Η λύση που είχε επιλεγεί, τότε, μετά από πολλή σκέψη, για την κατεδάφιση του Petit Palais (του αρχικού Μεγάρου Δημητρίου) και την εναρμόνιση του νέου κτιρίου που θα προέκυπτε με τη μεσοπολεμική πτέρυγα της οδού Βουκουρεστίου και Πανεπιστημίου, υπήρξε λειτουργική (όπως αποδείχτηκε) και όχι ζημιογόνος (το αντίθετο) για την εμφάνιση της πόλης. Είναι ίσως το μόνο κομψό παράδειγμα που έχουμε στην Αθήνα ευφυούς προσαρμογής της μορφολογίας ιστορικού ρυθμού σε σύγχρονες ανάγκες. Ηθελε τόλμη στη μοντέρνα Αθήνα του 1958-60 να προκρίνεις μία κλασική πρόσοψη, με σεβασμό στην ιστορία. Αρχιτέκτων ήταν ο Κώστας Βουτσινάς (με συνεργάτες τους Θ. Θεοφιλόπουλο και Α. Φωκά), που κληροδότησαν στην Αθήνα ένα κτίριο αναφοράς.
Αλλά, η «Μεγάλη Βρεταννία» είναι ένα μοναχικό παράδειγμα κομψότητας που μπορεί, επίσης, να υποστηρίξει την επιλογή της μορφολογίας (σύνδεση με υφιστάμενο κτίριο). Αρκετά ξενοδοχεία τα χρόνια που θα ακολουθήσουν θα επιλέξουν τη μέθοδο της μάσκας, επενδύοντας παλαιότερες κατασκευές χτισμένες σε μοντέρνο ύφος με κλασικιστικά επιθέματα. Τη συζήτηση για την τάση της εμμονής για την πρόσοψη-μεμβράνη, έφερε και πάλι στην Αθήνα η πρόταση που έχει η Εκκλησία της Ελλάδος για κλασικιστικό μασκάρισμα του παλαιού κτιρίου του πρώην υπ. Παιδείας στη Μητροπόλεως, το οποίο προορίζεται για πολυτελές ξενοδοχείο. Το υπάρχον κτίριο, από τις αρχές της δεκαετίας του '60, έργο του Πάτροκλου Καραντινού, ογκώδες και άχαρο, έχει ούτως ή άλλως πολλές δυσκολίες. Δυστυχώς, επελέγη η διατήρησή του. Και σαφώς, εφόσον το κτίριο διατηρείται, η πρόσοψη χρειάζεται σοβαρές παρεμβάσεις. Μπορεί όμως να είναι λύση ένα υβρίδιο νεο-νεοκλασικισμού;
Γιατί εδώ δεν μιλάμε για ανέγερση νέου κτιρίου σε ιστορικό ρυθμό (κατά τις αρχές του New Urbanism) ούτε για σοβαρή πρόταση νέας σύνθεσης (κατά το αθηναϊκό πρότυπο της «Μεγάλης Βρεταννίας») αλλά για μία απόπειρα δημιουργίας ενός σκηνικού, που, όχι τυχαία, επιλέγεται συχνά από ξενοδοχειακές μονάδες διεθνώς. Σε μερικά κτίρια της Αθήνας, τη δεκαετία του 1970, είχαν ενσωματωθεί σπαράγματα από τα κατεδαφισθέντα παλαιότερα κτίσματα ιστορικών ρυθμών, όπως στο κτίριο της Alpha Bank στη Φιλελλήνων (με εντοίχιση της αναγεννησιακής τοξοστοιχίας στην πρόσοψη, αρχ. Κ. Μανουηλίδης), στη Στοά Πεσμαζόγλου, Πανεπιστημίου 39 (με το κλιμακοστάσιο των προγενέστερου Μεγάρου της Πρωίας, στο εσωτερικό του νέου κτιρίου) ή στο μέγαρο γραφείων στα Χαυτεία, εκεί όπου ήταν η «Αστόρια» (με τα κάγκελα του παλαιού κτιρίου).
Η επιθυμία δημιουργίας μιας αύρας της αισθητικής του «καλού, παλιού κόσμου» οδηγεί συχνά, στα «μασκαρίσματα», όπως είδαμε στο Electra Palace στην Πλάκα, στο Stratos Vassilikos στη Μιχαλακοπούλου και στο Grecotel Pallas Athena, Αθηνάς και Λυκούργου, στη θέση του παλιού ξενοδοχείου El Greco. H λύση αυτή μπορεί σαφώς να ικανοποιεί έναν «μέσο όρο» ιδανικού ταξιδιώτη, καθώς προσφέρει μία αισθητική γλώσσα κατανοητή και καθησυχαστική, αλλά δεν έχει σχέση ούτε με την αρχιτεκτονική ούτε με την ιστορία της πόλης. Αντιθέτως, έχει ενδιαφέρον αν εξετάσει κανείς το φαινόμενο με όρους κοινωνικούς. Με αυτήν την οπτική, ακόμη και αυτή η τάση μπορεί να πει πολλά για την εξέλιξη μιας πόλης ή για τους πολλούς θυλάκους της.
Εντυπωσιακό είναι το παράδειγμα του «Κινγκ Τζωρτζ» δίπλα στη «Μεγάλη Βρεταννία». Το 2004 απέκτησε ψευδο-κλασική πρόσοψη με πρόθεση, προφανώς, δημιουργίας συγγενούς μετώπου επί της οδού Γεωργίου Α΄. Τη νύχτα, φωταγωγημένα τα δύο κτίρια, παρουσιάζουν εντυπωσιακό θέαμα, αλλά τη μέρα διακρίνεται εύκολα το υβρίδιο από το πρωτότυπο. Ποτέ δεν ήταν ωραίο κτίριο το «Κινγκ Τζωρτζ», χτισμένο σε χαμηλότερο ύψος το 1936, στη θέση της οικίας Σκουλούδη. Απέκτησε ύψος στη δεκαετία του '60 και νέα πρόσοψη πριν από 10 χρόνια. Με μία νέα ανάγνωση, η εξέλιξη αυτού του σημείου της Αθήνας έρχεται να μας πει πολλά για την ίδια την πόλη και τις διαρκείς μεταμορφώσεις της.