«Γεννήθηκα στη Νέα Υόρκη από Έλληνες μετανάστες και έζησα εκεί μέχρι τα πέντε μου. Μεγάλωσα στο Χαλάνδρι, πέρασα στο Πολυτεχνείο Κρήτης και στη συνέχεια έκανα μεταπτυχιακό στην Ολλανδία. Μετά από λίγο καιρό κουράστηκα εκεί και ζήτησα μετάθεση στο Ντουμπάι. Τυχαία βρέθηκα εκεί», εξομολογήθηκε.
Η αλλαγή αυτή στάθηκε καθοριστική για την καριέρα του, καθώς στο Ντουμπάι ίδρυσε μαζί με τη συνέταιρό του Ιωάννα το InstaShop, μια εφαρμογή για online παραγγελίες, σε μια εποχή που δεν υπήρχε ακόμα αντίστοιχη υπηρεσία στην τοπική αγορά.
«Τον πρώτο μήνα είχαμε 100 παραγγελίες την ημέρα. Τις πήγαινα εγώ ο ίδιος, δούλευα non stop. Οργανώναμε τις παραδόσεις ανά ουρανοξύστη και τις πηγαίναμε σε 15 λεπτά», θυμάται χαρακτηριστικά.
Πέντε χρόνια μετά, η start-up εξαγοράστηκε έναντι 360 εκατομμυρίων δολαρίων. Ο Γιάννης Τσιώρης δεν μετανιώνει ούτε στιγμή για την απόφαση πώλησης: «Για μένα δεν έχει αλλάξει τίποτα. Αυτό που άλλαξε είναι ότι δεν υπάρχει το οικονομικό άγχος και μπορώ να προσέξω την οικογένειά μου. Ήθελα να τα καταφέρω, επειδή έβλεπα τους γονείς μου να μοχθούν. Είχα την έγνοια να ηρεμήσουν και να ζήσουν λίγο τη ζωή τους. Είναι το παράσημό μου αυτό».
Με λόγια απλά, αλλά με μεγάλη συναισθηματική δύναμη, ο Τσιώρης περιέγραψε ένα success story με κέντρο όχι μόνο την καινοτομία και το επιχειρείν, αλλά και την ευγνωμοσύνη προς τις ρίζες του και την οικογένειά του.