Ο Πικιώνης τον χαρακτήρισε «Ελληνα Βαν Γκογκ». Ακόμα και αν διαφωνεί κανείς ως προς το βεληνεκές του ταλέντου του, η σύγκριση ανταποκρίνεται στην τραγικότητα της ζωής του. Κοιτάζοντας τον βίο και το εξαίσιο καλλιτεχνικό έργο του Νικολάου Δραγούμη (1874-1933), γόνου της γνωστής οικογένειας, μόνο μεταχρονολογημένη τρυφερότητα μπορεί να αισθανθεί κανείς για έναν άνθρωπο που δεν ευτύχησε να γεννηθεί στη σωστή εποχή. Να βρεθεί, δηλαδή, στο οικογενειακό, κοινωνικό αλλά και ιστορικό πλαίσιο που θα του επέτρεπε να ξεδιπλώσει όλα τα χαρίσματα της ιδιοσυγκρασιακής του φύσης. Η ματαίωση αυτή ενδεχομένως να οδήγησε στη γέννηση ή και την επίσπευση της εκδήλωσης ψυχικής νόσου, με διαδοχικούς εγκλεισμούς σε διάφορα ψυχιατρεία ανά την Ευρώπη και τον θάνατό του στο Δρομοκαΐτειο.
Η έκθεση, αφιερωμένη σε αυτή τη μοναδική περίπτωση των ελληνικών εικαστικών χρονικών, που μόλις εγκαινιάστηκε στο Μορφωτικό Ιδρυμα Εθνικής Τραπέζης (ΜΙΕΤ) στην Αθήνα (σε επιμέλεια του Διονύση Καψάλη, με τη βοήθεια των Βούλας Λιβάνη και Ιωάννας Μαντζαβίνου), μας αποκαλύπτει έναν σπουδαίο μα άγνωστο στο ευρύ κοινό καλλιτέχνη.
Τα πολύτιμα σπαράγματα της ζωγραφικής του και της πορείας του συνέθεσε με υπομονή και μαεστρία ο Νίκος Παΐσιος αναδιφώντας σε αρχεία, βιβλιοθήκες και πραγματοποιώντας έρευνα πεδίου στη Γαλλία, την Ελβετία και την Ελλάδα. Ιατρός στο επάγγελμα, με ειδίκευση στη λοιμωξιολογία και αξιόμαχο στέλεχος του Νοσοκομείου «Γεννηματάς», αφιερώνει όλον τον ελεύθερο χρόνο του στη μελέτη της τέχνης. Οι γνώσεις και η ευαισθησία του τον οδήγησαν στον ανάπλου της ζωής του Δραγούμη, για τον οποίο διάβασε πρώτη φορά από την πένα του πρώτου διευθυντή του ΜΙΕΤ, Λούλη Κάσδαγλη, σε απόκομμα εφημερίδας.
Γόνος οικογένειας που αποτέλεσε φυτώριο πολιτικών, εγγονός συμβούλου του Καποδίστρια και υπουργού Εξωτερικών κατά την έξωση του Οθωνα, γιος πρωθυπουργού, ο Νικόλαος Δραγούμης γεννήθηκε σε περιβάλλον συνυφασμένο με το χρέος προς την πατρίδα. Οι Δραγούμηδες, από τα λίγα παλαιά σόγια της ισχνής εγχώριας αστικής τάξης, επιβλήθηκαν όχι με την οικονομική ισχύ αλλά με την καλλιέργεια και τη φιλοπατρία. Ως ο πρωτότοκος υιός έφερε στους ώμους του το βάρος μιας παράδοσης που δεν ήταν άλλη από την ενασχόληση με τα κοινά.
Ο νεαρός όμως είχε άλλη πετριά. Είχε πάρει μαθήματα ζωγραφικής μικρός, ενώ είχε αναπτύξει τεράστια αγάπη προς τη φύση και τη θάλασσα. Η πρώτη του επιθυμία ήταν να πάει στο Πολεμικό Ναυτικό. Μετέβη στο Παρίσι για να προγυμναστεί και να δώσει εκεί εξετάσεις, αλλά απέτυχε. Ο πατέρας του Στέφανος, διακεκριμένος επιγραφολόγος, τον έγραψε στη Νομική Σχολή της Σορβόννης, παρά τη θέλησή του. Παρότι κατάφερε να αποφοιτήσει, ήταν σαφές ότι τα νομικά δεν τον απασχολούσαν διόλου και διχαζόταν ανάμεσα στη βούλησή του να σπουδάσει ζωγραφική και την ευπείθεια προς τις γονεϊκές επιταγές.
Ρήξη και Παρίσι
Το 1897, εξομολογείται στους δικούς του τη φιλοδοξία του να γίνει ζωγράφος. Εκείνοι, που πίστευαν ότι θα μπορούσαν να τον στρέψουν στο διπλωματικό σώμα, τον έστειλαν στον Βόλο για να βοηθήσει εθελοντικά στο έργο αποκατάστασης των επαναπατριζόμενων από τον καταστροφικό ελληνοτουρκικό πόλεμο. Λίγο αργότερα, προχωρεί σε ρήξη και πηγαίνει ξανά στο Παρίσι, υπακούοντας στην πραγματική του κλίση. Εγγράφεται στην Ακαδημία Ζιλιέν και αρχίζει μαθήματα ζωγραφικής για δύο χρόνια, μιας και ήταν πολύ δύσκολο να γραφτεί στη Σχολή Καλών Τεχνών όπου υπήρχαν πολλά εμπόδια για τους ξένους. Η οικογένεια δεν του γυρίζει εντελώς την πλάτη, αλλά του στέλνει λίγα χρήματα που αρκούν για να ζωγραφίζει και να φυτοζωεί. Εκείνος χαρίζει τα ακριβά του ρούχα στους συμφοιτητές του και δεν χάνει ποτέ μάθημα.
Η φοίτησή του τον βάζει σε έναν φιλικό κύκλο με τους ζωγράφους Ογκίστ Σαμπό και Ζαν Μπαλτίς που έλκουν την καταγωγή τους από την Προβηγκία. Μαζί τους θα πάει ώς την Γκραβεζόν, θα συνιδρύσουν εργαστήριο και θα ζήσει εκεί για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Στην παρέα θα προστεθεί και η Ρωσίδα Λίντια Μπόρζεκ, την οποία ερωτεύτηκε και ήθελε να παντρευτεί. Από εκείνη την περίοδο, μας έρχεται και η μεγαλύτερη παραγωγή έργων του Δραγούμη. Η θεματολογία του περιστρέφεται γύρω από τη φύση και την αγροτική ζωή, που τον συγκινούσε βαθύτατα, ενώ τον απωθούσαν τα αστικά καμώματα. Διήγε λιτό βίο, αγαπούσε τις χειρωνακτικές εργασίες. Γράφει στους γονείς του ζητώντας την άδεια να νυμφευθεί. Και παρότι την έλαβε, δεν πρόλαβε. Κατόπιν επεισοδίου ηλίασης, είχε την πρώτη κρίση της ψυχικής νόσου.
Απομόνωση και ψυχιατρεία
Η οικογένεια Δραγούμη ήρθε σε φοβερή αμηχανία. Το 1909, ο πατέρας του Στέφανος είχε γίνει πρωθυπουργός, καθ' υπόδειξιν του Βενιζέλου, και στη συνέχεια θα χρηματίσει διοικητής Μακεδονίας και Κρήτης σε μια κρισιμότατη πολιτική περίοδο. Απομονώνουν τον πρωτότοκο σε ιδιωτικό ψυχιατρείο στη Νάπολη. Θα επιστρέψει λίγο καλύτερα στην Αθήνα, λίγους μήνες μετά, όπου κάνει και τα τελευταία του έργα. Η κατάστασή του χειροτερεύει εκ νέου οπότε θα τον κλείσουν σε ίδρυμα της Γενεύης για πολλά χρόνια, προσπαθώντας να κρατήσουν το μυστικό μακριά από την οικογένεια, η οποία άλλωστε έβλεπε τις πολιτικές της φιλοδοξίες να πραγματοποιούνται στο πρόσωπο του μικρότερου αδελφού του Νίκου, Ιωνα. Ο ζωγράφος θα πεθάνει το 1933 στο Δρομοκαΐτειο Θεραπευτήριο, ενώ η Μπόρζεκ που δεν τον εγκατέλειψε ποτέ, είχε εγκατασταθεί στην Αθήνα.
Το έργο του δεν μαρτυρά απλώς το ταλέντο του αλλά και την ικανότητά του να αφομοιώνει μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα τα ρεύματα της εποχής του. Σίγουρα άντλησε από την πρωτοποριακή προσέγγιση στην τέχνη του Βαν Γκογκ, τις πλατιές επιφάνειες με τους ζωηρούς τόνους και την έλλειψη φωτοσκίασης των Ναμπί αλλά και τις γιαπωνέζικες ξυλογραφίες που είχαν καταγοητεύσει τη Δύση. Τολμηρός στη γραμμή, χωρίς δισταγμούς, ζωγράφιζε συνήθως τις αγροτικές σκηνές που θα ήθελε να πρωταγωνιστούν στη ζωή του αν η μοίρα δεν τον είχε αναγκάσει να γεννηθεί σε ένα αστικό σπίτι, που έφερε το βάρος μιας ολόκληρης χώρας.
Η έκθεση (μέχρι τις 18/7 στο Μέγαρο Εϋνάρδου, Αγίου Κωνσταντίνου) συνοδεύεται από το ντοκιμαντέρ της Κλεώνης Φλέσσα «Νίκος Δραγούμης, ένας ζωγράφος στη σκιά της ιστορίας», με τον Δημήτρη Μοθωναίο στον ρόλο του Νίκου Δραγούμη.
www.kathimerini.gr