της αδικίας στις ΗΠΑ του 19ου και 20ού αιώνα και κατ' επέκταση στον δυτικό κόσμο του «δικαίου», της «ελευθερίας» και της «δημοκρατίας».
Η απόδοση από τον Σταμάτη Φασουλή φρόντισε εκτός από στρωτό, θεατρικό λόγο και για κάποιους αυτόματους συνειρμούς με το σήμερα. Ομως, το πάθος, η ένταση, ακόμη και η στιγμιαία σύγχυση στην αναδρομή-ποταμό σε ιστορικές δικαστικές υποθέσεις που κέρδισε ή έχασε ο ανθρωπιστής δικηγόρος, κατορθώνει να ξυπνήσει στο κοινό, θυμό, ενδιαφέρον, αναστάτωση. Κατορθώνει να μην ακούει ο θεατής για Μίσιγκαν, Αϊνταχο ή Γιούτα, να αγνοεί χρονολογίες, ενόρκους, κατήγορους, κατηγορουμένους, αλλά να νιώθει στον σβέρκο του την ανάσα ενός εδώ και σήμερα. Να αναγνωρίζει τη καταγωγή τωρινών δεινών, ολέθριων εναγκαλισμών και νεοφιλελεύθερων μεθοδεύσεων.
Ο Νίκος Χατζόπουλος ώθησε το πάθος και την ένταση του ηθοποιού στα όριά του, τον «έριξε» μέσα στο κοινό χρησιμοποιώντας μια ξύλινη «ποδιά» στον κεντρικό διάδρομο της πλατείας, όπως και τα σκαλοπάτια που την ενώνουν με τη σκηνή. Εκεί, όρθιος ή καθιστός, ο ηθοποιός Φασουλής, κοντινός, άμεσος, συχνά κάθιδρος, αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο νίκες και ήττες του δικηγόρου Ντάροου για «στημένες» δίκες, κατάργηση της θανατικής ποινής, κακοδικίες και, μέσω αυτών, την αέναη περιπέτεια των αδικημένων και στοχευμένων κοινωνίας, πολιτικής, συμφερόντων και προκαταλήψεων.
Η πείρα, η σκηνική ευφυΐα και η ετοιμότητα του Φασουλή μετέτρεπαν τυχόν κενά μνήμης σε φυσιολογικές επαναλήψεις, μικροπαύσεις, επιταχύνσεις μιας ταραγμένης από μνήμες μακριάς αφήγησης. Απέφυγε εμφανώς καταφυγή του σε ευκολίες κι επέτρεψε στη μανιέρα του μόνο να ζωντανέψει, να σφραγίσει μια τίμια και ενδιαφέρουσα ερμηνεία.
Το «βαρύ» ρεαλιστικό σκηνικό (Μανόλης Παντελιδάκης) με τις ογκώδεις βιβλιοθήκες και τα τραπεζογραφεία εποχής, που όριζαν τη σκηνή, δεν ξέρω πόσα πρόσφεραν σε κείμενο και ερμηνευτή, όταν εκείνος χρειάστηκε μόνο μία πολυθρόνα, δύο καρέκλες για σύντομες, αυτοσχεδιαστικές αναπαραστάσεις, μια ξύλινη σκαλίτσα και τρεις-τέσσερις χαρτόκουτες, όπου σε όλη τη διάρκεια της παράστασης μάζευε βιβλία και φακέλους – κάτι σαν τελική μετακόμιση, απολογισμό ζωής.
Τα κοστούμια της Ντένης Βαχλιώτη, αποτέλεσμα σπουδής, ακρίβειας όσο και προσωπικής οπτικής, φορέθηκαν άνετα και φυσικά από τον Φασουλή. Οι φωτισμοί του Λευτέρη Παυλόπουλου τόνισαν την ατμόσφαιρα, διαχώρισαν τον ιδιωτικό από τον δημόσιο χώρο, ενός παρορμητικού, νότιου Ντάροου.
Μικρή πολιτική επιθεώρηση
Ο Γεράσιμος Γεννατάς είναι πολιτογραφημένος ως κωμικός, κυρίως, ηθοποιός. Στη «μικρή πολιτική επιθεώρηση» που παρουσιάζει αποκαλύπτεται, εκτός από ποιητική και αγωνιστική φύση, συγγραφέας σατιρικών κειμένων. Σε κείμενα Γιώργου Γαλίτη και δικά του, με εμβόλιμα Μπρεχτ, Ξενοφώντα, Θουκυδίδη, ποίηση Μαγιακόφσκι, Μπρεχτ, Τ.Σ Ελιοτ, Λασκαράτου, Λειβαδίτη, μουσική και τραγούδια του Γιώργου Κομπογιάννη σε ζωντανή εκτέλεση από τον Βασίλη Μπαμπούνη (τραγούδι, κιθάρα, πιάνο) και τη Φιλένια Σπαχή (τσέλο), σκηνοθεσία του Θανάση Χαλκιά, σχεδιασμό βίντεο του Γιάννη Λεοντάρη, επιχειρείται μια κωμικο-σατιρικο-διδακτικο-δραματική σύνθεση με αναφορές ελληνοϊστορικές και προεκτάσεις ελληνοτωρινές.
Αν αφουγκραστεί κανείς τις ανάσες και αντιδράσεις του κοινού δίχως να παρακολουθεί την παράσταση, μπορεί να είναι σίγουρος πως όταν αρχίζουν οι «κυματισμοί» στα στέρνα, τα γέλια, η κίνηση ενδιαφέροντος στις κερκίδες, ο Γεννατάς δίνει ρέστα στα σατιρικά κείμενα. Οταν οι «κυματισμοί» του κοινού πέφτουν ή εξαφανίζονται, ο Γεννατάς απαγγέλλει με χωνί ποίηση, σαν να τη στέλνει να διεισδύσει στο κοινό, αφυπνίζοντάς το. Από όλο το ποιητικο-μουσικο-διδακτικό κομμάτι της παράστασης, πιστεύω πως λείπει ο μύθος, το μέσον, το ενδιάμεσο για να προσληφθεί από το κοινό. Λείπει εκείνο το αντίστοιχο, που στο υπόλοιπο, έξοχο κομμάτι λέγεται σάτιρα, ειρωνεία, υπερβολή, μεταμφίεση.
www.kathimerini.gr