Η Susanne Raab, πρώην υπουργός Ένταξης και μέλος του Εθνικού Συμβουλίου της Αυστρίας, υπογράμμισε την ανάγκη σαφούς διάκρισης μεταξύ εργασιακής μετανάστευσης και προσφυγικών ροών. «Η εμπειρία του 2015 στην Αυστρία, όταν χάθηκε ο έλεγχος των συνόρων, άλλαξε ριζικά τη στάση της κοινωνίας απέναντι στη μετανάστευση». Το 2022, όπως ανέφερε, η χώρα κατέγραψε το υψηλότερο ποσοστό αιτήσεων ασύλου στην ΕΕ αναλογικά με τον πληθυσμό της. «Πολλοί από τους αιτούντες δεν γνώριζαν ούτε τη δική τους γλώσσα – πόσο μάλλον τα γερμανικά». Τόνισε ότι για να διατηρηθεί η αξιοπιστία του ασύλου, χρειάζεται ένα ενιαίο ευρωπαϊκό σύστημα που να ενισχύει τον ρόλο των κρατών. «Όσοι δεν δικαιούνται άσυλο πρέπει να επιστρέφονται». Παράλληλα, υποστήριξε ότι η ένταξη στην αγορά εργασίας προϋποθέτει πρώτα μια λειτουργική προσφυγική πολιτική, αλλιώς η πολιτική ένταξης δεν έχει εφαρμογή.
Ο Νότης Μηταράκης, βουλευτής και πρώην υπουργός Μετανάστευσης και Ασύλου, υπογράμμισε τη θεμελιώδη διάκριση μεταξύ νόμιμης και παράνομης μετανάστευσης, καλώντας σε ενίσχυση της πρώτης. «Η Ελλάδα χρειάζεται ανθρώπους, χρειάζεται ανθρώπινο κεφάλαιο – αλλά δεν μπορεί να συνεχιστεί η κατάσταση που οι διακινητές αποφασίζουν ποιοι θα έρθουν. Το εκκρεμές έχει γείρει προς την πλευρά τους και αυτό πρέπει να αλλάξει». Τόνισε την ανάγκη προστασίας των συνόρων και επισήμανε ότι το μεταναστευτικό δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται αποκλειστικά ως αριθμητικό πρόβλημα: «Οι κοινωνίες δεν είναι άθροισμα αριθμών – έχουν πολιτισμική ταυτότητα και κοινωνική συνοχή». Ανέφερε ιστορικά παραδείγματα ένταξης, όπως τη μικρασιατική προσφυγιά ή τη μαζική άφιξη μεταναστών από χώρες των Βαλκανίων τη δεκαετία του '90, τονίζοντας ότι ακόμη και σε περιπτώσεις με κοινή γλώσσα και πολιτισμικές συγγένειες, η ενσωμάτωση απαιτεί χρόνο και υπομονή. «Δεν μπορούμε να ενσωματώνουμε χιλιάδες ανθρώπους σε σύντομο χρονικό διάστημα», είπε χαρακτηριστικά, σημειώνοντας ότι η αποδοχή προϋποθέτει σεβασμό στους νόμους και τον τρόπο ζωής της χώρας υποδοχής. Αναφερόμενος στη Σύμβαση της Γενεύης, επισήμανε ότι αυτή προβλέπει πως ο αιτών άσυλο μετακινείται απευθείας από μια χώρα κινδύνου σε μια ασφαλή χώρα. «Σήμερα, όμως, πολλοί έρχονται μέσω ενδιάμεσων σταθμών, με ταξιδιωτικά έγγραφα». Ανέδειξε το παράδειγμα της Ουκρανίας, όπου η ΕΕ «άνοιξε ιστορικά τις πύλες» της: «Η Ευρωπαϊκή Ένωση απέδειξε ότι μπορεί να είναι ανοιχτή και ανθρώπινη – αλλά δεν πρέπει να επιτρέψουμε στους διακινητές να καθορίζουν τη μεταναστευτική μας πολιτική».
Ο Άρης Αλεξόπουλος, Επικεφαλής του Κέντρου του ΟΟΣΑ για τον Πληθυσμό στην Κρήτη, ανέφερε ότι στις χώρες του ΟΟΣΑ η μετανάστευση καταγράφει ιστορικά υψηλά επίπεδα, συμπεριλαμβανομένων και μη καταγεγραμμένων μεταναστών. «Σε πολλές χώρες, η αύξηση του αριθμού των μεταναστών έχει βοηθήσει στη σταθεροποίηση της παραγωγής – ειδικά σε κλάδους με ελλείψεις προσωπικού». Επισήμανε τη σύνδεση του ζητήματος με τη γήρανση του πληθυσμού: «Δεν μπορούμε να αυξήσουμε τις γεννήσεις άμεσα – η μετανάστευση είναι η μόνη ρεαλιστική απάντηση». Πρόσθεσε ότι χρειάζονται ισχυρά δεδομένα και σωστή επικοινωνία προς το κοινό ώστε να αλλάξει η αρνητική αντίληψη.
Ο Ευάγγελος Διοικητόπουλος, Αναπληρωτής Καθηγητής Οικονομικών και Διευθυντής του Ερευνητικού Κέντρου στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, επισήμανε ότι η γήρανση του πληθυσμού δημιουργεί τόσο σοβαρές προκλήσεις όσο και δυνατότητες προσαρμογής. «Σκεφτείτε μια επιχείρηση που ξαφνικά δεν βρίσκει προσωπικό – το εργατικό κόστος αυξάνεται και πρέπει να βρεθούν λύσεις». Οι απαντήσεις, όπως είπε, είναι τρεις: η αυτοματοποίηση, η τεχνητή νοημοσύνη και η καινοτομία. Όμως, η καινοτομία είναι διαδικασία μακράς πνοής – και στο μεταξύ, η μετανάστευση μπορεί να συνδράμει αποφασιστικά. «Η παρουσία μεταναστών αποτελεί μέρος της λύσης, ειδικά όταν μιλάμε για τη στήριξη της παραγωγικότητας. Αλλά αυτή η παρουσία συνοδεύεται και από κοινωνικές εντάσεις, που πρέπει να αντιμετωπιστούν με σοβαρότητα», σημείωσε. Ανέφερε ως θετικά παραδείγματα την εμπειρία της ένταξης των μεταναστών από τη Μικρά Ασία τη δεκαετία του 1920 και τη μαζική μετανάστευση από την Αλβανία τη δεκαετία του '90, που –όπως είπε– «ενίσχυσαν μετρήσιμα την ελληνική παραγωγή». Τόνισε ότι η συζήτηση δεν πρέπει να εστιάζει μονοδιάστατα στα δημογραφικά, αλλά να στρέφεται στην παραγωγικότητα: «Όταν αυξάνεται η παραγωγικότητα, μπορεί να αυξηθούν και οι γεννήσεις». Υπογράμμισε, τέλος, ότι η πολιτισμική ποικιλομορφία μπορεί να λειτουργήσει ως επιταχυντής καινοτομίας: «Η ανταλλαγή ιδεών και εμπειριών μεταξύ διαφορετικών κουλτούρων ευνοεί τη δημιουργικότητα – κι αυτό είναι κάτι που πρέπει να αξιοποιήσουμε».
Ο Πλάτων Τήνιος, Οικονομολόγος και Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς, μίλησε για το μεταναστευτικό ως ένα πεδίο διαρκούς αντιπαράθεσης μεταξύ οικονομικής λογικής και πολιτικής διαχείρισης. «Οι οικονομολόγοι το βλέπουν ως λύση σε ένα πρόβλημα – οι πολιτικοί προσπαθούν να δουν ένα πρόβλημα πάνω στη λύση». Αναγνώρισε ότι οι πολιτισμικές προκλήσεις που συνοδεύουν τη μετανάστευση είναι υπαρκτές, αλλά –όπως είπε– «συχνά τις φουσκώνουμε». Θύμισε ότι η ανάπτυξη της ανθρωπότητας είναι ιστορικά συνυφασμένη με τη μετανάστευση. Ολοκλήρωσε την παρέμβασή του με μια απλή, προσωπική παρατήρηση: «Η γήρανση του πληθυσμού αναδεικνύει ένα ερώτημα που κανείς δεν απαντά ανοιχτά: όταν εγώ γίνω 80 ετών, ποιος θα με φροντίζει;»
Τη συζήτηση συντόνισε η Τάνια Μποζανίνου, δημοσιογράφος στην εφημερίδα «Το Βήμα».