Αυτές τις ημέρες όμως, τρέχει για τη μεγάλη συναυλία του Ξαρχάκου στο Ηρώδειο «Μάνα μου Ελλάς» (την ερχόμενη Τρίτη 30 του μηνός) και τις τέσσερις παραστάσεις που θα δώσει ο συνθέτης με τον Σταμάτη Κόκκοτα αμέσως μετά στην Αμερική, με σταθμό το Κάρνεγκι Χολ της Νέας Υόρκης.
Σταθερές αξίες
Και στις δύο περιπτώσεις θα ακουστούν τραγούδια που σφραγίστηκαν από μεγάλες φωνές και η σύγκριση τέτοιες στιγμές είναι αναπόφευκτη. «Δεν μου αρέσει η έννοια της διαδοχής. Ούτε έχει νόημα να προσπαθείς να ξεπεράσεις μια ερμηνεία γιατί κάθε μια είναι διαφορετική. Σε κάποιους αρέσω, σε κάποιους όχι. Σημασία έχει να δίνεις την ψυχή σου σ' αυτό που αναλαμβάνεις. Η συμβουλή του Σταύρου Ξαρχάκου σε αυτές τις περιπτώσεις είναι χαρακτηριστική. Οταν ο Ζαχαρίας Καρούνης, που είμαστε μαζί στη συναυλία του Ηρωδείου, ετοιμαζόταν για τις πρόβες του "Μεγάλου μας τσίρκου" είχε μεγάλη αγωνία. Τότε ο Ξαρχάκος του είχε πει: "Μην έχεις άγχος γιατί αυτό που καλείσαι να ξεπεράσεις δεν είναι ο Ξυλούρης αλλά ο εαυτός σου". Είναι λυτρωτική συμβουλή όχι μόνο για τις περιπτώσεις που καταπιάνεσαι με διαχρονικό υλικό αλλά και για τις δικές μας παραστάσεις».
Αλλά το κοινό; Τι είναι αυτό που το κάνει να αναζητάει όλο και πιο συχνά πια το ασφαλές υλικό; «Στις δύσκολες εποχές υπάρχει μια ανάγκη επαναπροσδιορισμού. Σε αυτές τις περιπτώσεις θέλεις να ακουμπήσεις στις σταθερές αξίες. Και ποιες είναι αυτές: Χατζιδάκις, Ξαρχάκος, Μαρκόπουλος, Λοΐζος, Μούτσης... Είναι πιο εύκολο και για το κοινό να ακούσει τραγούδια που εκφράζουν διαχρονικά αισθήματα και κυρίως είναι δικαιωμένα, από το να ακούσει νέο υλικό».
Τις αντοχές του τραγουδιού της εποχής θα τις δείξει, όπως λέει, ο χρόνος. Τονίζει όμως με σιγουριά πως η γενιά της «παλεύει πιο δύσκολα». Το σύγχρονο τραγούδι βέβαια, υποταγμένο όσο ποτέ άλλοτε στην εικόνα, έχει κι άλλα να παλέψει. «Εγώ στο τραγούδι βαδίζω σύμφωνα με την καρδιά μου. Δεν είμαι το σωστό άτομο για να παίξω με το λάιφ-στάιλ. Δεν μου αρέσουν οι φωτογραφίσεις και όσα απαιτούνται για την προώθηση της δουλειάς. Οταν χρειάζεται δίνω συνεντεύξεις, φωτογραφίζομαι περισσότερο απ' όσο μου αρέσει, αλλά ώς εκεί. Δεν υπερέβαλα ποτέ. Τουναντίον έχω σταματήσει να πηγαίνω στην τηλεόραση, θέλοντας την επόμενη φορά να είναι με τους όρους μου, τους μουσικούς μου όρους δηλαδή».
Η μετατόπιση της μουσικής, από το δισκάδικο στο Ιντερνετ, επηρεάζει και τη δική της γενιά. Το Διαδίκτυο, εξηγεί, μπορεί να είναι η χαρά της επικοινωνίας για τη δουλειά μας, αλλά δεν είναι αγορά. «Η δισκογραφία είναι διαλυμένη. Οι περισσότεροι κάνουν δικές τους παραγωγές. Οι εταιρείες μη έχοντας τζίρο -λόγω της πειρατείας και του Ιντερνετ- ποντάρουν στα σίγουρα ονόματα και σπανίως σε νέους καλλιτέχνες. Οταν συμβαίνει αυτό, προτιμούν τις ελαφριές περιπτώσεις».
Αν στα λάιβ προηγείται το «καλό τραγούδι», στην τηλεόραση έχει προβάδισμα το τραγούδι του χαβαλέ και της κλειδαρότρυπας. Το φλερτ της ποπ με τα στερεότυπα της πορνογραφίας δεν είναι βέβαια κάτι καινούργιο.
Τα καλογυμνασμένα κορμιά έγιναν πιο απαραίτητα από τις ωραίες φωνές και το τραγούδι όλο και συχνότερα υποκλίνεται στη διαφημιστική εικόνα. «Πάντα υπήρχε κι αυτό το τραγούδι, απλώς τώρα έχει εκχυδαϊστεί. Η δική μας πλευρά δεν παίζει με αυτούς τους κανόνες. Για να σταθείς, απαιτείται περισσότερο υπομονή και πείσμα, όμως όταν κάτι αξίζει θα φανεί».
Στην περίπτωσή της αναρωτιέσαι γιατί έπειτα από 15 χρόνια στον χώρο, με συνεργασίες κοντά στους Σταμάτη Κραουνάκη, Λουκιανό Κηλαηδόνη, Αφροδίτη Μάνου, Μανώλη Μητσιά, Νίκο Μαμαγκάκη, Νίκο Ξυδάκη, Ορφέα Περίδη κ.ά., σπουδές στο Εθνικό Ωδείο, στη δραματική σχολή του Γ. Αρμένη και στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο (Eλληνικός Πολιτισμός), έχει ηχογραφήσει μόνο δύο cd («Γυναίκα τριαντάφυλλο» και πρόσφατα το «Λευκό χαρτί»); «Εδωσα περισσότερη σημασία στις σπουδές που αφορούσαν βέβαια τη δουλειά μου και άργησα να ασχοληθώ με τη δισκογραφία», απαντά. Η βολική συνταγή «μαζεύω σκόρπια τραγούδια για να βγάλω έναν δίσκο» δεν τη συγκινεί. «Σας το είπα και στην αρχή, λειτουργώ με τον δρόμο της καρδιάς. Δεν ξέρω πόσο νόημα έχει να βγάλεις με το ζόρι δίσκο όταν ένα τραγούδι θα ταξιδέψει. Σε μια εποχή μάλιστα που το μεγαλύτερο μέρος του ραδιοφώνου στηρίζεται στις λίστες». Μήπως φταίει ότι μοιράζεται σε διαφορετικά πράγματα, όπως το θέατρο; «Πάντα μοιραζόμουν σε κάτι, γιατί έπρεπε και να βιοποριστώ».
Νιώθει τυχερή που συνεχίζει να νοικιάζει το ίδιο σπίτι στις αγαπημένες της «Μικρές Φιλιππίνες», όπως της αρέσει να αποκαλεί τη γειτονιά των Αμπελοκήπων. Λατρεύει το κέντρο, τις βόλτες στην πόλη κι ας σκοντάφτει σε καθημερινές στιγμές αγένειας. Κατά τα άλλα, «Δεν άλλαξα ζωή, ούτε πόθησα περισσότερα. Ο,τι λεφτά είχα τα έδωσα σε σπουδές. Βαδίζω με όπλο μου την τύχη».
www.kathimerini.gr