάδας το 2065.