Ακόμη και ο εθνικός ποιητής Διονύσιος Σολωμός εξύμνησε τις ηρωίδες αυτές γράφοντας: «Θαμάζω τες γυναίκες μας και στ’ όνομα τους μνέω…».
Ωστόσο, ο ρόλος τους συχνά παραγνωρίστηκε στην επίσημη ιστορία. Σήμερα, με τη σύγχρονη ματιά, αναδεικνύουμε τις πιο εμβληματικές μορφές – όπως η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα και η Μαντώ Μαυρογένους – αλλά και τις λιγότερο γνωστές ηρωίδες από διάφορες περιοχές της Ελλάδας, φωτίζοντας τη καθοριστική συμβολή τους στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα.
Εμβληματικές αγωνίστριες: Μπουμπουλίνα και Μαυρογένους
Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, η θρυλική καπετάνισσα από τις Σπέτσες, αφιέρωσε τεράστιο μέρος της περιουσίας της και διέθεσε τα πλοία της για τον Αγώνα. Ήταν από τις ελάχιστες γυναίκες μέλη της Φιλικής Εταιρείας και οδήγησε μοίρα σπετσιώτικων πλοίων σε σημαντικές ναυμαχίες, συμμετέχοντας σε πολιορκίες όπως του Ναυπλίου και της Μονεμβασιάς. Εκτός από την ηγετική της δράση ως “Καπετάνισσα”, η Μπουμπουλίνα στήριξε οικονομικά την Επανάσταση, προσφέροντας όλα για την πατρίδα. Έφτασε μάλιστα να αναγνωριστεί μετά θάνατον με τον βαθμό της ναυάρχου – πρώτη φορά για γυναίκα στην ιστορία.
Η Μαντώ Μαυρογένους, γόνος πλούσιας οικογένειας, εγκατέλειψε κι εκείνη μια άνετη ζωή για τον Αγώνα. Με καταγωγή από τη Μύκονο (γεννημένη στην Τεργέστη), διέθεσε ολόκληρη την περιουσία της για να εξοπλίσει και να συντηρήσει ελληνικά στρατεύματα και πλοία. Η Μαντώ έγινε γνωστή και στο εξωτερικό: με επιστολές της προς φιλελληνίδες της Ευρώπης (ιδίως στην Αγγλία και τη Γαλλία) έκανε γνωστούς τους σκοπούς της Επανάστασης, κερδίζοντας υποστήριξη. . Πολέμησε η ίδια σε μάχες, ηγήθηκε εκστρατειών (όπως στην Κάρυστο, στο Πήλιο και στη Φθιώτιδα) και τιμήθηκε με τον βαθμό της Επιτίμου Αντιστρατήγου από τον Ι. Καποδίστρια.
Δυστυχώς, μετά την Απελευθέρωση, η Μαντώ βρέθηκε χωρίς πόρους – έχοντας ξοδέψει τα πάντα για την πατρίδα – και πέθανε στην αφάνεια και τη φτώχεια.
Χαρακτηριστικό της πικρίας που ένιωσε είναι το περιστατικό όπου, όταν κρατικός υπάλληλος τη ρώτησε τι πρόσφερε στον Αγώνα (ώστε να δικαιολογήσει αίτημά της για σύνταξη), εκείνη απάντησε απογοητευμένη: «τίποτα». Η αντίφαση αυτή αναδεικνύει πόσο υποτιμημένη παρέμεινε η συμβολή της – όπως και πολλών άλλων γυναικών – στην επίσημη μεταγενέστερη αντιμετώπιση.
Εκτός από τις δύο αυτές εμβληματικές μορφές, αξίζει να μνημονεύσουμε και τη Δόμνα Βισβίζη από την Αίνο της Θράκης. Η Δόμνα, σύζυγος καπετάνιου, ανέλαβε η ίδια το πλοίο τους όταν ο άνδρας της σκοτώθηκε σε ναυμαχία – πολέμησε στη θάλασσα (σε επιχειρήσεις στη Λέσβο, τη Σάμο και τον Ευβοϊκό) και στο τέλος δώρισε το πλοίο της στο επαναστατημένο κράτος ως πυρπολικό
Μαζί με τη Μπουμπουλίνα και τη Μαυρογένους, συγκαταλέγεται στις γυναίκες-ηγέτιδες της Επανάστασης που έδρασαν στα νησιά και έγιναν σύμβολα γενναιότητας
Αφανείς ηρωίδες στην πρώτη γραμμή του Αγώνα
Πέρα από τις διάσημες μορφές, πολλές άλλες γυναίκες από κάθε γωνιά του τόπου πήραν τα όπλα και έγραψαν ιστορία, αν και τα ονόματά τους δεν είναι ευρέως γνωστά. Στα βουνά της Ηπείρου, οι Σουλιώτισσες έγιναν θρύλος. Ήδη από τα προεπαναστατικά χρόνια, γυναίκες σαν τη Μόσχω Τζαβέλλα, τη Δέσπω Μπότση, την Ελένη και Χρυσούλα Μπότσαρη και τη Χάιδω Σέχου πολεμούσαν τους Τούρκους, εμπνέοντας με τα κατορθώματά τους γενιές αγωνιστριών.
Η πιο ξακουστή πράξη τους αποτυπώθηκε στο τραγούδι του «Χορού του Ζαλόγγου»: το 1803, εξήντα Σουλιώτισσες προτίμησαν να πέσουν στον γκρεμό με τα παιδιά τους παρά να παραδοθούν στους διώκτες τους.
Αυτή η μνημειώδης αυτοθυσία – ο Χορός του Ζαλόγγου – έμεινε χαραγμένη στη συλλογική μνήμη και ενέπνευσε τις γυναίκες του 1821 στην ώρα του κινδύνου.
Ο Χορός του Ζαλόγγου (πίνακας του Claude Pinet, 1855). Σουλιώτισσες γυναίκες επιλέγουν τον θάνατο αντί για την υποδούλωση, μια πράξη αυτοθυσίας που ενέπνευσε τον ηρωισμό πολλών Ελληνίδων κατά την Επανάσταση του 1821.
Κατά τη διάρκεια της Επανάστασης, οι Σουλιώτισσες συνέχισαν να μάχονται ηρωικά. Η Ελένη Μπότσαρη, κόρη του κλεφταρματολού Κίτσου Μπότσαρη και αδελφή του Νοτή, μετά την ήττα στο Σέλτσο το 1804 προτίμησε να πέσει στον ποταμό Αχελώο και να πνιγεί, παρά να πιαστεί αιχμάλωτη.
Η μόλις 19 ετών Σουλιώτισσα τραγουδήθηκε σε όλη την Ελλάδα ως παράδειγμα τόλμης – «Μια γυναίκα, μια κόρη, κατά επτά» λέει ένα χρονικό της εποχής, υπογραμμίζοντας τον θαυμασμό που προκάλεσε ο αγώνας της.
Οι Μανιάτισσες
Στη Μάνη, στην νότια Πελοπόννησο, οι γυναίκες ήταν εξίσου μαχητικές. Οι Μανιάτισσες είχαν παράδοση στα όπλα και το 1821-1826 πολέμησαν σκληρά εναντίον Τουρκοαιγυπτίων. Σε μάχη του 1826 στην περιοχή του Διρού, από τους ~1.500 Μανιάτες υπερασπιστές οι 1.000 ήταν γυναίκες.
Οπλισμένες με ό,τι έβρισκαν – ακόμη και με δρεπάνια, ρόπαλα ή πέτρες – όρμησαν και συνέβαλαν αποφασιστικά να νικηθεί ο στρατός του Ιμπραήμ, προκαλώντας του βαριές απώλειες.
Οι ξένες πηγές και η λαϊκή μνήμη έμειναν έκθαμβες: «οι γυναίκες πολεμούσαν σαν τους άνδρες» αναφέρουν σχετικά χρονικά, περιγράφοντας Μανιάτισσες με φυσεκλίκια στη μέση να πολεμούν στα ταμπούρια δίπλα στους άνδρες.
Σε πολλές περιπτώσεις, γυναίκες ηγήθηκαν οι ίδιες επαναστατικών σωμάτων. Η Σταυριάνα Σάββαινα από τη Μάνη πολέμησε σε πλήθος μαχών της Πελοποννήσου. Σε επιστολή της προς τον Κυβερνήτη Καποδίστρια, υπερασπιζόμενη το δικαίωμα των γυναικών σε κρατική μέριμνα, έγραφε: «το στάδιον της πολεμικής δόξας είναι βέβαια διά τους άνδρας, όταν όμως είναι λόγος περί σωτηρίας της πατρίδος… αι γυναίκες της Ελλάδος έδειξαν πάντοτε ότι έχουν καρδίαν να κινδυνεύσουν συναγωνιζόμεναι ως οι άνδρες».
Πράγματι, στην περίφημη μάχη του Βαλτετσίου (Μάιος 1821), η Σταυριάνα συμμετείχε ενεργά υπό τις διαταγές του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη. Σύμφωνα με μαρτυρία της εποχής, «η Σταυριάνα, μόνη μεταξύ των ανδρών, αψηφούσε τις σφαίρες και μετέφερε τις πυριτιδοβολές από προμαχώνα εις προμαχώνα», εκπλήσσοντας ακόμη και τους οπλαρχηγούς Κολοκοτρώνη και Πλαπούτα με το θάρρος της.
Μια άλλη αξιοσημείωτη μορφή ήταν η Κωνσταντίνα Ζαχαριά από τη Λακωνία. Κόρη κλέφτη που σκοτώθηκε από τους Τούρκους, η Κωνσταντίνα ορκίστηκε εκδίκηση. Όταν ξέσπασε η Επανάσταση, ύψωσε τη δική της επαναστατική σημαία, ζώστηκε τ’ άρματα και τέθηκε επικεφαλής σώματος περίπου 500 ανδρών. Με την ορμή της ανάγκασε τους Τούρκους να κλειστούν στο κάστρο του Μυστρά, όπου κατέβασε την ημισέληνο από το τζαμί, πυρπόλησε το σπίτι του τοπικού βοεβόδα και τελικά τον σκότωσε. Η τολμηρή αυτή πράξη της – ασυνήθιστη για γυναίκα της εποχής – σόκαρε τους κατακτητές και ανύψωσε το ηθικό των Ελλήνων.
Παρόμοιες ιστορίες αφανών ηρωίδων συναντάμε σε όλη την επαναστατημένη Ελλάδα. Στη Θράκη, η Άννα Λαούπη-Τριτζοπούλου από την Αδριανούπολη συμμετείχε στις εκεί εξεγέρσεις το 1821, ενώ στη Μακεδονία, γυναίκες της Νάουσας και της Βέροιας έδωσαν το «παρών» στην επανάσταση του 1822. Αναφέρονται χαρακτηριστικά η Καρατάσαινα και η Ζαφειράκη στη Νάουσα, που πολέμησαν γενναία πριν η πόλη πέσει και πολλές αιχμάλωτες προτιμήσουν τον θάνατο στον καταρράκτη της Αράπιτσας
Στο πολιορκημένο Μεσολόγγι, κατά την Έξοδο του 1826, οι Μεσολογγίτισσες στάθηκαν ισάξια δίπλα στους άνδρες: με το ένα χέρι κράταγαν το όπλο και με το άλλο τα παιδιά τους, επιχειρώντας να σπάσουν τον κλοιό – οι περισσότερες έπεσαν μαχόμενες, περνώντας συλλογικά στην αθανασία ως σύμβολα εθνικού ηρωισμού.
Γυναικεία δίκτυα: κατασκοπεία, εφοδιασμός και στήριξη
Οι Ελληνίδες του 1821 δεν συνέβαλαν μόνο στο πεδίο της μάχης. Εξίσου κρίσιμος ήταν ο ρόλος τους σε υποστηρικτικές και μυστικές αποστολές. Πολλές εύπορες γυναίκες των Φαναριώτικων οικογενειών στην Κωνσταντινούπολη αξιοποίησαν την κοινωνική τους επιρροή για να προωθήσουν διακριτικά τον Αγώνα, επηρεάζοντας ακόμα και τις αποφάσεις στον κύκλο του Πατριαρχείου.
Για παράδειγμα, η Ραλλού Μαυρομάτη-Καρατζά, πριγκίπισσα στη Βλαχία, διοργάνωνε φιλελληνικές εκδηλώσεις και συνέδραμε επικοινωνιακά το Επαναστατικό Κίνημα. Στην ίδια κατηγορία ανήκει και η Ελισάβετ Υψηλάντη, αδελφή των ηγετών της Φιλικής Εταιρείας, που συντόνιζε ενισχύσεις και φιλοξενούσε συναντήσεις συνωμοτών.
Πράγματι, η Φιλική Εταιρεία – η μυστική οργάνωση που προετοίμασε την Επανάσταση – είχε κι αυτή γυναικείες παρουσίες. Η πρώτη γυναίκα που μυήθηκε επίσημα στη Φιλική ήταν η Κυριακή Σπαρίδη-Ναύτη από τη Σμύρνη.
Παρότι τα περισσότερα μέλη ήταν άνδρες, πολλές Ελληνίδες βοήθησαν ως κατάσκοποι και αγγελιοφόροι της Εταιρείας, μεταφέροντας κρυφά μηνύματα, όπλα ή προκηρύξεις κάτω από τη μύτη των Οθωμανών.
ΜΑΡΙΓΩ ΖΑΡΑΦΟΠΟΥΛΟΥ
Η Μαριγώ Ζαραφοπούλου είναι ένα παράδειγμα: έδρασε ως σύνδεσμος και κατάσκοπος, διακινώντας απόρρητη αλληλογραφία μεταξύ των επαναστατικών κέντρων
Παράλληλα, γυναίκες όπως η Μαντώ Μαυρογένους, η Ελισάβετ Υψηλάντη, η Φαίδρα Παππά και η Ασημίνα Λιδωρίκη («Γκούραινα») συνεισέφεραν οικονομικά στη Φιλική και διέδιδαν την ιδέα της εξέγερσης στους ευρωπαϊκούς κύκλους. Χάρη σε αυτές, ενισχύθηκε το φιλελληνικό ρεύμα στην Ευρώπη που τόσο πολύ βοήθησε την ελληνική υπόθεση.
Οι γυναίκες επίσης ανέλαβαν οργανωτικό και κοινωνικό έργο στα μετόπισθεν. Σε όλη τη διάρκεια του αγώνα, συγκρότησαν επιτροπές περίθαλψης τραυματιών, φροντίδας ορφανών και προσφύγων, καθώς και ομάδες ανεφοδιασμού των αγωνιστών με τρόφιμα, ρούχα και πολεμοφόδια.
Μια χαρακτηριστική φυσιογνωμία είναι η Πανώραια Χατζηκώστα, γνωστή ως «Ψωροκώσταινα». Ήταν μια φτωχή Ελληνίδα από τις Κυδωνίες της Μ. Ασίας, που έχασε τον άντρα και τα παιδιά της στις σφαγές, κατέφυγε στο Ναύπλιο και ζούσε ζητιανεύοντας. Κι όμως, όταν οι επαναστάτες συγκέντρωναν έρανο, η Πανώραια δώρισε ό,τι πολυτιμότερο είχε – ένα μοναδικό ασημένιο δαχτυλίδι και ένα γρόσι (νόμισμα) – «για τον Αγώνα».
Η αυταπάρνησή της αυτή έγινε σύμβολο του φτωχού αλλά φιλότιμου Έλληνα – τόσο που το παρατσούκλι «Ψωροκώσταινα» ταυτίστηκε αργότερα με την ίδια την Ελλάδα, θυμίζοντας την ένδεια αλλά και την γενναιοδωρία της.
Πολλές άλλες γυναίκες, επώνυμες και ανώνυμες, ακολούθησαν το παράδειγμά της: όσες είχαν πλούτη τα διέθεσαν (η Μαντώ, η Δόμνα, η γραία Δέσπω από την Ύδρα κ.ά.), ενώ όσες δεν διέθεταν περιουσία «έδωσαν και τα κοσμήματά τους» για την πατρίδα
Αξίζει να σημειωθεί και ο ρόλος των γυναικών στις πολιτικές διεργασίες της Επανάστασης. Συχνά οι σύζυγοι ή κόρες οπλαρχηγών χρησιμοποιούνταν για τη σύναψη στρατηγικών συμμαχιών μέσω γάμων. Η ίδια η Μπουμπουλίνα πάντρεψε την κόρη της Ελένη με τον γιο του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, Πάνο, φέρνοντας ως προίκα σημαντικούς πόρους στην οικογένεια Κολοκοτρώνη και σφυρηλατώντας συμμαχία ανάμεσα στους Σπετσιώτες και τους αγωνιστές του Μωριά.
Αντίστοιχα, ο Κολοκοτρώνης κανόνισε γάμους των παιδιών του με παιδιά άλλων οπλαρχηγών για να ενώσει φάρες. Σε άλλο επίπεδο, γυναίκες όπως η Ασημίνα Λιδωρίκη-Γκούρα (σύζυγος του οπλαρχηγού Ν. Γκούρα) αναδείχθηκαν σε άτυπες «συμβούλους» των ανδρών τους. Η Γκούραινα πολέμησε με γενναιότητα στην πολιορκία της Ακρόπολης και αναγνωρίστηκε τιμητικά ως «καπετάνισσα».
Επιπλέον, έπεισε τον άντρα της να αλλάξει διπλωματική στάση – χάρη σε εκείνη ο Γκούρας δέχτηκε να ζητήσει βρετανική βοήθεια, παρότι ως τότε ανήκε στο φιλογαλλικό κόμμα.
Παρομοίως, η Αγγελίνα Νικηταρά (Νικηταίνα) λειτούργησε ως μεσολαβήτρια ανάμεσα σε αντίπαλες φατρίες κατά τον εμφύλιο του 1824, βοηθώντας στην εκτόνωση εντάσεων.
Ακόμη και στην αλληλογραφία με τον εχθρό, βρίσκουμε γυναικείες σκιές: φημολογείται ότι η σύζυγος του στρατηγού Βάσου, η Ελένη, ήταν η έμπιστη γραμματέας του, χειριζόμενη όλη την μυστική αλληλογραφία του με τον Κιουταχή πασά. Όλοι αυτοί οι “αόρατοι” ρόλοι – της διπλωμάτισσας, της νοσοκόμας, της τροφοδότριας, της εμψυχώτριας – αποδείχθηκαν εξίσου σημαντικοί με τη μάχη στο πεδίο.
Η ιστορική σημασία και η υποτιμημένη μνήμη τους
Η πολύπλευρη συμβολή των γυναικών υπήρξε καθοριστική για την έκβαση της Ελληνικής Επανάστασης. Όπως επισημαίνουν σύγχρονες μελέτες, χωρίς τη δική τους συμμετοχή ο Αγώνας θα ήταν άνισος και ίσως να μην ευοδωνόταν. Οι Ελληνίδες του 1821 ενέπνευσαν τους συμπολεμιστές τους και έγιναν πρότυπα αυτοθυσίας – τα κατορθώματά τους πέρασαν στα δημοτικά τραγούδια, στη λαϊκή παράδοση και στην τέχνη (ζωγράφοι του 19ου αιώνα απαθανάτισαν σκηνές όπως το Ζάλογγο ή την Έξοδο του Μεσολογγίου)
Ωστόσο, παρά τον θαυμασμό που ενίοτε εξέφρασαν οι σύγχρονοί τους, η επίσημη πολιτεία και η ιστοριογραφία του 19ου αιώνα δεν απέδωσαν στις γυναίκες αυτές την αναγνώριση που τους άξιζε. Μετά τη λήξη του Αγώνα, οι περισσότερες βρέθηκαν στο περιθώριο: αποκλείστηκαν από την πολιτική ζωή της νεαρής ελληνικής πολιτείας και θεωρήθηκε “αυτονόητο” ότι δεν θα έχουν δικαίωμα ψήφου ούτε θα κατέχουν δημόσια αξιώματα.
Ακόμα και οι πιο δοξασμένες μεταξύ τους αντιμετωπίστηκαν με τρόπο άνισο. Χαρακτηριστικά, η ίδια η Μπουμπουλίνα – παρά τα όσα πρόσφερε – δεν έλαβε ποτέ τη σύνταξη αγωνιστή που αιτήθηκε, διότι κρίθηκε ότι μόνο ως «χήρα αγωνιστή» θα τη δικαιούνταν.
Τέτοιοι αποκλεισμοί αντανακλούν τις αντιλήψεις της εποχής, που ήθελαν τον “πόλεμο υπόθεση των ανδρών” και επανέφεραν τις γυναίκες στο παρασκήνιο μόλις τελείωσε η επανάσταση.
Έπρεπε να περάσουν δεκαετίες μέχρι να αρχίσει η συστηματική καταγραφή της δράσης τους. Στα τέλη του 19ου αιώνα, η φεμινίστρια παιδαγωγός Σωτηρία Αλιμπέρτη και ιδιαίτερα η πρωτοπόρος δημοσιογράφος Καλλιρρόη Παρρέν συγκέντρωσαν πληροφορίες για πολλές από αυτές τις αφανείς ηρωίδες, ανασύροντας στοιχεία από αρχεία, απομνημονεύματα και δημοτικά τραγούδια.
Οι έρευνές τους δημοσιεύθηκαν στην «Εφημερίδα των Κυριών» (1887 κ.ε.) – το πρώτο ελληνικό γυναικείο περιοδικό – φωτίζοντας το έργο των γυναικών της Επανάστασης και διεκδικώντας την αναγνώρισή τους. Ήταν μια από τις πρώτες προσπάθειες αποκατάστασης της συλλογικής μνήμης, που μέχρι τότε προσπερνούσε τις ηρωίδες του ’21 ή τις περιέβαλλε με τον μανδύα του μύθου χωρίς συγκεκριμένα ιστορικά στοιχεία.
Σήμερα, οι ιστορικοί επανεξετάζουν τον ρόλο αυτών των γυναικών με νέα οπτική. Η επέτειος των 200 χρόνων από το 1821 (το έτος 2021) υπήρξε αφορμή για εκδηλώσεις τιμής και περαιτέρω μελέτη. Σε πολλές πόλεις της Ελλάδας, ειδικά την Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας το 2021, οργανώθηκαν αφιερώματα στις ηρωικές γυναικείες μορφές του Αγώνα.
Αναδείχθηκε έτσι ο σημαντικός ρόλος τους και παράλληλα έγινε σαφές ότι χρειάστηκε να περάσουν πολλές γενιές για να κερδίσουν οι γυναίκες δύναμη και δικαιώματα σε αυτή τη χώρα
Οι μελετητές τονίζουν ότι το θέμα της γυναικείας συμβολής στην Επανάσταση «χρήζει περισσότερης εμβάθυνσης και ήδη προκαλεί το ενδιαφέρον όλο και περισσότερων νέων ιστορικών».
Η συλλογική μνήμη αρχίζει να διορθώνει την αδικία, εντάσσοντας επιτέλους τις ηρωίδες του 1821 στο κάδρο της ιστορίας δίπλα στους άνδρες οπλαρχηγούς.
Οι γυναίκες της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, γνωστές και άγνωστες, αποτέλεσαν ακρογωνιαίο λίθο του Αγώνα. Με το θάρρος, την αυτοθυσία και την ευρηματικότητά τους απέδειξαν ότι η αγάπη για την πατρίδα δεν γνωρίζει διακρίσεις φύλου. Από τα πεδία των μαχών μέχρι τα μετόπισθεν της κοινωνίας, πολέμησαν και προσέφεραν με όλους τους τρόπους – και συχνά χωρίς ανταμοιβή ή αναγνώριση. Η ιστορική τους σημασία έγκειται όχι μόνο στις συγκεκριμένες νίκες ή συνεισφορές τους, αλλά και στο παράδειγμα που κληροδότησαν: αυτό της γενναίας γυναίκας, που σε μια βαθιά πατριαρχική κοινωνία σπάει τα δεσμά και στέκεται ίση ανάμεσα σε ήρωες. Σήμερα, η συλλογική μνήμη σταδιακά τις τιμά όπως τους αξίζει, και η μελέτη της δράσης τους αποτελεί έμπνευση για την συνεχή πορεία προς την ισότητα και την αναγνώριση όλων όσων συνέβαλαν στον κοινό σκοπό της ελευθερίας.