Το τεστ, το οποίο μετρά συγκεκριμένες πρωτεΐνες που βρίσκονται στο αίμα, μπορεί να βοηθήσει στον εντοπισμό διαφορών που σχετίζονται με το φύλο, συμπεριλαμβανομένων των διαφοροποιήσεων της νόσου μεταξύ ανδρών και γυναικών όσον αφορά την ηλικία εμφάνισης, τους τύπους καρκίνου και τις γενετικές αλλοιώσεις, σημειώνει η μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «BMJ Oncology».
Για να διερευνήσουν τη δυνητική χρήση των πρωτεϊνών του πλάσματος -συμπεριλαμβανομένων εκείνων που σήμερα είναι ελάχιστα ανιχνεύσιμες- ως βιολογικές υπογραφές συμπαγών όγκων σε συγκεκριμένα όργανα, οι ερευνητές συνέλεξαν δείγματα πλάσματος από 440 άτομα που είχαν διαγνωστεί με 18 διαφορετικούς τύπους καρκίνου, καθώς και από 44 υγιείς αιμοδότες. Στη συνέχεια, μέτρησαν περισσότερες από 3.000 πρωτεΐνες που συνδέονται στενά με χημικές οδούς του καρκίνου σε κάθε δείγμα, χρησιμοποιώντας μια τεχνολογία που αναπτύσσει αντισώματα και έναν στατιστικό αλγόριθμο σε μια διαδικασία δύο σταδίων.
Το πρώτο στάδιο περιλάμβανε την ανίχνευση της βιολογικής υπογραφής οποιουδήποτε καρκίνου ενώ το δεύτερο περιλάμβανε τον προσδιορισμό του ιστού προέλευσης και των υποτύπων του καρκίνου – μικροκυτταρικός και μη μικροκυτταρικός καρκίνος του πνεύμονα, για παράδειγμα. Μέσω μιας διαδικασίας αποκλεισμού προέκυψε ένας πίνακας 10 πρωτεϊνών ειδικών ως προς το φύλο που εκφράζονταν διαφορετικά μεταξύ των δειγμάτων πλάσματος.
«Αυτό το εύρημα θα μπορούσε να αναδιαμορφώσει τις κατευθυντήριες γραμμές για τον προσυμπτωματικό έλεγχο, καθιστώντας αυτή την εξέταση πλάσματος τυπικό μέρος των συνηθισμένων ελέγχων», έγραψαν οι ερευνητές.
«Στο στάδιο Ι (το πρωιμότερο στάδιο του καρκίνου) και με ειδικότητα 99%, τα πάνελ μας ήταν σε θέση να αναγνωρίσουν το 93% των καρκίνων μεταξύ των ανδρών και το 84% των καρκίνων μεταξύ των γυναικών. Τα ειδικά για το φύλο πάνελ εντοπισμού μας αποτελούνταν από 150 πρωτεΐνες και ήταν σε θέση να προσδιορίσουν τον ιστό προέλευσης των περισσότερων καρκίνων σε ποσοστό άνω του 80% των περιπτώσεων», ανέφεραν οι συγγραφείς της μελέτης.
Η ανάλυση των πρωτεϊνών του πλάσματος έδειξε επίσης ότι σχεδόν όλες ήταν παρούσες σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Αυτό δείχνει τη σημασία των πρωτεϊνών χαμηλών επιπέδων για την ανίχνευση προκαρκινικών και πρώιμων σταδίων νόσου πριν ο όγκος προλάβει να προκαλέσει ουσιαστική βλάβη, δήλωσε η ομάδα.
Πρόσθεσε ωστόσο ότι το σχετικά μικρό μέγεθος του δείγματός τους σημαίνει ότι απαιτούνται περαιτέρω μελέτες σε μεγαλύτερες ομάδες ανθρώπων.
Ο Δρ. Μανγκές Θόρατ, του Κέντρου Πρόληψης του Καρκίνου στο Ινστιτούτο Προληπτικής Ιατρικής Wolfson, ο οποίος δεν συμμετείχε στη μελέτη, δήλωσε ότι παραμένουν ερωτήματα σχετικά με το τεστ και ότι απαιτείται περαιτέρω έρευνα.
«Ωστόσο, οι ενδιαφέρουσες πτυχές αυτής της εξέτασης είναι η πολύ υψηλότερη ευαισθησία για τους καρκίνους σταδίου Ι σε σχέση με άλλα διαγνωστικά τεστ που βρίσκονται σε εξέλιξη και οι διαφορές απόδοσης ανάλογα με το φύλο, οι οποίες είναι βιολογικά και κλινικά σημαντικές», δήλωσε.
«Εάν η απόδοση του τεστ σε μελλοντικές, καλά σχεδιασμένες διαδοχικές μελέτες είναι οριακά κοντά σε αυτό που υποδηλώνει αυτή η προκαταρκτική μελέτη, τότε θα μπορούσε πραγματικά να αλλάξει τα δεδομένα», κατέληξε ο ερευνητής.