Ο υπουργός Οικονομικών θα ζητήσει από τους ομολόγους του να εφαρμόσουν την απόφαση που είχαν λάβει τον Νοέμβριο του 2012 για περαιτέρω ελάφρυνση του χρέους, καθώς η Αθήνα πληροί πλέον τους όρους που είχαν θέσει. Η κυβέρνηση περιμένει μια ισορροπημένη δήλωση, η οποία αφενός μεν θα μπορεί να αξιοποιηθεί πολιτικά από την ίδια, αφετέρου δε, δεν θα προκαλέσει αντιδράσεις στις άλλες χώρες της Ευρωζώνης, τρεις εβδομάδες πριν από τις ευρωεκλογές. Το πιθανότερο είναι πως οι υπουργοί Οικονομικών θα αναθέσουν στο Euroworking Group (την ομάδα εργασίας που αποτελείται από τους συνεργάτες τους) να επεξεργαστούν σενάρια, τα οποία θα παρουσιάσουν σε επόμενα Eurogroup. Σαφές χρονοδιάγραμμα δεν υπάρχει, αλλά οριστικές αποφάσεις αναμένονται προς τα τέλη του φθινοπώρου, αφού η Ευρωζώνη επιμένει να αντιμετωπισθούν ως «πακέτο» τα θέματα του χρέους και του χρηματοδοτικού κενού. Για το δεύτερο δεν πρόκειται να υπάρξει σαφής εικόνα πριν από την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων των στρες τεστ των τραπεζών από την ΕΚΤ, στο τέλος Οκτωβρίου - αρχές Νοεμβρίου. Στην πραγματικότητα, η Ευρωζώνη θέλει να έχουν ολοκληρωθεί οι διαβουλεύσεις για τη συγκρότηση της νέας Κομισιόν, αλλά και να συνεχίζει να πιέζει την Αθήνα για να εφαρμόσει τις μεταρρυθμίσεις στο ασφαλιστικό και τα εργασιακά που προβλέπονται στο επικαιροποιημένο Μνημόνιο.
Για το ζήτημα της ελάφρυνσης του χρέους, η κυβέρνηση έχει επεξεργαστεί διάφορα εναλλακτικά σενάρια, τα οποία θα συζητήσει σε τεχνικό επίπεδο και θα είναι ο επικεφαλής του Euroworking Group Τόμας Βίζερ που θα τα εισηγηθεί στο Eurogroup. Κοινή συνισταμένη όλων των σεναρίων, δηλαδή η φόρμουλα για τη μείωση του χρέους, είναι η επιμήκυνση και κυρίως το «κλείδωμα» των επιτοκίων των δανείων που έχει λάβει η Ελλάδα από τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης (GLF) σε χαμηλά επίπεδα για πολλά χρόνια. Συγκεκριμένα:
1. Επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής των δανείων από την Ευρωζώνη (τόσο των GLF, όσο και εκείνων από τον EFSF) στα 50 έτη. Σήμερα η μέση διάρκεια εξόφλησης των GLF δανείων συνολικού ύψους 52,9 δισ ευρώ είναι 17 έτη και η πρώτη δόση αποπληρωμής είναι το 2020. Σε ό,τι αφορά τα δάνεια από τον EFSF, ανέρχονται σε 139,9 δισ. ευρώ, η μέση διάρκειά τους είναι 30 έτη και η πρώτη δόση θα καταβληθεί το 2023.
Από την επιμήκυνση θα προκύψει μία ελάφρυνση στις ετήσιες δαπάνες του προϋπολογισμού για εξυπηρέτηση του χρέους της τάξης των 6-7 δισ. ευρώ τα επόμενα 20 - 30 χρόνια. Θα υπάρξει αντίστοιχη επιβάρυνση μετά.
2. Παρέμβαση στα επιτόκια δανεισμού των GLF δανείων. Σήμερα η Ελλάδα καταβάλλει για τα 52,9 δισ. ευρώ κυμαινόμενο επιτόκιο ίσο με το Euribor 3μήνου συν 0,50%. Συνολικά, το επιτόκιο διαμορφώνεται στο 0,83%. Ωστόσο το Euribor αναμένεται τα επόμενα χρόνια να αυξηθεί αισθητά και να φθάσει στα επίπεδα του 2-3%. Γι' αυτό η κυβέρνηση θα επιδιώξει τη μετατροπή του σε σταθερό στα σημερινά επίπεδα. Δηλαδή:
• Σταθερό επιτόκιο 1% για τα 50 έτη αποπληρωμής των δανείων. Το όφελος για το ελληνικό χρέος θα ανέλθει στα 25 δισ. ευρώ ή περίπου 14% του σημερινού ΑΕΠ για το σύνολο της 50ετίας, ή
• Σταθερό επιτόκιο για 15 χρόνια και μετά επανεξέταση της κατάστασης, σε περίπτωση που η Ευρωζώνη απορρίψει την πρώτη πρόταση εξαιτίας των μεγάλων απωλειών (σε όρους καθαράς παρούσας αξίας). Ομως, σε αυτή την περίπτωση, το σχέδιο προβλέπει επιτόκιο μικρότερο του 1%, με το επιχείρημα ότι αφού το επιτόκιο δεν θα είναι σταθερό για 50 χρόνια ας είναι τουλάχιστον όσο το δυνατόν χαμηλότερο.
• Διατήρηση του Euribor 3μήνου, αλλά το περιθώριο του 0,50% για ένα διάστημα 5-10 ετών και μετά μετατροπή του επιτοκίου σε σταθερό για 6-7 έτη. Με τον τρόπο αυτό η Ελλάδα θα επωφεληθεί των σημερινών χαμηλών κυμαινόμενων επιτοκίων (είναι στο 0,33% το Euribor 3μήνου) και μετά θα έχει για ικανό χρονικό διάστημα σταθερό επιτόκιο.
• Περίοδος χάριτος για 10 ή 20 χρόνια στην καταβολή τόκων για τα GLF δάνεια, στο πρότυπο της περιόδου χάριτος που έχει δοθεί για τους τόκους των δανείων από τον EFSF.
Βεβαίως, όλα τα παραπάνω αποτελούν το πεδίο της διαπραγμάτευσης μεταξύ της Ελλάδας και της Ευρωζώνης. Ο τρίτος της παρέας, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, δεν έχει ακόμη ξεκαθαρίσει τη στάση του. Στο εσωτερικό του Ταμείου υπάρχει μια ισχυρή ομάδα που επιμένει σε καθαρό «κούρεμα» των δανείων, κάτι το οποίο δεν πρόκειται να γίνει δεκτό στο ορατό μέλλον από καμία κυβέρνηση της Ευρωζώνης. Ενδεικτική (και «νομιμοποιητικό») της σκληρής στάσης του ΔΝΤ είναι η πιο δυσμενής εκτίμησή του για την πορεία του χρέους, πριν από την ελάφρυνση. Η Κομισιόν εκτιμά ότι θα διαμορφωθεί στο 125% του ΑΕΠ το 2020, η Ελλάδα στο 123-124% και το ΔΝΤ στα επίπεδα του 130% του ΑΕΠ. Διαφορές που αποδίδονται στις διαφορετικές εκτιμήσεις για την εξέλιξη των επιτοκίων.
www.kathimerini.gr