Μοιάζουν μεγαλοπρεπή κάποιες στιγμές, περίεργα, ακόμα και χαριτωμένα κάποιες άλλες. Παρά τα αστεία βιντεάκια που κυκλοφορούν στο διαδίκτυο, κανένα τους, ούτε καν ο μπούφος, δεν θεωρείται χαζό.
Πρόκειται για μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα οικογένεια πτηνών που χαρακτηρίζονται από εξυπνάδα και εξαιρετικές ικανότητες επιβίωσης τη νύχτα. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι οι σκηνές που εμφανίζονται στο μυαλό μας όταν ακούμε τις λέξεις “γλαύκα”, “κουκουβάγια”, “μπούφος” ή “γκιώνης”, συνήθως περιλαμβάνουν απόκοσμους ήχους και το φως της πανσελήνου. Τα λεγόμενα Γλαυκόμορφα έχουν πρωταγωνιστήσει σε διάφορες δοξασίες, παραμύθια, και ποιήματα απ’ όλον τον κόσμο, και φυσικά διαδραματίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στην Ελληνική μυθολογία.
Ας δούμε πώς μπορούμε να ξεχωρίσουμε τα τρία αυτά πτηνά, καθώς και πού μπορούμε να τα συναντήσουμε.
Κουκουβάγια
Σύμβολο της Αθηνάς, θεάς της σοφίας, η κουκουβάγια, γλαύκα, ή κουκουμάφκα σε κάποιες περιοχές της ανατολική Μακεδονίας, είναι νυκτόβιο αρπακτικό πουλί με πυκνό και μαλακό φτέρωμα που επιτρέπει το αθόρυβο πέταγμα. Οι κουκουβάγιες έχουν μεγάλα μάτια που βρίσκονται στο μπροστινό μέρος των εξίσου μεγάλων κεφαλιών τους με τα δισκοειδή πρόσωπα. Η τοποθεσία των ματιών τους τούς παρέχει στερεοσκοπική όραση, με την οποία μπορούν να εκτιμήσουν με ακρίβεια αποστάσεις και ταχύτητες όταν κυνηγούν σε συνθήκες χαμηλού φωτισμού.
Στο κυνήγι βοηθά και η εξαιρετική ακοή τους. Τα όργανα της ακοής βρίσκονται ασύμμετρα τοποθετημένα στο κεφάλι του πτηνού και τα ακουστικά κύματα κατευθύνονται στους ακουστικούς πόρους με τη βοήθεια της ιδιαίτερης μορφολογίας του προσώπου τους.
Στην Ελλάδα, η αρχαία λέξη “γλαυξ” φαίνεται να έχει άμεση ετυμολογική σχέση με το “γλαυκός”, που σημαίνει “αυτός που έχει άνοιχτό γαλάζιο χρώμα”. Οι αρχαίοι Έλληνες ονόμασαν έτσι τα πτηνά αυτά λόγω του λαμπερού τους βλέμματος. Σήμερα στην Ελλάδα, ο όρος “κουκουβάγια” αναφέρεται κυρίως στο είδος Μικρή Κουκουβάγια ή Αθηνά η νυκτία, ενώ ο όρος “γλαύκα” χρησιμοποιείται για τα υπόλοιπα γλαυκόμορφα. Στην καθομιλουμένη, όμως, χρησιμοποιούμε συχνά τη λέξη “κουκουβάγια” για να αναφερθούμε σε όλα τα μέλη της βιολογικής τάξης Γλαυκόμορφα.
Η βιολογική τάξη των γλαυκόμορφων περιλαμβάνει περίπου 200 είδη αρπακτικών πτηνών, τα περισσότερα εκ των οποίων είναι νυκτόβια. Μπορούν να βρεθούν σε όλες τις ηπείρους εκτός απ’ την Ανταρκτική. Η βορειότερη κουκουβάγια που μπορεί να βρει κανείς, μέχρι και στη Γροιλανδία, είναι η χιονογλαύκα. Τα περισσότερα είδη γλαύκας συναντιούνται στις τροπικές και υποτροπικές περιοχές της Ν. Αμερικής και της Ασίας.
Εδώ μπορείτε να δείτε τα είδη γλαυκών που εντοπίζονται στην Ελλάδα.
Μπούφος
Ο μπούφος (bubo, eagle owl) χαρακτηρίζεται συχνά ως ο “αετός” της οικογένειας των κουκουβαγιών, καθώς είναι το μεγαλύτερο σε μέγεθος είδος. Μπορεί να φτάσει σε μήκος τα 75 εκατοστά, ενώ το άνοιγμα των φτερών του μπορεί να ξεπεράσει το 1,5 μέτρο. Πρόκειται για ένα είδος που είναι πολύ διαδεδομένο στην ηπειρωτική Ελλάδα (και στην Αττική) καθώς και σε κάποια νησιά που διαθέτουν το κατάλληλο οικοσύστημα, όπως τη Λέσβο και τη Σάμο. Ζει μοναχικός σε βουνά, δάση, απόκρυμνα βράχια και μέρη με πυκνή βλάστηση. Τρέφεται με άλλα πτηνά, μικρά και μεσαία θηλαστικά, ή πτώματα.
Οι μπούφοι έχουν πυκνό φτέρωμα, πορτοκαλοκόκκινα μάτια, και χαρακτηριστικές μακριές τούφες στα αυτιά τους. Τα χρώματά τους είναι κυμαινονται συνήθως στις αποχρώσεις του καφέ και του κίτρινου.
Οι μπούφοι απειλούνται κυρίως από τη λαθροθηρία, αλλά και από την ηλεκτροπληξία και την πρόσκρουση σε καλώδια ή ανεμογεννήτριες. Προστατεύονται τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο μέσω πολυάριθμων συμβάσεων. Μεγάλος αριθμός μπούφων ζει στην προστατευόμενη περιοχή του όρους Πάρνωνα και του υγροτόπου Μουστού, αλλά είναι απίθανο να πετύχει κανείς έναν μπούφο, καθώς πρόκειται για ένα μυστηριώδες πτηνό που καταφέρνει να περνά απαρατήρητο.
Γκιώνης
Ο Γκιώνης ή Σκωψ ο κοινός (Otus Scops) είναι ένα μικρό γλαυκόμορφο νυκτόβιο πτηνό με μήκος που φτάνει περίπου τα 20 εκατοστά και φτέρωμα στις αποχρώσεις του καφέ, του κόκκινου, και του γκρίζου. Πρόκειται για το μικρότερο σε μέγεθος γλαυκόμορφο. Και στους γκιώνηδες, όπως στους μπούφους, υπάρχουν δύο μικρά λοφία στις πλευρές του κεφαλιού, τα οποία ανασηκώνουν όταν φοβούνται, θυμώνουν, ή ενθουσιάζονται.
Η λέξη “γκιώνης” είναι ηχομιμιτική, προέρχεται δηλαδή από τον ήχο που βγάζει το πτηνό και μοιάζει με “γκιον γκιον”. Ο γκιώνης είναι γνωστός στην Ελλάδα και ως “νυχτοπούλι” ή “κλωσσός”.
Οι γκιώνηδες είναι αποδημητικά πουλιά που τρέφονται με έντομα και πολύ μικρά θηλαστικά. Επειδή τρώνε τα έντομα, θεωρούνται ιδιαίτερα πολύτιμοι για τη γεωργία. Έχουν εξαιρετική όραση και ακοή, καθώς και αθόρυβο πέταγμα που τους καθιστά ικανούς κυνηγούς. Ζουν στις σχισμές των κορμών, ή σε φωλιές εγκαταλελειμμένες από άλλα πουλιά. Επισκέπτονται την Ελλάδα κυρίως την άνοιξη και το καλοκαίρι, και συναντιούνται κυρίως στα νησιά του κεντρικού Αιγαίου. Ακόμα, πολλοί ζουν μόνιμα στην κεντρική και στη νότια Ελλάδα, όπως και στην Κύπρο. Είναι ιδιαίτερα διαδεδομένοι σε όλη τη Μεσόγειο, εκτός της Αιγύπτου και της Λιβύης.
Οι γκιώνηδες συμμετέχουν σε πολλούς μύθους και δοξασίες της λαϊκής παράδοσης.
Τελευταίες σκέψεις: Οι κουκουβάγιες, οι μπούφοι και οι γκιώνηδες, ανήκουν στην οικογένεια των γλαυκόμορφων και είναι ιδιαίτερα διαδεδομένα πτηνά στην Ελλάδα, καθώς πρωταγωνιστούν σε μύθους και δοξασίες από αρχαιοτάτων χρόνων. Ξεχωρίζουν κυρίως λόγω του μεγέθους τους (οι μπούφοι είναι τα μεγαλύτερα γλαυκόμορφα ενώ οι γκιώνηδες τα μικρότερα) και της εμφάνισής τους. Είναι κυρίως νυκτόβια πτηνά με εξαιρετική όραση και ακοή, κάτι που τα καθιστά εξαιρετικούς θηρευτές.