Το μερίδιο των δαπανών που αφορά τον πολιτισμό στις συνολικές καταναλωτικές δαπάνες των νοικοκυριών διέφερε σημαντικά μεταξύ των χωρών της ΕΕ. Διάφοροι παράγοντες μπορεί να επηρεάζουν αυτό το ποσοστό, όπως το εισόδημα των νοικοκυριών, τα επίπεδα τιμών, η ευκολία πρόσβασης σε πολιτιστικούς χώρους, οι εθνικές πολιτικές για τον πολιτισμό αλλά και οι συνήθειες του κοινού.
Το 2020, 8 χώρες κατέγραψαν ποσοστό των πολιτιστικών δαπανών στον συνολικό προϋπολογισμό των νοικοκυριών πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ, με βάση τις 22 χώρες της ΕΕ με διαθέσιμα στοιχεία. Τα υψηλότερα ποσοστά του προϋπολογισμού των νοικοκυριών που δαπανήθηκαν για πολιτιστικούς σκοπούς ήταν στη Δανία (3,9%), στη Γερμανία (3,7%) και στην Αυστρία (3,5%).
Αντιθέτως, σε 13 χώρες της ΕΕ το μερίδιο των δαπανών των νοικοκυριών για πολιτιστικά αγαθά και υπηρεσίες ήταν κάτω από το μέσο όρο σε επίπεδο ΕΕ, με το μικρότερο μερίδιο στην Ελλάδα (1,3%). Ακολούθησαν η Βουλγαρία, η Λιθουανία και η Ισπανία, όπου η καθεμία κατέγραψε μερίδιο 1,5%.
Κατά μέσο όρο, περίπου το ένα τέταρτο των δαπανών των νοικοκυριών της ΕΕ για τον πολιτισμό το 2020 πήγε σε εξοπλισμό ηλεκτρονικών υπολογιστών και ήχου και εικόνας (26,9%), άλλο ένα τέταρτο σε βιβλία και Τύπο (25,1%), το ένα πέμπτο (20,8%) σε αμοιβές ραδιοτηλεοπτικών φορέων και ενοικίαση εξοπλισμού και εξαρτημάτων για τον πολιτισμό, και το 13,7%.