Οφείλονται ιδιαίτερες ευχαριστίες στο Eurofound και τα στελέχη του για την εξαιρετική συνεργασία, για τη σημαντική και ουσιαστική υποστήριξη που παρείχαν από την πρώτη στιγμή. Όπως και στα στελέχη του υπουργείου Εργασίας για την άρτια προετοιμασία της εκδήλωσης.
Απευθυνόμενος ειδικότερα στους αξιότιμους συμμετέχοντες που μας έρχονται από άλλες ευρωπαϊκές χώρες,
θα ήθελα να τους καλωσορίσω στη φιλόξενη χώρα μας και να τους ευχηθώ,
παράλληλα με τις σοβαρές υποχρεώσεις τους, να έχουν μια άνετη και ευχάριστη διαμονή στην Ελλάδα.
Απο την πλευρά μου θα ήθελα να τονίσω ότι αισθάνομαι ξεχωριστή τιμή και χαρά για την πραγματοποίηση αυτού του σημαντικού Συνεδρίου, με την οποία κλείνει ουσιαστικά ο – κατά κοινή ομολογία - πετυχημένος κύκλος της Ελληνικής Προεδρίας.
Πρόκειται για μια εκδήλωση με ιδιαίτερη θεματολογία, καθώς τα ζητήματα του κοινωνικού διαλόγου βρίσκονται στην καρδιά του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου και, γενικότερα, του αξιακού θεσμικού οπλοστασίου της ευρωπαϊκής παράδοσης.
Βρίσκονται στον πυρήνα της προβληματικής για την ποιότητα των οικονομικών και κοινωνικών πολιτικών που υλοποιούνται σήμερα σε όλο τον ευρωπαϊκό χώρο.
Και ιδιαίτερα στις χώρες που έχουν πληγεί περισσότερο από την κρίση ή ακολουθούν προγράμματα χρηματοδοτικής στήριξης και πυκνών μεταρρυθμιστικών παρεμβάσεων.
Ο ρόλος του κοινωνικού διαλόγου στη σημερινή κοινωνικο-οικονομική συγκυρία είναι κομβικός.
Η Ευρώπη εξέρχεται σταδιακά από την κρίση, έχοντας μπροστά της την αντιμετώπιση μιας σειράς ιστορικών προκλήσεων.
Με μεγαλύτερη από όλες το πρόταγμα για τη συμφιλίωση,
αφενός της ανάγκης για δημοσιονομική σταθερότητα
και αφετέρου, της ανάγκης για αλληλεγγύη και ανανέωση του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Μοντέλου.
Για έναν αρμονικό συνδυασμό των απαραίτητων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων με καινοτόμες κοινωνικές επενδύσεις.
Για μια ανταγωνιστική και κοινωνικά ισόρροπη ανάπτυξη, με επίκεντρο την αύξηση της απασχόλησης, τον περιορισμό της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού.
Η γεφύρωση αυτών των προκλήσεων είναι αδύνατον να γίνει χωρίς έναν πραγματικό και ειλικρινή κοινωνικό διάλογο που θα αποσκοπεί:
στην ενίσχυση της κοινωνικής διάστασης των ασκούμενων πολιτικών σε στενή συνεργασία με τους κοινωνικούς εταίρους, αλλά και
στην αναζωογόνηση της εμπιστοσύνης των πολιτών στο ίδιο το ευρωπαϊκό οικοδόμημα και τις αξίες του
Σε αυτή την κατεύθυνση, το EPSCO της 19ης Ιουνίου, στο οποίο είχα την τιμή να προεδρεύσω,
εξέπεμψε κεντρικά πολιτικά μηνύματα ως προς τη βούληση των κρατών μελών για τη συνέχιση των μεταρρυθμίσεων, καθώς και την εναρμόνιση της δημοσιονομικής πολιτικής με τις πολιτικές που αποσκοπούν στην ανάκαμψη, την απασχόληση και την κοινωνική συνοχή.
Παράλληλα, είχαμε την ευκαιρία να ανταλλάξουμε απόψεις για την εμβάθυνση της κοινωνικής διάστασης της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης και προωθήσαμε περαιτέρω την επιχειρησιακή λειτουργικότητα του Πίνακα Κοινωνικών Αποτελεσμάτων (Scoreboard).
Κυρίες και κύριοι, θα μου επιτρέψετε να κάνω και μια ιδιαίτερη αναφορά στη χώρα μας. Εκτιμώ ότι η ελληνική περίπτωση εκπέμπει πολλαπλά μηνύματα, για τον ιδιαίτερο ρόλο του κοινωνικού διαλόγου.
Είναι γνωστό ότι μέσα από δύσκολες και επίπονες διεργασίες και στο πλαίσιο του «οδικού χάρτη» εξόδου από την κρίση που χάραξε ο Πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς και η κυβέρνηση,
η ελληνική οικονομία και η κοινωνία, κατόρθωσαν να επιτύχουν βασικούς στόχους.
Ακολουθώντας ασφυκτικά χρονοδιαγράμματα και, πολλές φορές, ανατρέποντας δυσμενείς προγνώσεις.
Με αποτέλεσμα, σήμερα, στη «μεγάλη στροφή» της οικονομίας να μπορούμε να μιλάμε σχεδόν με βεβαιότητα ότι τα πιο δύσκολα έχουν περάσει.
Και ότι η οριστική έξοδος της χώρας από την κρίση είναι ζήτημα χρόνου.
Πράγματι, έχουμε ουσιαστικά ολοκληρώσει έναν σκληρό και επώδυνο κύκλο δημοσιονομικής προσαρμογής, της μεγαλύτερης που έχει ποτέ συντελεστεί σε ανεπτυγμένη χώρα.
Μετατρέψαμε τα δίδυμα ελλείμματα – το πρωτογενές του Κρατικού Προϋπολογισμού και το εξωτερικό – σε δίδυμα πλεονάσματα.
Επιλύοντας έτσι ένα δύσκολο οικονομικό γρίφο που αποτελούσε, κατά βάση, τον πυρήνα του ελληνικού προβλήματος.
Οι δείκτες οικονομικού κλίματος έφτασαν πρόσφατα στο υψηλότερο επίπεδο της πενταετίας, αντανακλώντας τη δημιουργία θετικών προσδοκιών για το αύριο της οικονομίας και της χώρας. Βγήκαμε στις αγορές ύστερα από τέσσερα ολόκληρα χρόνια.
Οι μεταρρυθμιστικές επιδόσεις της Ελλάδας είναι πλέον πρωτοφανείς. Διαμορφώνονται σταδιακά ποιοτικοί θεσμοί και συμπεριφορές - στην οικονομία, την κοινωνία και το κράτος - που υποστηρίζουν το μετασχηματισμό της Ελλάδας σε μια σύγχρονη ευρωπαϊκή χώρα.
Και όλα αυτά επιτεύχθηκαν από δύο κόμματα που συνεργάστηκαν με γνώμονα το συμφέρον της χώρας παρά τις διαφορετικές πολιτικές τους αφετηρίες. Γι' αυτό το λόγο, ο ιστορικός του μέλλοντος δίκαια θα χαρακτηρίσει την κυβέρνηση αυτή ως την πιο μεταρρυθμιστική κυβέρνηση που γνώρισε η Ελλάδα.
Ειδικά σε ό,τι αφορά στα κοινωνικά πεδία της απασχόλησης και της κοινωνικής ασφάλισης,
πραγματοποιήσαμε μεταρρυθμίσεις που έφεραν ένα απλό, λειτουργικό και ευέλικτο πλαίσιο ανάπτυξης της αγοράς εργασίας, της επιχειρηματικότητας και της απασχόλησης, καθιερώνοντας θεσμούς, κανόνες και διαδικασίες σύμφωνα με τα καλύτερα ευρωπαϊκά πρότυπα.
Νοικοκυρέψαμε το ασφαλιστικό σύστημα της χώρας, ενδυναμώνοντας την εισπρακτική του βάση και εμπεδώνοντας μια πιο συνεπή και υπεύθυνη ασφαλιστική συνείδηση στους πολίτες και τις επιχειρήσεις.
Σχεδιάσαμε και αναπτύξαμε, κατά κύριο λόγο με ίδιες δυνάμεις, πληροφοριακά συστήματα και δίκτυα που αναβαθμίζουν τη στρατηγική και επιχειρησιακή μας ικανότητα, δίνοντας παράλληλα λύσεις σε πολλά, μικρά και μεγάλα προβλήματα της καθημερινότητας.
Σε αυτό το πλαίσιο, λοιπόν, κάποιοι μιλούν για αλλαγή πολιτικής.
Μήπως εννοούν άραγε την επιδίωξη να περάσουν στην πραγματική οικονομία, στην κοινωνία και στα νοικοκυριά τα αποτελέσματα της κυβερνητικής προσπάθειας των δύο τελευταίων χρόνων που μόλις περιέγραψα;
Μήπως εννοούν τη σταδιακή ελάφρυνση των διαφόρων φορολογικών βαρών, στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις;
Μήπως, τέλος, εννοούν την αποκατάσταση των αδικιών που έγιναν σε βάρος των πιο αδύναμων συμπολιτών μας;
Μα όλα αυτά δεν συνιστούν αλλαγή πολιτικής. Είναι ακριβώς η ίδια η πολιτική μας.
Αυτή που με συνέπεια και με εθνική υπευθυνότητα υλοποιούμε δυο χρόνια τώρα. Και η οποία, μετά την περίοδο της αναγκαίας δημοσιονομικής προσαρμογής, περνά στην επόμενη φάση της. Τη φάση της ανάκαμψης. Όπως ακριβώς ήταν ο αρχικός σχεδιασμός.
Οι πολίτες θέλουν, λοιπόν, το ξαναζωντάνεμα της οικονομίας να έχει αντίκρισμα στην καθημερινότητά τους, να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας και ευκαιρίες δουλειάς για όλους, να ορθοποδήσουν ξανά οι μικρές και μεγάλες επιχειρήσεις, να ανασάνουν τα νοικοκυριά.
Με δυο λόγια, θέλουν επιτάχυνση και ολοκλήρωση του μεταρρυθμιστικού έργου της κυβέρνησης, ώστε η ευημερία των αριθμών να διαχυθεί ταχύτερα στους ανθρώπους.
Είναι μια δίκαιη και αυτονόητη απαίτηση της κοινωνίας.
Το πραγματικό μήνυμα της κοινωνίας και των πολιτών.
Και αυτές ακριβώς είναι οι προκλήσεις που έχουμε πλέον μπροστά μας:
Πρέπει να μπούμε για τα καλά σε ένα νέο ενάρετο κύκλο ανάπτυξης που θα βασίζεται στην απελευθέρωση της υγιούς επιχειρηματικότητας, σε εξωστρεφείς και ανταγωνιστικούς κλάδους, στις επενδύσεις και, προφανώς, σε ένα ορατό και μετρήσιμο κοινωνικό μέρισμα απασχόλησης.
Πρέπει να καταπολεμήσουμε ακόμη πιο αποτελεσματικά την ανεργία, η οποία μετά τη σταθεροποίηση που επέδειξε εντός του 2013, αρχίζει αργά μεν αλλά διαρκώς και σταθερά να αποκλιμακώνεται.
Να στηρίξουμε και να αναβαθμίσουμε τον πιο πολύτιμο συντελεστή πλούτου που διαθέτει αυτή τη στιγμή η χώρα μας, τους ίδιους τους ανθρώπους της. Με ιδιαίτερη έμφαση στους πιο αδύναμους συμπολίτες μας που έχουν πληγεί από την ύφεση των προηγούμενων χρόνων.
Και, τέλος πρέπει, ως απαραίτητη προϋπόθεση των προηγούμενων στόχων, να επιταχύνουμε και να ολοκληρώσουμε τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Να διασφαλίσουμε την πλήρη εφαρμογή και ωρίμανση τους.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο κοινωνικός διάλογος σε όλα τα επίπεδα – εθνικό, κλαδικό, επιχειρησιακό – είναι περισσότερος απαραίτητος από ποτέ.
Όμως, ας είμαστε ειλικρινείς. Κατά τη διάρκεια αυτής της μεγάλης κρίσης, όπως και σε κάποιες άλλες ευρωπαϊκές χώρες, σοβαρή δοκιμασία πέρασε και αυτός ο ίδιος ο θεσμός του κοινωνικού διαλόγου.
Με εντάσεις και έξαρση της καχυποψίας, με κλονισμό της εμπιστοσύνης.
Στην περίπτωση της χώρας μου, δεν θα αποποιηθώ και τις ευθύνες της ίδιας της πολιτείας.
Ούτε θα προσπαθήσω να προβάλλω δικαιολογίες, παρότι όλοι κατανοείτε ότι το πιεστικό περιβάλλον στο οποίο διεξήχθη η κοινωνική διαβούλευση όλα αυτά τα χρόνια της κρίσης ήταν και πρωτόγνωρο και ιδιαίτερα δύσκολο.
Στην πρώτη γραμμή της προτεραιότητας μας ήταν η γρήγορη σταθεροποίηση και ανάταξη της οικονομίας,
η θεραπεία πολλαπλά διεγνωσμένων παθογενειών σε θεσμούς, κρατικές δομές και στην ίδια την αγορά εργασίας,
καθώς και η πραγματοποίηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που «λίμναζαν» για χρόνια.
Είναι αλήθεια, ότι σε αυτές τις έκτακτες και επείγουσες συνθήκες, ο κοινωνικός διάλογος δεν διεξήχθη πάντοτε με τους καλύτερους όρους.
Ωστόσο, σήμερα πρέπει να κοιτάξουμε μπροστά, να δουλέψουμε όλοι μαζί για να απαντήσουμε στις μεγάλες προκλήσεις που προηγουμένως περιέγραψα. Και οι οποίες αφορούν στο επόμενο στάδιο της εθνικής προσπάθειας, τη φάση της ανάπτυξης.
Μια ανάπτυξη για όλους, χωρίς αποκλεισμούς και ανισότητες.
Ώστε η βασική μας στόχευση να πάψει να είναι πλέον η συγκράτηση των μισθών, η οποία αποτέλεσε μεν ένα προσωρινό και αναπόφευκτο εργαλείο την πρώτη περίοδο της προσαρμογής, αλλά δεν μπορεί να αποτελεί το βασικό πυλώνα πολιτικής. Ούτε στην Ευρώπη, ούτε στην Ελλάδα.
Η έμφαση πρέπει να δοθεί στη συνεχή και δυναμική αύξηση της παραγωγικότητας, έτσι ώστε οι μισθοί και οι αμοιβές να ξεκινήσουν μια νέα ανοδική τάση με αντίστοιχες αυξήσεις.
Και μια τέτοια πυροδότηση της παραγωγικότητας δεν μπορεί παρά να προέλθει από την εστίαση στην ποιότητα και την καινοτομία, την τόνωση της πραγματικής ανταγωνιστικότητας. Πρέπει, ουσιαστικά, να τα δούμε όλα από την αρχή. Τι μπορούμε και θέλουμε να παράγουμε, με ποιο τρόπο θα το κάνουμε. Με νέες, αποδοτικές μορφές οργάνωσης της παραγωγής και της εργασίας, για την παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών που θα κατακτούν όλο και πιο διευρυμένα μερίδια στη διεθνή ζήτηση.
Πρέπει, πάντως, ιδιαίτερα εδώ στην Ελλάδα να πάρουμε μαθήματα και από το παρελθόν.
Αφήνοντας πίσω μας τις εποχές όπου ο κοινωνικός διάλογος σε όλα τα επίπεδα
- αναιμικός, κάποιες φορές προσχηματικός και σε κάθε περίπτωση ρηχός, καθώς περιορίζονταν κατά βάση σε μισθολογικά ζητήματα –
δεν κατόρθωνε να απαντήσει στις προκλήσεις των καιρών.
Συμβάλλοντας έτσι στη διαιώνιση της αδράνειας και της αναβλητικότητας που χαρακτήριζε το σύνολο σχεδόν του πολιτικού συστήματος που στέκονταν αμήχανο και φοβικό απέναντι στις αλλαγές και μεταρρυθμίσεις που είχε ανάγκη η χώρα.
Το τίμημα ήταν μεγάλο και το βλέπουμε σήμερα.
Μπορούμε, λοιπόν και πρέπει να συνεργαστούμε. Αντλώντας, εδώ στην Ελλάδα, διδάγματα και ιδέες απο τις υποδειγματικές περιπτώσεις κοινωνικού διαλόγου πολλών ευρωπαϊκών χωρών.
Η πρόσφατη ομόφωνη απόφαση για το θεσμικό εξορθολογισμό της διαδικασίας των ομαδικών απολύσεων και την ενδυνάμωση του ρόλου του Ανωτάτου Συμβουλίου Εργασίας είναι ένα καλό παράδειγμα συναινετικής και ώριμης συναντίληψης και, μάλιστα, σε δύσκολες συγκυρίες.
Ένα άλλο παράδειγμα - στο πλαίσιο της συλλογικής αυτονομίας των κοινωνικών εταίρων - είναι οι κλαδικές και επιχειρησιακές συμφωνίες, που κατά τη διάρκεια της κρίσης αποφάσισαν, αλλού οριακές αλλού μεγαλύτερες, αυξήσεις μισθών.
Δεν θα ήθελα να παραλείψω στο σημείο αυτό και την αναγνώριση του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων ως ισότιμο θεσμικό κοινωνικό εταίρο, στο πλαίσιο της διεύρυνσης της αντιπροσωπευτικής βάσης της κοινωνικής διαβούλευσης.
Και βέβαια μπροστά μας είναι η κοινή αναζήτηση καινοτόμων δράσεων για την ενίσχυση της απασχόλησης και την καταπολέμηση της ανεργίας, με την εμπροσθοβαρή αξιοποίηση των πόρων της επόμενης Προγραμματικής Περιόδου. Όπως η συνεργασία που ήδη έχουμε για την αποτελεσματική εφαρμογή των «Εγγυήσεων για τη Νεολαία» (Youth Guarantee), της μεγάλης παρέμβασης για τους νέους της χώρας μας που βρίσκονται εκτός αγοράς εργασίας, αλλά και δεν συμμετέχουν καν σε κάποιο κύκλο εκπαίδευσης και κατάρτισης.
Κυρίες και κύριοι, οι προκλήσεις της επόμενης μέρας και η συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων αποτελούν, κατά την άποψή μου, τη «λυδία λίθο» που θα κρίνει τις δυνατότητες αναζωογόνησης του κοινωνικού διαλόγου. Και σε εθνικό και σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Με νέες μορφές κοινωνικής συνεργασίας και μάλιστα σε ευρύτερα πεδία που υπερβαίνουν το στενό ορίζοντα του εργασιακού κόστους.
Για να αναδυθούμε την επόμενη μέρα της κρίσης ως Ένωση δυνατότερη, πρέπει να επενδύσουμε στο ανθρώπινο κεφάλαιο και στην κοινωνική Ευρώπη. Στην ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας, σε ένα νέο ενάρετο κύκλο ανάπτυξης, με έμφαση στην εξωστρέφεια, την παραγωγικότητα και τη δημιουργία αξίας.
Ο κοινωνικός διάλογος, η κοινωνική συνεννόηση και συνεργασία, είναι στοιχεία που συνεισφέρουν στην εξομάλυνση και «λείανση» των κοινωνικών αντιθέσεων, εμπεδώνουν και ισχυροποιούν εκείνες τις μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες που είναι απαραίτητες για να πετύχουμε αυτόν τον κοινό μας στόχο.
Γιατί η κοινωνική συνοχή αποτελεί όχι μόνο συνέπεια, αλλά και ουσιώδες προαπαιτούμενο της βιώσιμης οικονομικής ανάπτυξης.
Με αυτές τις σκέψεις, εύχομαι κάθε επιτυχία στις εργασίες του Συνεδρίου. Είμαι σίγουρος ότι θα προκύψουν πολλές και δημιουργικές προτάσεις για το σήμερα και το αύριο της κοινωνικής Ευρώπης».