των αρχαιοτήτων, που βρέθηκαν στον σταθμό «Βενιζέλου», μοιάζει να βρίσκεται ένα βήμα πιο κοντά στη διευθέτησή του - φυσικά, ενστάσεις εξακολουθούν να υπάρχουν. Η προκαταρκτική μελέτη ανάδειξης, που έλαβε την ομόφωνη έγκριση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου το βράδυ της Τρίτης, προβλέπει την απόσπαση και επανατοποθέτηση περίπου του 85% των σημαντικών αρχαιολογικών καταλοίπων στην αρχική τους θέση. Ο ειδικά διαμορφωμένος επισκέψιμος χώρος θα βρίσκεται στο επίπεδο -1 του σταθμού και σε βάθος έξι μέτρων κάτω από το σύγχρονο οδόστρωμα.
Πριν συνεχίσουν τη διαδρομή τους στο κέντρο της σύγχρονης πόλης, οι διερχόμενοι από τον σταθμό θα έχουν τη δυνατότητα να ταξιδέψουν νοητά στον χρόνο, περπατώντας πάνω στη λιθόστρωτη Μέση Οδό της Βυζαντινής Θεσσαλονίκης, όπου σώζονται τα λείψανα ενός μνημειώδους τετραπύλου, κατάλοιπα κτιρίων, μία μαρμαρόκτιστη πλατεία και μία διασταύρωση. Θα μπορούν, ακόμα, να διασχίζουν την Εγνατία Οδό υπογείως, χρησιμοποιώντας τη γυάλινη γέφυρα στο μεσοπάτωμα του σταθμού, η οποία θα προσφέρει απρόσκοπτη θέαση προς τις αρχαιότητες. Αποτέλεσμα συνεργασίας της Αττικό Μετρό και του Δήμου Θεσσαλονίκης, η μελέτη αποτελεί συνδυασμό δύο προηγούμενων προτάσεων, που εκπονήθηκαν από το ΑΠΘ και την Αρχαιολογική Υπηρεσία.
Η πρόταση «επιβεβαιώνει τη δυνατότητα να συνυπάρχουν αρχαιότητες και μετρό», εξασφαλίζοντας «αφενός τη λειτουργικότητα και αφετέρου την ανάδειξη του ενιαίου αρχαιολογικού χώρου», αναφέρει σε ανακοίνωσή της η Αττικό Μετρό. Ωστόσο, ο δήμος εξακολουθεί να προσεγγίζει με επιφύλαξη τη θέση της Αττικό Μετρό, αλλά και του ΚΑΣ, ως προς τη δυνατότητα διατήρησης των αρχαιοτήτων in situ - ότι δηλαδή η κατασκευή του σταθμού είναι πρακτικά ανέφικτη χωρίς την απόσπαση των ευρημάτων. Κατά συνέπεια, ο δήμος δεν παραιτείται από την αίτηση ακυρώσεως που έχει κατατεθεί στο ΣτΕ και αναμένεται να εξεταστεί τον ερχόμενο Φεβρουάριο. Στη διάρκεια της συζήτησης, ο δήμαρχος Θεσσαλονίκης, Γιάννης Μπουτάρης, δήλωσε ότι έχει ζητήσει τη συμβολή εμπειρογνώμονα από το Λονδίνο. Οσον αφορά την τρέχουσα μελέτη, ο δήμος θα δεχτεί την υλοποίησή της μόνο αν πειστεί ότι η μετακίνηση των αρχαιοτήτων είναι απαραίτητη. Προς το παρόν, συνυπογράφει την πρόταση ανάδειξης μόνο «σε επίπεδο αρχιτεκτονικού σχεδιασμού». Την άποψη ότι οι αρχαιότητες δεν πρέπει να αποσπαστούν συμμερίζεται και ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων, χωρίς πάντως να προτείνει εναλλακτικές λύσεις. Θυμίζουμε ότι τον Ιανουάριο του 2013, το ΚΑΣ είχε γνωμοδοτήσει υπέρ της μεταφοράς των αρχαιοτήτων σε κατάλληλο χώρο εκτός του σταθμού, όμως το θέμα επανήλθε στο Συμβούλιο ύστερα από προσφυγή του δήμου στο ΣτΕ.
«Στην Ελλάδα διαθέτουμε τεράστια τεχνογνωσία για την απόσπαση μνημείων» και οι αρχαιότητες του Σταθμού Βενιζέλου δεν κινδυνεύουν από τη μετακίνηση, τόνισαν επανειλημμένως τα μέλη του ΚΑΣ, υποστηρίζοντας ότι η καχυποψία από πλευράς του δήμου ισοδυναμεί με προσβολή της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Το πρώτο σενάριο που διερευνήσαμε «ήταν το ενδεχόμενο να μη μετακινηθούν οι αρχαιότητες», επισήμανε η καθ. Αρχαιολογίας Ναταλία Πούλου, μέλος τόσο του ΚΑΣ όσο και της διεπιστημονικής επιτροπής του ΑΠΘ, που κλήθηκε να προτείνει εναλλακτικές λύσεις για τον σταθμό «Βενιζέλου». Επιπλέον, μέλη του Συμβουλίου υπενθύμισαν ότι η απομάκρυνση των βυζαντινών καταλοίπων θα επιτρέψει στους αρχαιολόγους να ανασκάψουν τα κατώτερα στρώματα και πιθανότατα να φέρουν στο φως ευρήματα από τη ρωμαϊκή και ελληνιστική φάση της Θεσσαλονίκης. Τέλος, σύμφωνα με την εισήγηση της Διεύθυνσης Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Αρχαιοτήτων, τα μνημεία κινδυνεύουν όσο εξακολουθούν να μένουν εκτεθειμένα κάτω από το πρόχειρο εργοταξιακό στέγαστρο, καθώς οι μπετονένιοι διαφραγματικοί τοίχοι μετατρέπουν το σκάμμα σε «πισίνα»
www.kathimerini.gr