Στις αρχές της δεκαετίας του ’50 ο Ελληνας δικηγόρος Κωνσταντίνος Μεθενίτης πήγε στο Λονδίνο κυνηγώντας πελάτες εφοπλιστές που θα του ανέθεταν τη σύνταξη των ασφαλιστικών συμβολαίων για τα πλοία τους. Στα κλειστά κλαμπ του Σίτι όπου συναντιέται η ναυτιλιακή κοινότητα, είθισται οι γυναίκες να κάθονται από τη μία πλευρά και οι άνδρες από την άλλη, για να συζητούν τα θέματα του ενδιαφέροντός τους.
Στην ανδρική παρέα κάθεται η νεαρή κόρη του Μεθενίτη, Αθηνά, η οποία εργάζεται στο γραφείο του και ακούει τις συζητήσεις τους μαθαίνοντας για τις ναυλώσεις και τις αγοραπωλησίες πλοίων.
Στην Αθηνά έχει καρφωθεί μια ιδέα που στους άλλους φαίνεται τρελή. Το λέει παντού, ακόμα και στις φίλες της, όταν βλέπουν τα καράβια να περνάνε στα ανοιχτά της Γλυφάδας όπου μένει. «Θα κάνουμε κι εμείς βαπόρια», λέει επικαλούμενη και την κεφαλλονίτικη καταγωγή της για την αγάπη της για τη θάλασσα. Παραπάνω από μισό αιώνα αργότερα, η Αθηνά Μαρτίνου, θα φύγει από τη ζωή αφήνοντας πίσω της μια αυτοκρατορία 300 πλοίων και όλα όσα οραματίστηκε να έχουν γίνει πράξη.
Βραδιά χορού σε κοσμικό event των 50s
Θα γίνουν εφοπλιστές
«Με αγαπάνε. Οταν πεθάνω, στην κηδεία μου θα είναι πολύς κόσμος», συνήθιζε να λέει γελώντας η ιδρύτρια της Thenamaris Ships Management Αθηνά -«Νουνού», όπως τη φώναζαν οι οικείοι της- Μαρτίνου σχολιάζοντας το γεγονός ότι με κάθε ευκαιρία οι εφοπλιστές, οι επιχειρηματίες και όχι μόνο έσπευδαν να της υποβάλουν τα σέβη τους. Και όπως αποδείχθηκε, είχε δίκιο: πλήθος κόσμου έσπευσε να της πει το ύστατο χαίρε. Στη Βουλιαγμένη όπου έγινε η κηδεία της ήταν παρόντες, εκτός από την Πρόεδρο της Δημοκρατίας και εκπροσώπους της κυβέρνησης και του πολιτικού κόσμου, σημαντικοί παράγοντες της ναυτιλιακής κοινότητας, του επιχειρηματικού κόσμου, της Εκκλησίας, αλλά και κόσμος που ήξερε την αληθινή Νουνού.
Η Νουνού Μαρτίνου πέτυχε κάτι πολύ μεγαλύτερο από το να γίνει μια πετυχημένη εφοπλίστρια και να αποτελέσει έμπνευση και οδηγό για την ελληνική ναυτιλιακή κοινότητα, να κάνει μια τεράστια περιουσία και να έχει ισχυρούς φίλους όπως τη βασίλισσα Ελισάβετ. Αφησε πίσω της μια οικογένεια εθνικών ευεργετών, παιδιά, εγγόνια και δισέγγονα που ακολουθούν τον δρόμο που χάραξε: από τη μία την αγάπη για τη θάλασσα και τα καράβια και από την άλλη να ζει μια απλή ζωή, με γνώμονα την -αθόρυβη- προσφορά προς τον συνάνθρωπο και το κοινωνικό σύνολο. Μια οικογένεια που δεν απασχόλησε ποτέ με κουτσομπολιά, σκάνδαλα και έριδες. Και αυτό είναι το μεγαλύτερό της επίτευγμα.
Καλοκαιρινή βαρκάδα στις Σπέτσες με τους γιους της
«Εμείς», έλεγε η Νουνού Μαρτίνου, «με τα σαλόνια δεν είμαστε παθιασμένοι. Εχουμε καταφέρει αυτά που επιθυμούσαμε σε όλη τη ζωή μας. Σιγά-σιγά όλοι, (τα εγγόνια και τα δισέγγονα) θα γίνουν εφοπλιστές». Ολη της η ζωή διαπνεόταν από αυτή την απλότητα. Οσες επιτυχίες είχε στο επαγγελματικό κομμάτι, τόσο απλή και ήρεμη ήταν η ζωή της. Η ίδια το είχε εξηγήσει αυτό λέγοντας ότι δεν της άρεσαν «τα διευθυντιλίκια», ότι στην εταιρεία επικεντρωνόταν πάντα στο πώς θα μεγαλώσει τον στόλο της. Και αυτό έκανε με περισσότερα από 250 καράβια να πλέουν στις θάλασσες όλου του πλανήτη, ανεμίζοντας περήφανα την ελληνική σημαία. Γιατί όλα τα καράβια των Μαρτίνων φέρουν την ελληνική σημαία.
«Είχαμε μανία με αυτό και το κάναμε και έκανε βαπόρια όλη η οικογένεια», έλεγε και εξηγούσε: «Σε αυτή την προσπάθεια δεν ήμουν μόνη μου. Κοντά μου ήταν από την πρώτη στιγμή ο άνδρας μου, αλλά κυρίως ήταν ο γιος μου Θανάσης, ο οποίος από 14 ετών έκανε στατιστικές και έγραφε πόσο πλήρωμα, τι χρειάζεται ένα πλοίο. Ο άνδρας μου, ο Ιωάννης Μαρτίνος, αγαπούσε τη θάλασσα. Ο Θανάσης από την πρώτη συζήτηση ήταν ενεργό μέρος σε αυτή την προσπάθεια. Δεν ήμουν η κινητήριος δύναμη, αλλά ήμουν ο άνθρωπος που μπορούσε να κάνει τα δύσκολα εύκολα. Οταν θέλεις κάτι, μπορείς να το κάνεις. Διευθυντιλίκι δεν έκανα ποτέ. Τη Thenamaris αγαπούσα, όχι το διευθυντιλίκι. Αυτό που ήθελα ήταν να πληθαίνουν τα βαπόρια μου και αυτό έγινε».
Με τον πρόεδρο του Αμερικανικού Κολεγίου, Dr Ντέιβιντ Χόρνερ
Οι μεγάλες αποφάσεις
Τον χειμώνα ζούσε μόνιμα στην Ανάβυσσο και τα καλοκαίρια πήγαινε στο κτήμα της στη Σχοινούσα. Εκεί ασχολούνταν με τα χόμπι της. Ηταν κάτι που περηφανευόταν πάντα και προσπαθούσε να το περάσει και στα παιδιά και τα εγγόνια της. «Είμαι καλή σε αυτό», έλεγε όταν -αναπόφευκτα- μιλούσε για το ψάρεμα. Οταν ο καιρός το επέτρεπε, ανέβαινε στο παλιό σκαρί της που είχε αραγμένο στη Σχοινούσα και ανοιγόταν για ψάρεμα με παραγάδι. Αυτό το έκανε ακόμα κι όταν είχε περάσει τα 90 της χρόνια! Ακόμη, καλλιεργούσε φιστίκια Αιγίνης και διέθετε δικό της σκοπευτήριο, καθώς είχε ιδιαίτερες δεξιότητες στη σκοποβολή, στο κυνήγι και το ψάρεμα. Ηταν γλωσσομαθής και μοντέρνα, με κοφτερό μυαλό και πυγμή, είχε επικοινωνιακή άνεση και τσαγανό.
Κάπως έτσι, με την πυγμή, το τσαγανό, αλλά κυρίως με την άδολη αγάπη, έκανε και το μεγαλύτερο κατόρθωμά της: την οικογένεια που δημιούργησε με τον σύζυγό της, τον Γιάννη Μαρτίνο, την κράτησε ενωμένη παίρνοντας κομβικές και φαινομενικά δύσκολες αποφάσεις από νωρίς. Οι τρεις γιοι της χάραξαν διαφορετικές πορείες χωρίς ποτέ να διαταραχθούν οι εξαιρετικές μεταξύ τους σχέσεις, από τους οποίους αργότερα προέκυψαν και εγγόνια.
Παρέμειναν ενωμένοι στους ισχυρούς οικογενειακούς δεσμούς τους διαψεύδοντας στην πράξη τις κακοήθεις γλώσσες που τους ήθελαν να έχουν ενδοοικογενειακές έριδες λόγω διαφορετικών φιλοδοξιών. Και φυσικά συνεχίζουν από κοινού το κοινωφελές τους έργο, καθώς και οι τρεις είναι ιδρυτικά μέλη της Εταιρείας Κοινωνικής Προσφοράς «Συν-Ενωσις» και της Ενωσης Ελλήνων Εφοπλιστών.
O σύζυγος, Γιάννης Μαρτίνος
Την αγάπη αυτή, ωστόσο, δεν την είχε μόνο για την οικογένειά της. Είναι, άλλωστε, γνωστό ότι η Νουνού Μαρτίνου πρόσφερε στην κοινωνία μέσω του ιδρύματός της «Αθηνά Ι. Μαρτίνου». Επειδή η ίδια αγαπούσε τη ζωή, η οποία, όπως χαρακτηριστικά έλεγε, «είναι σαν τη θάλασσα, γένους θηλυκού», κράτησε γενικότερα την ίδια στάση, αυτή της αφοσίωσης, του σεβασμού, της αγάπης και του πάθους, αποδεχόμενη τη ζωή με όλες τις πλευρές της, είτε ήρεμη και γαλήνια είτε ταραγμένη και τρικυμιώδη.
Πάντα διακριτική και χαμηλών τόνων, αλλά με χαρακτήρα ευθύ, δεν άφησε ποτέ να της ξεφύγει από τα χέρια η ευκαιρία να προσφέρει. Ετσι, είτε φανερά είτε όχι, συμμετείχε και σε άλλα κοινωφελή ιδρύματα, ιδιαίτερα σε αυτά που ασχολούνταν με παιδιά, χρησιμοποιώντας την οικονομική της δύναμη προς όφελος των πολλών και των αδυνάτων, χωρίς να θέλει αυτό να γίνει γνωστό στο ευρύ κοινό.
Αθόρυβη φιλάνθρωπος μέχρι το τέλος της ζωής της. Στη φωτογραφία, σε φιλανθρωπικό γεύμα για το κέντρο παιδιών με ειδικές ανάγκες «Η ΧΑΡΑ»
Ο παππούς αγωνιστής του ’21
Η Νουνού Μαρτίνου είχε καταγωγή από την Ελευσίνα και την Κεφαλλονιά. Ηταν κόρη του Κωνσταντίνου Μεθενίτη και της Εμμας Κοκκολάτου. Τα αδέλφια της ήταν ο Μελέτης και ο Κλεόβουλος ή «Μπίμπης», όπως τον αποκαλούσαν στην οικογένεια.
Ο πατέρας της ήταν γνωστός δικηγόρος των Αθηνών. «Δούλευα πολύ εκείνη την εποχή στο γραφείο του. Του έγραφα όλες τις προτάσεις των υποθέσεων που είχε για να τις καταθέσει στο δικαστήριο. Και στο Κολλέγιο ήμουν πολύ καλή μαθήτρια», έλεγε.
Από μικρό παιδί το αίμα της έβραζε. Διόλου τυχαίο αν σκεφτεί κανείς τις ρίζες της: είχε παππού τον Κώτσο Μεθενίτη, ο οποίος με τα παλικάρια του συμμετείχε στην Επανάσταση του 1821, στο πλευρό των οπλαρχηγών Γιάννη Δυοβουνιώτη και Νικόλαου Κριεζώτη, ενώ διαδραμάτισε σπουδαίο ρόλο στην προσπάθεια των επαναστατημένων Ελλήνων να κρατήσουν μακριά από την Αθήνα τις δυνάμεις του Κιουταχή το 1826.
Εν αρχή το παλαιοπωλείο
Η Νουνού παντρεύτηκε τον αντικέρ Ιωάννη Μαρτίνο από τη Στεμνίτσα. «Ο ένας συμπλήρωνε τον άλλον. Ο πατέρας μας μάζευε μια κατάσταση όταν την έβλεπε να ξεχειλώνει. Η μητέρα μας τον βοήθησε πολύ στο μαγαζί, του άνοιγε πόρτες σε ανθρώπους της υψηλής κοινωνίας. Και μετά ο πατέρας μας τη στήριξε στο καινούριο της εγχείρημα», θυμάται η Ελένη Μαρτίνου, η μονοχοκόρη της οικογένειας η οποία ήταν εκείνη που ανέλαβε τη συγκεκριμένη επιχείρηση.
Στο Μοναστηράκι, στην Πανδρόσου 50, βρίσκεται από το 1926 το Παλαιοπωλείο Μαρτίνος. Ο Ιωάννης Μαρτίνος είχε ανέβει στην Αθήνα και σπούδαζε στη Νομική Σχολή. Ενας εξάδελφός του ήταν αυτός που είχε ανοίξει το παλαιοπωλείο. Πέθανε όμως νέος. Ο Ιωάννης Μαρτίνος αναγκάστηκε να αναλάβει το μαγαζί απ’ όπου δεν έφυγε ποτέ. Ηταν ιδιοφυής, άνθρωπος με γούστο και αυτό τον έκανε να ξεχωρίσει στον ανταγωνισμό. Μάλιστα προμήθευσε μεγάλο μέρος της συλλογής του Μουσείου Μπενάκη.
Το παλαιοπωλείο που κάποιοι αποκάλεσαν «σπηλιά του Αλαντίν» έγινε ο οικονομικός τροφοδότης της Αθηνάς Μαρτίνου όταν αποφάσισε να εισέλθει στη ναυτιλία.
Ηταν το 1964 όταν η Αθηνά τόλμησε να κάνει το πρώτο της βήμα. Οι Μαρτίνοι είναι από τις οικογένειες που επένδυσαν τα κέρδη της στεριάς στη θάλασσα. Πούλησε την προίκα της, πήρε και ένα κεφάλαιο από τον σύζυγό της και αγόρασε το πρώτο της πλοίο.
Ο Θανάσης Μαρτίνος αναπολεί: «Το πλοίο κόστισε 100.000 λίρες. Το “Θανάσης”, πρώην “Mary Livanos”, ήταν 10.000 τόνων ατμόπλοιο του 1949. Ανήκε στην εταιρεία του Νικολάου Λιβανού. Μεσολάβησε ο θείος μας, ο καπετάν Πριόβολος Μεθενίτης, τον οποίο εκτιμούσε ιδιαίτερα ο Λιβανός αφού τον είχε καπετάνιο στα πλοία του. Τον επισκέφτηκε στο γραφείο του στο Μονακό και έκλεισε τη συμφωνία. Ενα πλοίο με πολλά προβλήματα και περιπέτειες από την αρχή. Δεν έβγαλε χρήματα. Δεν χάσαμε, αλλά ούτε κερδίσαμε. Κερδίσαμε όμως σε γνώσεις».
Το πρώτο πλοίο με το όνομα «Thanasis». Αγοράστηκε από την Αθηνά (Νουνού) Μαρτίνου το 1964 με 100.000 λίρες και πουλήθηκε το 1967 στην οικογένεια Πατέρα έναντι 300.000
Τα πρώτα πλοία
Η Νουνού Μαρτίνου στο επιχειρηματικό της ξεκίνημα, εκτός από τον άνδρα της, είχε στο πλευρό της τον πρωτότοκο γιο τους Θανάση, ο οποίος τότε ήταν 14 ετών! Η ίδια του έδινε τα εύσημα, ενώ η Ελένη Μαρτίνου έχει περιγράψει την τότε κατάσταση: «Ο αδελφός μου, ο Θανάσης, ενώ ακόμη πήγαινε σχολείο, είχε κάτω από τα τετράδιά του έγγραφα για τη δουλειά. Εξ ου και την τελευταία χρονιά δεν ήταν τόσο καλός μαθητής. Ασχολούνταν με τη ναυτιλία και την εταιρεία».
Εκείνος έχει διηγηθεί τα μαθητικά του χρόνια και έχει αποκαλύψει ότι έκανε ακόμη και σκασιαρχείο για να είναι κοντά στη θάλασσα και τα πλοία: «Ασχολούμουν μέρος του χρόνου μου με τη ναυτιλία και κυρίως κρατούσα το ταμείο του πλοίου και έκανα επισκέψεις σε επισκευές. Είχα ενδιαφέρον για τη ναυτιλία ως χόμπι. Εκανα και σκασιαρχείο από το σχολείο και πήγαινα στο Πέραμα και παρακολουθούσα τις επισκευές πλοίων. Οταν στα 18 μου χρόνια πήγα για σπουδές στο Λονδίνο, η ναυτιλία έγινε πλήρους απασχόλησης εργασία για εμένα». Σπούδασε Οικονομικά στο Λονδίνο και στο Οικονομικό της Νομικής.
Η οικογένεια λίγο αργότερα αγόρασε και δεύτερο «βαπόρι», όπως άρεσε να αποκαλεί τα πλοία η Νουνού Μαρτίνου. Για τον σκοπό αυτόν, το ζεύγος πήγε στην Ουαλία. Εκείνη την εποχή ο 17χρονος Θανάσης ταξίδεψε έως την Κίνα, παρότι τότε διάβαζε για τις εισαγωγικές εξετάσεις στο πανεπιστήμιο. Σκοπός του ήταν να το ναυλώσει, να βρει φορτίο δηλαδή προς μεταφορά. «Νέο παιδί και δεν φοβήθηκε να κάνει ένα τέτοιο ταξίδι και μάλιστα στη μακρινή Κίνα», έλεγε η Νουνού με θαυμασμό για τον πρωτότοκο γιο της.
Ενδιαφέρουσα είναι και η ιστορία που διηγείται ο Θανάσης Μαρτίνος για το πώς αγοράστηκε το δεύτερο πλοίο της οικογένειας: «Την εποχή που ήταν να αγοράσει η μητέρα μου το δεύτερο πλοίο, είχε μια έντονη λογομαχία με τον πατέρα μου. Δεν πολυμίλαγαν για 10 ημέρες. Τότε ήταν που εντοπίσαμε ένα αξιόλογο πλοίο 12.000 τόνων, εγγλέζικο. Ο πατέρας ήρθε και μου είπε: “Θανάση, να το αγοράσουμε αυτό το πλοίο να ευχαριστηθεί και η μαμά σου. Ησυχος άνθρωπος. Εφυγε νωρίς, το 1977».
«Δεν είχαμε λεφτά. Ο Θανάσης τελείωνε το Γυμνάσιο, βρήκα λεφτά και πήγαμε στο Λονδίνο για να υπογράψει ο Θανάσης, ο οποίος μου είπε τότε: “Θα υψώσουμε την ελληνική σημαία”. Ο λιμενάρχης στο Λονδίνο με ρώτησε “ξέρεις γραφομηχανή;”, του είπα “ναι” και κάθισα και έγραψα τα έγγραφα. Τα πήρε ο Θανάσης και έτσι παραλάβαμε το βαπόρι. Το πρώτο πλοίο, το “Θανάσης”, που αγοράσαμε το 1964 με 100.000 λίρες, το πουλήσαμε τρία χρόνια αργότερα, το 1967, στην οικογένεια Πατέρα αντί 300.000.».
Τα δύο πρώτα πλοία τα διαχειριζόταν η ναυτιλιακή επιχείρηση της οικογένειας Μεθενίτη με έδρα στον Πειραιά και η Kronos Shipping του Δ. Λεμού με έδρα στο Σίτι του Λονδίνου.
Η Thenamaris
Το 1971 η Αθηνά Μαρτίνου αποφάσισε να πάρει δυναμικά στα χέρια της τη διαχείριση των πλοίων της οικογένειας.
Ιδρυσε την εταιρεία που ονόμασε Thenamaris Ships Management από τα αρχικά των μικρών ονομάτων των παιδιών της: Th(anasis)-e(leni)-n(tinοs)-a(ndreas)...maris. Παρέδωσε όλες τις μετοχές στους γιους της Θανάση, Ντίνο και Ανδρέα. Η Ελένη κράτησε την γκαλερί αλλά οι δύο γιοι της Αρης και Στέφανος Kοροπούλης ασχολούνται επιτυχώς με τη ναυτιλία μέσω της εταιρείας τους Astra Shipmanagement.
«Κατ’ αρχάς, χρειάζονται ικανότητα και ευφυΐα, τα οποία είχε η μητέρα μας. Ηταν εξαιρετικά συμπαθής στους τρίτους και είναι σημαντικό για έναν επιχειρηματία να έχει καλές σχέσεις με τους άλλους», σχολιάζει ο Θανάσης Μαρτίνος και συνεχίζει: «Παράλληλα, εμείς της οφείλουμε μεγάλη ευγνωμοσύνη γιατί από την αρχή μάς άφησε ελεύθερους να έχουμε πρωτοβουλία, εν αντιθέσει με την πλειονότητα άλλων γονέων. Από την αρχή δεν είχε ιδιοκτησία στα πλοία, οι μετοχές των πλοίων ανήκαν στα τρία αδέλφια. Δεν είχε ποσοστό. Ούτε καν για την ασφάλειά της. Ούτε να είναι πρώτη ήθελε. Μας έδωσε από την αρχή τον πρώτο ρόλο και πάντα μας στήριζε σε όλες τις επιλογές μας. Ακόμη και στα αισθηματικά μας δεν ανακατεύτηκε ποτέ».
Ο Θανάσης έμεινε στην εταιρεία έως το 1991. Τη χρονιά εκείνη αποχώρησε και συνέστησε τη δική του, την ΕastMed: «Ο διαχωρισμός των πλοίων έγινε όταν ήμουν 41 χρόνων. Μου αναλογούσαν 15 πλοία χωρίς να έχουν χρέη, όπως το ίδιο συνέβαινε με όλη τη Thenamaris. Είχαμε πολλά παιδιά, οπότε ήταν καλή απόφαση να ανεξαρτητοποιηθούμε. Ωστόσο ακολουθήσαμε και ακολουθούμε και οι τρεις συντηρητική φιλοσοφία με προσεκτικά ανοίγματα».
Τον μεγάλο του αδελφό ακολούθησε λίγα χρόνια αργότερα, το 1997, ο Ανδρέας, ο βενιαμίν της οικογένειας, ο οποίος ίδρυσε τη Minerva (Αθηνά) δίνοντας το όνομα της μητέρας του. Στη Τhenamaris έμεινε ο δευτερότοκος Ντίνος.
Η Αθηνά Μαρτίνου και πίσω τα παιδιά της, από αριστερά, Ελένη, Ανδρέας, Ντίνος και Θανάσης
Οι διάδοχοι
«Σήμερα υπάρχει διάδοχη κατάσταση και στις τρεις εταιρείες. Τα ανίψια μου, παιδιά των δύο αδελφών μου, είναι ηλικίας γύρω στα 40 έτη. Είναι άξια. Οπως και τα ανίψια μου από την αδελφή μου ασχολούνται και αυτά με τη ναυτιλία και την πλοιοκτησία», αναφέρει ο Θανάσης Μαρτίνος. Και οι τρεις εταιρείες μαζί έχουν σήμερα σχεδόν 300 πλοία διαφόρων τύπων και συνεχίζουν τα ναυπηγικά τους προγράμματα.
Ο στόλος της Thenamaris ήταν πάντοτε διαφοροποιημένος και αποτελούνταν τόσο από εξειδικευμένα πλοία (car carriers - heavy lift) όσο και από πλοία μεταφοράς υγρού και ξηρού φορτίου. Αυτή η επιλογή του επιμερισμού του επιχειρηματικού κινδύνου συνέβαλε στην επιτυχημένη πορεία της επιχείρησης, παρά το γεγονός ότι ο προσανατολισμός της στην εμπορική εκμετάλλευση των πλοίων ήταν κατά κύριο λόγο στη spot αγορά με ναυλώσεις κατά ταξίδι. Στα πρώτα χρόνια λειτουργίας της στράφηκε στη ναυπήγηση τριών φορτηγών handysize (έως 50.000 τόννων) bulk carriers. Στη συνέχεια όμως η οικογένεια Μαρτίνου στήριξε την ανάπτυξή της στην αγορά μεταχειρισμένων πλοίων.
Η Thenamaris θεωρείται μία από τις εταιρείες που εκμεταλλεύτηκαν σε μεγάλο βαθμό και με επιτυχία τη στρατηγική των βραχυχρόνιων αγορών και πωλήσεων πλοίων με στόχο την άντληση κεφαλαιακών κερδών. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 οι αδελφοί Μαρτίνου επανήλθαν στην επιλογή των ναυπηγήσεων, χωρίς όμως να εγκαταλείψουν ποτέ την έντονη δραστηριοποίησή τους στην αγορά των μεταχειρισμένων πλοίων.
Οι 40 εφοπλιστές
Ενα από τα χαρακτηριστικά της Thenamaris, στο οποίο αποδίδεται σε σημαντικό βαθμό και η επιτυχία της, είναι ότι υπήρξε εργασιακό περιβάλλον που ευνοούσε την επιχειρηματικότητα και την πρωτοβουλία των στελεχών. Δινόταν στα στελέχη η δυνατότητα να συμμετέχουν με μικρό ποσοστό στα πλοία που διαχειρίζονταν, κάτι που συνέβαλε σημαντικά σε αυτό. Το στοιχείο αυτό είναι φανερό και στο γεγονός ότι «από τις τάξεις των στελεχών της ξεπήδησαν 40 σημαντικοί Ελληνες εφοπλιστές», όπως έλεγε με περηφάνια η Νουνού Μαρτίνου.
Το πόσο αγαπητή ήταν αποκαλύπτεται από ένα περιστατικό που τη γέμισε περηφάνια και χαράχτηκε στο μυαλό και την καρδιά της. Το διηγήθηκε η ίδια στην εκπομπή «Αειναύτες» πριν από περίπου έξι χρόνια: «Εχω ένα καραβάκι 50 χρόνων και το αράζω στη Σχοινούσα, όπου ψαρεύω.
Την ημέρα των γενεθλίων μου, αρχές Αυγούστου, σηκώθηκα το πρωί για να μαζέψω τα παραγάδια. Και σκέφτηκα: Πωπώ, σήμερα είναι και τα γενέθλιά μου! Μόλις βγήκα στο κατάστρωμα αντίκρισα ένα πρωτόγνωρο θέαμα: είδα 100 κότερα στη Σχοινούσα σημαιοστολισμένα για να με τιμήσουν την ημέρα των γενεθλίων μου. Μοναδική αναγνώριση. Με κάνει υπερήφανη».