Αυτή η έκθεση, όμως, δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί χωρίς το υλικό του συλλέκτη Βύρωνα Μήτου. Οι 800 φωτογραφίες που την αποτελούν είναι τμήμα του αρχείου «Βαλκάνια και Ελλάδα», που αριθμεί 3.000 φωτογραφίες και αποκτήθηκε με κόπο.
Αναμνήσεις Γερμανών που υπηρέτησαν τη θητεία τους στην Ελλάδα. Οπως του στρατιώτη που ήταν ο αρχικός συλλέκτης των φωτογραφιών. Ηταν μέλος της υγειονομικής υπηρεσίας του γερμανικού στρατού στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και βίωσε όσα έγιναν εκείνη τη μαύρη εποχή. Χρόνια μετά, συνταξιούχος σε μια κωμόπολη της τότε Δ. Γερμανίας –όπως μας λέει η διευθύντρια του Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού κ. Αγαθονίκη Τσιλιπάκου–, ξεκίνησε να προσθέτει στις δικές του φωτογραφίες και εκείνες συμπολεμιστών του. Μετά τον θάνατό του, η κόρη του πούλησε το αρχείο στον κ. Μήτο, ζητώντας να κρατηθεί η ανωνυμία της οικογένειας.
Ο επισκέπτης του ΜΒΠ μπορεί να κάνει μέσα από την έκθεση πολλαπλές αναγνώσεις. «Μπορεί να μελετήσει την ιστορία της πόλης, την οικονομία της, την αρχιτεκτονική της, τα μνημεία της. Βλέπουμε πώς ήταν η Ροτόντα, ο Λευκός Πύργος, η Παναγία Αχειροποίητος, ο Αγιος Δημήτριος... Το σημαντικό όμως είναι το πρίσμα κάτω από το οποίο οι επιμελητές της έκθεσης, Ηρώ Κατσαρίδου και Γιάννης Μότσιανος, ερμηνεύουν το υλικό. Κάτι που φανερώνει και ο τίτλος: “στο περιθώριο του πολέμου”...
Εδώ αναγνωρίζεται η προπαγάνδα στις επίσημες φωτογραφίες αλλά κι εκείνες που στέλνονταν ως καρτ ποστάλ στα συγγενικά πρόσωπα. Βλέπετε, η φωτογραφία, ακόμη και η ερασιτεχνική, υποστηρίχτηκε πολύ ως μέσον προπαγάνδας των αρχών και των ιδεών του Γ΄ Ράιχ. Κι αυτό θίγεται στα συνοπτικά αλλά κατατοπιστικά κείμενα της έκθεσης. Με ποιο τρόπο χρησιμοποιήθηκαν οι φωτογραφίες στις οποίες δεν απεικονίζονται η σκληρότητα και οι φρικαλεότητες του πολέμου ακριβώς για να επιδειχθεί ένας ψευδής και ειρηνικός τρόπος ζωής στην επικράτεια του Γ΄ Ράιχ. Υπάρχει, πάντως, και υλικό που απεικονίζει Ελληνες αιχμαλώτους.
Οι στρατιώτες εισβολείς παροτρύνονταν να έχουν μια μηχανή και να φωτογραφίζουν στιγμές της καθημερινότητας ή των καθηκόντων τους. Σκοπός ήταν να αποστρέφουν το βλέμμα από τις θηριωδίες, χαρακτηριστικό όχι μόνο των ναζί αλλά και γενικότερα των απολυταρχικών καθεστώτων που χρησιμοποίησαν τις τέχνες», λέει η κ. Τσιλιπάκου. Πέρα απ’ όλα τα άλλα, όμως, το υλικό είναι σημαντικό για την ιστορία της πόλης, αφού παρακολουθούμε αλλαγή χρήσεων κτιρίων, πόσα και ποια επιτάχθηκαν, τους κινηματογράφους στους οποίους δόθηκαν άλλες ονομασίες, την παραλλαγή του Λευκού Πύργου (βαφή παραλλαγής κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο) κ.ά.
Ολα θίγονται μέσα στις 5 ενότητες και 11 υποενότητες της έκθεσης και πολλά απ’ αυτά παρουσιάζονται στον σύντομο δίγλωσσο κατάλογο, στην έκδοση του οποίου βοήθησε το Γενικό Προξενείο της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας στη Θεσσαλονίκη (Ελληνογερμανικό Ταμείο για το Μέλλον) και το Σωματείο «Οι Φίλοι του Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού». Στις 8 Απριλίου ετοιμάζεται και διεθνής ημερίδα, η οποία θα διερευνήσει πτυχές της φωτογραφικής παραγωγής στην κατεχόμενη Θεσσαλονίκη.
«Ο ρόλος του μουσείου είναι να διατηρεί και να αναδεικνύει τη συλλογική μνήμη», λέει κλείνοντας τη συζήτησή μας η διευθύντρια του ΜΒΠ, κ. Αγαθονίκη Τσιλιπάκου, η οποία καλεί το κοινό μαζί με την έκθεση «Στο περιθώριο του πολέμου» (συλλογή Βύρωνα Μήτου) να επισκεφθεί και «Το Φως Πυκνώνει» στο Ινστιτούτο Γκαίτε της Θεσσαλονίκης, όπου καλλιτέχνες εμπνέονται από τη σχέση κατακτητών-κατακτημένων, με αφορμή το ντοκιμαντέρ της Λυδίας Κώνστα.
www.kathimerini.gr