Τα πρώτα στοιχεία είναι άκρως ενθαρρυντικά για τη συνέχεια. Πέρα από τις μετρήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, που έδειξαν αύξηση των εισπράξεων κατά 4,4% στο πρώτο τρίμηνο, είναι κυρίως τα μηνύματα από τις κρατήσεις για τους επόμενους μήνες που ενισχύουν τη βεβαιότητα ότι ο πήχης μπορεί να τεθεί ψηλότερα από το 2024, παρά τη διεθνή αβεβαιότητα.
Σύμφωνα με το Airdata Tracker, ο προγραμματισμός των αεροπορικών θέσεων για τη σεζόν δείχνει αύξηση και μάλιστα όχι μόνο στο «καυτό» τρίμηνο Ιουνίου - Αυγούστου, αλλά και το δίμηνο Σεπτεμβρίου - Οκτωβρίου (4,6% και 5,5% αντιστοίχως), που δείχνει να παγιώνεται ως περίοδος διακοπών στην Ελλάδα για πολλούς ξένους επισκέπτες. Άνοδο καταγράφουν και οι κρατήσεις, από χώρες-αγορές που λειτουργούν σαν βαρόμετρο. Ειδικότερα, οι κρατήσεις από Ιταλία είναι αυξημένες κατά 17%, από Ηνωμένο Βασίλειο κατά 7,4%, από Γαλλία κατά 5,1%, από Γερμανία κατά 4,8%. Αρνητικό πρόσημο (-8,9%) έχουν προς το παρόν οι κρατήσεις από τις ΗΠΑ, κάτι που προφανώς έχει να κάνει και με το κλίμα αβεβαιότητας για το πώς θα πορευθεί η αμερικανική οικονομία.
Λίαν ενθαρρυντικά είναι και τα στοιχεία από το Eurocontrol, που δείχνουν ότι η Ελλάδα μπαίνει εκ νέου στην πρώτη 10άδα χωρών με τη μεγαλύτερη κινητικότητα στα αεροδρόμιά της. Με μέσο αριθμό 1.647 πτήσεων την ημέρα στη δεύτερη εβδομάδα του Μαΐου, η Ελλάδα σημείωσε εβδομαδιαία άνοδο 9%, καταγράφοντας αύξηση 1% σε σχέση με πέρσι. Όσο για τη σύγκριση με τη χρονιά-ορόσημο του 2019, η αύξηση είναι της τάξης του 19%!
Το «αγκάθι»
Παρά τα θετικά νούμερα, μπορεί να διακρίνει, πάντως, κανείς έναν προβληματισμό στους επαγγελματίες του κλάδου. Η ανησυχία τους εδράζεται -όχι αδίκως- στο ότι, αν και υπάρχει αύξηση των επισκεπτών και τελικά των εισπράξεων, η κατά κεφαλήν δαπάνη φθίνει χρόνο με τον χρόνο. Τι σημαίνει αυτό; Ότι οι ξένοι επισκέπτες έρχονται μεν, αλλά ξοδεύουν λιγότερα, άρα αν δεν ανοίξει η σεζόν, το... ταβάνι των εισπράξεων δεν είναι μακριά.
Τα τελευταία στοιχεία από την Τράπεζα της Ελλάδος έδειξαν ότι στο πρώτο τρίμηνο η μέση δαπάνη ανά ταξίδι διαμορφώθηκε στα 425,4 ευρώ, έναντι 430 ευρώ στο αντίστοιχο περσινό χρονικό διάστημα, την ώρα που αριθμός των επισκεπτών ήταν αυξημένος κατά 5,4%. Είναι, μήπως, συγκυριακή αυτή η εικόνα; Μάλλον όχι, καθώς η ειδική μελέτη του ΙΝΣΕΤΕ για το σύνολο της κατά τα άλλα επιτυχημένης περσινής χρονιάς, αναδεικνύει το “αγκάθι” της κατά κεφαλήν ταξιδιωτικής δαπάνης. Η δαπάνη ανά επίσκεψη στις 13 Περιφέρειες της χώρας το 2024 διαμορφώθηκε κατά μέσο όρο στα 523 € έναντι 546 € το 2023, παρουσιάζοντας μείωση κατά 4,2%. Η μείωση αυτή, παρά την αύξηση της μέσης δαπάνης ανά διανυκτέρευση κατά 2,9% (από 87 € σε 89 €), οφείλεται στη μείωση της μέσης διάρκειας παραμονής κατά 6,9% (από 6,3 σε 5,9 διανυκτερεύσεις). Κοινώς, ήλθαν περισσότεροι, αλλά έμειναν λιγότερες ημέρες και ξόδεψαν λιγότερα.
Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα είναι και η κατανομή ανά Περιφέρεια, καθώς δείχνει πού πρέπει να εκπονηθεί σχεδιασμός, προς αποφυγήν δυσάρεστων εκπλήξεων:
Η υψηλότερη δαπάνη ανά επίσκεψη το 2024 καταγράφηκε στην Περιφέρεια Κρήτης με 767 €, παρουσιάζοντας, όμως, σημαντική μείωση κατά 19% σε σύγκριση με το 2023.
Η Περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου ακολουθεί με 752 €, εμφανίζοντας ελαφρά μικρή πτώση 2%.
Στο Βόρειο Αιγαίο η δαπάνη ανά επίσκεψη ανήλθε στα 677 €, μειωμένη κατά 5%.
Στις Ιόνιους Νήσους, η δαπάνη ανά επίσκεψη διαμορφώθηκε σε 578 € (-4%).
Στην Αττική έφτασε τα 541 €, σημειώνοντας αύξηση +13%, ξεπερνώντας το μέσο όρο των 523 €.
Η Πελοπόννησος με 491 € κατέγραψε πτώση 6%.
Η Δυτική Ελλάδα καταγράφει μέση δαπάνη ανά επίσκεψη 425 €, σημειώνοντας αύξηση 14%
Η Στερεά Ελλάδα παρουσιάζει τη μεγαλύτερη ποσοστιαία αύξηση 23%, φτάνοντας τα 414 €.
Στη Θεσσαλία, η δαπάνη ανά επίσκεψη ανέρχεται στα 344 €, μειωμένη κατά 15%.
Η Ανατολική Μακεδονία-Θράκη καταγράφει 267 €, παρόλο που αυξήθηκε κατά 5%
Η Δυτική Μακεδονία 234 € μειωμένη κατά 5%
Η Κεντρική Μακεδονία 211 € μειωμένη κατά 8%.
Η Περιφέρεια Ηπείρου παρουσιάζει τη χαμηλότερη μέση δαπάνη ανά επίσκεψη για το 2024, η οποία διαμορφώθηκε στα 192 €, σημειώνοντας οριακή μείωση κατά 1%.