Σε διαφορετική περίπτωση δηλαδή εάν κάποιος συνεχίσει να πληρώνει με μετρητά θα προβλεφθούν αυστηρά πρόστιμα τόσο για τον ενοικιαστή όσο και για τον ιδιοκτήτη.
Εκτιμάται ότι με την πληρωμή των ενοικίων μέσω του τραπεζικού συστήματος (στο ταμείο ή με e-banking ) θα περιοριστεί σημαντικά η φοροδιαφυγή στις τάξεις των ιδιοκτητών ακινήτων αρκετοί από τους οποίους δεν δηλώνουν ολόκληρο το ενοίκιο, καθώς οι φόροι είναι τσουχτεροί.
Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι θα λυθεί το μεγάλο πρόβλημα της φοροδιαφυγής. Και αυτό καθώς στην πράξη ιδιοκτήτης και ενοικιαστής συμφωνούν μεταξύ τους στην αναγραφή ενός χαμηλότερους τιμήματος στο μισθωτήριο συμβόλαιο και στην καταβολή του υπολοίπου με μετρητά στα χέρια του ιδιοκτήτη. Ο τελευταίος δηλώνει στη φορολογική του δήλωση μόνο το μίσθωμα που φαίνεται στο μισθωτικό συμφωνητικό.
Να σημειωθεί πως σήμερα το εισόδημα από ακίνητη περιουσία φορολογείται αυτοτελώς ως εξής:
0-12.000 ευρώ με 15%
12.001-35.000 ευρώ με 35%
35.001 ευρώ και πάνω με 45%.
Ωστόσο, αναμένονται παρεμβάσεις, που ενδέχεται να ενταχθούν στο πακέτο της ΔΕΘ και περιλαμβάνουν αλλαγές στους φορολογικούς συντελεστές, νέες κλίμακες και προτάσεις τριετούς φοροαπαλλαγής για κενά ακίνητα.
Σύμφωνα με πληροφορίες, τα βασικά σενάρια που εξετάζονται περιλαμβάνουν:
Μείωση του πρώτου φορολογικού συντελεστή από 15% σε 5% για εισοδήματα έως 5.000 ευρώ.
Ενδεχόμενη προσθήκη ενός ή και δύο νέων συντελεστών για τη διαμόρφωση πιο δίκαιης κλίμακας.
Εναλλακτική προσέγγιση με φορολόγηση των εισοδημάτων από ακίνητα βάσει της κλίμακας που ισχύει για μισθωτούς και επαγγελματίες, πρόταση που έχει καταθέσει η ΠΟΜΙΔΑ.
Σήμερα, τα ενοίκια φορολογούνται αυτοτελώς από το πρώτο ευρώ με συντελεστές 15%-45%. Η προτεινόμενη μείωση στο 5% για τα πρώτα 5.000 ευρώ σημαίνει ετήσια ελάφρυνση έως 500 ευρώ. Αντίστοιχη μείωση επέρχεται και στα υψηλότερα εισοδήματα από ενοίκια.
Τα εισοδήματα από ενοίκια, που ξεπερνούν τα 8,5 δισ. ευρώ ετησίως, δηλώνονται στη συντριπτική τους πλειονότητα (87%) ως ποσά κάτω των 10.000 ευρώ, με επτά στους δέκα φορολογούμενους να δηλώνουν έως 5.000 ευρώ. Με την ισχύουσα νομοθεσία, το 5% αυτών των εισοδημάτων απαλλάσσεται ως τεκμαρτή δαπάνη συντήρησης χωρίς απαιτούμενα δικαιολογητικά.
Οι προτεινόμενες παρεμβάσεις αναμένεται να «κλειδώσουν» στα τέλη του καλοκαιριού, ανάλογα με τον διαθέσιμο δημοσιονομικό χώρο.
Το τραπεζικό σύστημα από μόνο του δεν εγγυάται διαφάνεια εφόσον δεν υπάρχει σοβαρός μηχανισμός ελέγχου της αντιστοιχίας δηλωθέντος και πραγματικού μισθώματος.
Το μέτρο της υποχρεωτικής καταβολής των ενοικίων μέσω τραπεζικού λογαριασμού, παρότι παρουσιάζεται από την κυβέρνηση ως ένα πιθανό εργαλείο περιορισμού της φοροδιαφυγής, είναι ένα παλιό σχέδιο που έχει τεθεί επί τάπητος ήδη από το 2014, χωρίς όμως ποτέ να εφαρμοστεί καθολικά ή με επιτυχία. Η βασική του αδυναμία είναι ότι στηρίζεται σε μια θεωρητική πρόβλεψη συμμόρφωσης των πολιτών χωρίς να λαμβάνει υπόψη την πραγματική εικόνα της αγοράς και τις βαθιά ριζωμένες πρακτικές αδήλωτων συμφωνιών μεταξύ ιδιοκτητών και ενοικιαστών.
Η ουσία του προβλήματος δεν είναι ο τρόπος πληρωμής –είτε μέσω τράπεζας είτε με μετρητά– αλλά η μεγάλη απόκλιση μεταξύ των πραγματικών τιμών ενοικίασης και των ποσών που δηλώνονται στις φορολογικές αρχές. Ακόμα και με τραπεζική πληρωμή, ιδιοκτήτης και ενοικιαστής μπορούν εύκολα να συμφωνήσουν να δηλώνουν ένα χαμηλότερο μίσθωμα στο συμβόλαιο και να καταβάλλεται το υπόλοιπο «κάτω από το τραπέζι». Το τραπεζικό σύστημα από μόνο του δεν εγγυάται διαφάνεια εφόσον δεν υπάρχει σοβαρός μηχανισμός ελέγχου της αντιστοιχίας δηλωθέντος και πραγματικού μισθώματος.
Επιπλέον, η επανάληψη της συζήτησης επί του ίδιου μέτρου εδώ και πάνω από μία δεκαετία –χωρίς ουσιαστική εφαρμογή ή βελτίωση του πλαισίου εποπτείας– καταδεικνύει την αδυναμία των φορολογικών μηχανισμών να παρέμβουν αποτελεσματικά στο πρόβλημα. Ακόμα και σήμερα, με ψηφιακά εργαλεία και τραπεζικά δεδομένα στη διάθεση των αρχών, η φοροδιαφυγή παραμένει σε υψηλά επίπεδα, γεγονός που αποδεικνύει πως το πρόβλημα είναι βαθύτερο και όχι τεχνικό ή διαδικαστικό.
Η μόνη αποτελεσματική παρέμβαση θα ήταν η διασταύρωση των δηλωθέντων μισθωμάτων με τις πραγματικές τιμές αγοράς, δηλαδή η σύγκριση των ποσών ανά τετραγωνικό μέτρο που αναγράφονται στα συμβόλαια με τις μέσες τιμές που ισχύουν στις περιοχές εκμίσθωσης, βάσει στοιχείων από ηλεκτρονικές πλατφόρμες αγγελιών, μεσιτικά γραφεία και φορολογικές δηλώσεις. Αυτό το είδος ελέγχου θα μπορούσε να αποκαλύψει τις περιπτώσεις προφανούς αναντιστοιχίας και να θέσει στο στόχαστρο όσους αποκρύπτουν εισοδήματα σε βάρος των δημόσιων εσόδων.
Συνεπώς, χωρίς μηχανισμούς που θα συγκρίνουν τις τιμές αγοράς με τις δηλωμένες τιμές και χωρίς ενεργούς ελέγχους στην πηγή της φοροδιαφυγής, το μέτρο της υποχρεωτικής τραπεζικής πληρωμής δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια γραφειοκρατική ρύθμιση, που πιθανότατα θα οδηγήσει απλώς στη μεταφορά του ίδιου φαινομένου μέσα από τις τραπεζικές οθόνες.