Το «ταξίδι» δεν είναι τόσο στην Ανδρο του '30 και του '40. Αν και η εποχή, η ατμόσφαιρα και η ειδική συνθήκη ενός νησιού ναυτικών και καπεταναίων διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στην ιστορία. Ομως η ταινία «φεύγει» από τον χώρο και τον χρόνο. Ακολουθεί βήμα βήμα το ανεκπλήρωτο του έρωτα, το μέγιστο του πάθους, που όταν δεν απελευθερώνεται είναι ένας αργός, βασανιστικός θάνατος, τα λάθη που γίνονται φορτία πιο βαριά από των καραβιών.
Ολοι οι ήρωες μοιάζει να υποτάσσονται σε μια μοίρα με ονοματεπώνυμο: η μάνα («οχιά» θα την αποκαλέσουν οι κόρες), τα βαπόρια, το συμφέρον, ο πόθος που κρύβεται πίσω από την εκδίκηση και οδηγεί σχεδόν πάντα στην αυτοτιμωρία. Ο ρυθμός της ταινίας χτίζεται από τον Παντελή Βούλγαρη αργά και προσεκτικά, για να οδηγήσει στο κρεσέντο της τελευταίας μιας ώρας. Οταν η παραφορά μεταμορφώνεται σε αντάρα, σε κραυγή, συνωμοτεί με τα στοιχεία της φύσης και κοπάζει μόλις ξεβράσει στην ακτή συντρίμμια από ζωές και καράβια. Οι δύο αδελφές με λάθος γάμους, μεθοδευμένους από τη μητέρα τους. Τα αισθήματα δεν υπολογίζονται. Η καθημερινότητα ορίζεται από την απουσία του άντρα και τη διαρκή αγωνία για τη (μη) επιστροφή του. Η εποχή κρατάει τις γυναίκες σε ομηρία. «Αν είχαμε σπουδάσει κάτι ή αν είχαμε μια δουλειά... Αν μιλούσαμε», λέει η μικρότερη και ατίθαση Μόσχα, κάνοντας τον απολογισμό, όταν είναι πλέον αργά.
Η ταινία φέρει την υπογραφή της, περίπου 40χρονης, σχέσης του Π. Βούλγαρη και της Ιω. Καρυστιάνη οφείλει πολλά στους ηθοποιούς (ηγεμονική και ταυτόχρονα τσακισμένη η φιγούρα της Μίνας - Αννέζας Παπαδοπούλου) στη φωτογραφία με προσωπικότητα του Σίμου Σαρκετζή στην υπονομευτική μουσική της Κατερίνας Πολέμη.
Η μόνη ένσταση δεν αφορά τόσο τη διάρκεια (2 ώρες 40΄) όσο την ηθογραφική καλλιγραφία κάποιων πλάνων (όπως της σκηνής του Επιταφίου) που θα μπορούσαν και να έχουν αφαιρεθεί, προσθέτοντας στην οικονομία της αφήγησης.
Η «Μικρά Αγγλία» είναι μια ιστορία γραμμένη και κινηματογραφημένη στο μπλε. Χωρίς τελεία, που αφήνει, όπως και η θάλασσα, τους ήρωες χωρίς ανάπαυση.
Οι άλλες ταινίες
Δύο ηθοποιοί, διάσημοι στην τηλεόραση πριν αξιώσουν σοβαρή καριέρα στο σινεμά, η Τζούλια Λούις Ντρέιφους και ο Τζέιμς Γκαντολφίνι, είναι οι βασικοί πυλώνες της δραματικής ερωτικής κομεντί «Εκεί που δεν το περιμέναμε» (***)
Η χημεία μεταξύ τους κάνει ξεχωριστή την ταινία της Νικόλ Χολοσφένερ, ιδιαίτερα για τις γυναίκες.
Η Εύα, φυσιοθεραπεύτρια που προσφέρει στους πελάτες της μασάζ κατ' οίκον, είναι χωρισμένη και ζει με την κόρη της. Η τελευταία ετοιμάζεται να μετακομίσει λόγω σπουδών, γεγονός που προκαλεί αναστάτωση στη μητέρα της. Αν και δεν το δείχνει, η Εύα, που είναι γύρω στα πενήντα, φοβάται τη μοναξιά. Τι πιο φυσιολογικό; Ο Αλμπερτ, υπάλληλος σε αρχείο τηλεοπτικών σειρών, είναι και αυτός χωρισμένος και έχει μια κόρη συνομήλικη περίπου με την κόρη της Εύας. Ο Αλμπερτ και η Εύα θα τα φτιάξουν, η σχέση τους όμως θα περάσει μια δοκιμασία.
Η Χολοσφένερ είναι λίγο φλύαρη. Η ταινία όμως έχει προσεγμένους διαλόγους και είναι καλοδουλεμένη σε ό,τι αφορά τους χαρακτήρες και το ύφος της. Σου δημιουργεί μια ανάλαφρη αίσθηση μελαγχολίας. Για τον Γκαντολφίνι, τον τηλεοπτικό Τόνι Σοπράνο, ήταν η προτελευταία δουλειά της σύντομης ζωής του.
Επίσης:
Ο Μάικλ Ντάγκλας έχει πίσω του μια πολυτάραχη ζωή, αλλά και μια σούπερ καριέρα από τα μέσα της δεκαετίας του '80 μέχρι τα μέσα του '90. Φέτος επανέκαμψε δυναμικά με το βιογραφικό «Behind the Candelabra» (***)
Το Χόλιγουντ αρνήθηκε να επενδύσει στην «υπερβολικά γκέι» ζωή του εκκεντρικού πιανίστα-σόουμαν Λιμπεράτσε κι ο Σόντερμπεργκ στράφηκε στο καλωδιακό HBO. O Nτάγκλας δίνει ρεσιτάλ ερμηνείας. Ο Ματ Ντέιμον, ο συμπρωταγωνιστής του, βγαίνει σαν τσακισμένη ζωντανή κούκλα από το κιτς ανάκτορο του Λιμπεράτσε. Παίζει τον εραστή του, τον Σκοτ Θόρσον, που πίστεψε πως δίπλα του θα κατακτήσει τον κόσμο.
Προβάλλεται και το «Carrie» (* 1/2), ριμέικ της κλασικής ταινίας τρόμου του Μπράιαν Ντε Πάλμα.
www.kathimerini.gr