Διαφωνεί, εμμέσως πλην σαφώς η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος (ΕΕΕ) με το γεγονός ότι ο δικηγόρος Απόστολος Λύτρας μετά την απολογία του ενώπιον της ανακρίτριας αφέθηκε ελεύθερος με περιοριστικούς όρους, παρά τα γεγονός ότι αντιμετωπίζει κακουργηματικές πράξεις τιμωρούμενες με την ποινή της πρόσκαιρης κάθειρξης.
Παράλληλα, η ΕΕΕ με μια ανακοίνωση «ναι μεν αλλά», η οποία όμως στο «δια ταύτα» κλίνει προς την πλευρά της ηγεσίας του Αρείου Πάγου που διέταξε τον πειθαρχικό έλεγχο των εμπλεκομένων δικαστικών λειτουργών που χειρίστηκαν τις ενέργειες μετά την απολογία του Απόστολου Λύτρα.
Παράλληλα, η Ένωση επικρίνει έντονα μερίδα του Τύπου για τις απόψεις που διατυπώνει πάνω στο θέμα αυτό, δημιουργώντας πεπλανημένη εικόνα στους ακροατές και αναγνώστες τους ενώ «επιχειρούν να ποδηγετήσουν τη Δικαιοσύνη σε ατραπούς».
Κατ΄ αρχάς, η ΕΕΕ επισημαίνει ότι ναι μεν οι εισαγγελικοί λειτουργοί δεν ελέγχονται πειθαρχικά για κρίση που εκφέρουν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, αλλά «η αρχή αυτή μπορεί να καμφθεί μόνο όταν διαπιστώνεται σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας τους».
Εξάλλου, σημειώνει η ΕΕΕ, το ότι διατάχθηκε πειθαρχική έρευνα κατά κάποιου δικαστή ή εισαγγελέα, «ουδόλως ισοδυναμεί με πειθαρχική δίωξη του εμπλεκομένου εισαγγελικού λειτουργού και πολύ περισσότερο με καταδίκη του».
Ωστόσο, η ΕΕΕ υπογραμμίζει ότι η προσωρινή κράτηση κάποιου κατηγορουμένου, υπακούει στους κανόνες του άρθρου 286 ΚΠΔ, αλλά όταν «πρόκειται για κακουργηματικές πράξεις τιμωρούμενες στο νόμο με την ποινή της πρόσκαιρης κάθειρξης, όπως στην περίπτωση της βαριάς σκοπούμενης σωματικής βλάβης», προσωρινή κράτηση επιβάλλεται, αν δεν επαρκούν οι περιοριστικοί όροι του άρθρου 282 ΚΠΔ και εφόσον διαπιστωθεί ότι ο κατηγορούμενος δεν έχει γνωστή διαμονή στην χώρα ή έχει κάνει προπαρασκευαστικές ενέργειες για να διευκολύνει την φυγή του ή κατά το παρελθόν υπήρξε φυγόποινος ή φυγόδικος ή τέλος κρίνεται αιτιολογημένα ότι αν αφεθεί ελεύθερος είναι πολύ πιθανόν, όπως προκύπτει από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πράξης του ή από προηγούμενες αμετάκλητες καταδίκες του για ομοειδείς αξιόποινες πράξεις, να διαπράξει και άλλα εγκλήματα».
Ειδικότερα, η ανακοίνωση της ΕΕΕ έχει ως εξής:
«Σύμφωνα με το άρθρο 109 παρ.4 του Νέου Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και Κατάστασης Δικαστικών Λειτουργών (Ν. 4938/2022) οι Εισαγγελικοί Λειτουργοί δεν ελέγχονται πειθαρχικά για κρίση που εκφέρουν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, ενόψει και της λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας που απολαμβάνουν κατ’ άρθρο 87 του Συντάγματος. Η αρχή αυτή μπορεί να καμφθεί μόνο όταν διαπιστώνεται σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας τους, όπως έχει παγίως κριθεί από τη νομολογία του ΑΠ και του ΣΤΕ.
Επίσης, η άσκηση του δικαιώματος της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου για πειθαρχική έρευνα, σύμφωνα με τα άρθρα 109επ. του Κ.Ο.Δ.Κ.Δ.Λ., ουδόλως ισοδυναμεί με πειθαρχική δίωξη του εμπλεκομένου Εισαγγελικού Λειτουργού και πολύ περισσότερο με καταδίκη του. Αντιθέτως έχει καθαρά διαπιστωτικό – διερευνητικό χαρακτήρα, δεδομένου ότι δεν στοχεύει μόνο στη εξακρίβωση τυχόν πειθαρχικών ευθυνών, αλλά πολλές φορές οδηγεί στην πλήρη αποκατάσταση της εικόνας του ελεγχομένου από αδίκως αποδιδόμενες σ’ αυτόν μομφές και καταγγελίες.
Εξάλλου, η κρίση που εκφέρει ένας Εισαγγελικός Λειτουργός σε σχέση με το ζήτημα της προσωρινής κράτησης κάποιου κατηγορουμένου, υπακούει στους κανόνες του άρθρου 286 ΚΠΔ και ουδόλως μπορεί να απόσχει απ’ αυτούς για λόγους προσωπικούς ή αναγόμενους στο κοινό περί δικαίου αίσθημα. Ειδικά όταν πρόκειται για κακουργηματικές πράξεις τιμωρούμενες στο νόμο με την ποινή της πρόσκαιρης κάθειρξης, όπως στην περίπτωση της βαριάς σκοπούμενης σωματικής βλάβης, προσωρινή κράτηση επιβάλλεται, αν δεν επαρκούν οι περιοριστικοί όροι του άρθρου 282 ΚΠΔ και εφόσον διαπιστωθεί ότι ο κατηγορούμενος δεν έχει γνωστή διαμονή στην χώρα ή έχει κάνει προπαρασκευαστικές ενέργειες για να διευκολύνει την φυγή του ή κατά το παρελθόν υπήρξε φυγόποινος ή φυγόδικος ή τέλος κρίνεται αιτιολογημένα ότι αν αφεθεί ελεύθερος είναι πολύ πιθανόν, όπως προκύπτει από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πράξης του ή από προηγούμενες αμετάκλητες καταδίκες του για ομοειδείς αξιόποινες πράξεις, να διαπράξει και άλλα εγκλήματα».
Με λύπη και συνάμα οργή διαπιστώνουμε ότι ο παραπάνω χαρακτήρας της Εισαγγελικής κρίσης δεν γίνεται αντιληπτός και σεβαστός από κάποιους δημοσιογράφους, που αβασάνιστα επιδίδονται σε αστήρικτες και έωλες κρίσεις σχετικά με ζητήματα που, ηθελημένα ή μη, αγνοούν, παρά τη συνταγματική υποχρέωσή τους για πλήρη και έγκυρη ενημέρωση του κοινού.
Επικαλούμενοι δε αστάθμητους παράγοντες, όπως το κοινό περί δικαίου αίσθημα, δημιουργούν πεπλανημένη εικόνα στους ακροατές και αναγνώστες τους και επιχειρούν να ποδηγετήσουν τη Δικαιοσύνη σε ατραπούς, που πόρρω απέχουν από την ορθή και αμερόληπτη απονομή της με κριτήριο αποκλειστικά το Σύνταγμα, τους ισχύοντες Νόμους και τη συνείδηση του φυσικού Δικαστή. Επιδιώκοντας δε να αυξήσουν τις ήδη ασκούμενες πιέσεις και ενίοτε να εκφοβίσουν τους εμπλεκόμενους Εισαγγελικούς Λειτουργούς, επικαλούνται πειθαρχικές έρευνες που βρίσκονται σε εξέλιξη σαν ακλόνητα στοιχεία των αυθαίρετων ισχυρισμών τους, παραγνωρίζοντας τον χαρακτήρα και τα αληθή αίτια αυτών των ερευνών.
Για ακόμα μία φορά η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδας τονίζει ότι τέτοιου είδους δημοσιογραφικές τακτικές δεν προσήκουν σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα, που σέβεται τη συνταγματική αρχή του κράτους δικαίου, διαπνέεται από τον βασικό κανόνα της διάκρισης των λειτουργιών και αυτοαποκαλείται «ευνοούμενο», ως σεβόμενο τις βασικές αρχές του Δικονομικού Ποινικού Δικαίου, τέτοιες δε ανοίκειες και αστήρικτες επιθέσεις ευνοούν μόνο φαινόμενα αυτοδικίας και κοινωνικής αναταραχής».