Στο βούλευμα τους επικαλούνται, μάλιστα, υπόθεση ασέλγειας σε βάρος ανηλίκου το 1984, η οποία ήρθε στο φως μετά την σύλληψη του προφυλακισμένου σκηνοθέτη από την διαδικασία της δακτυλοσκόπησης στην ΓΑΔΑ.
«Επί σειρά ετών, τουλάχιστον από το έτος 1984, οπότε χρονολογείται σήμανση του για σχετιζόμενο με την γενετήσια ελευθερία σε βάρος ανηλίκου αδίκημα και έως το έτος 2015, δηλαδή για διάστημα τουλάχιστον 30 ετών, προσέγγισε ανήλικους και γενικά άτομα νεαρής ηλικίας, πέραν των κατονομαζόμενων την δικογραφία και πλήθος άλλων» αναφέρουν χαρακτηριστικά στο βούλευμα τους και επισημαίνουν πως η “μεθοδευμένη δράση του” υποδεικνύει “σταθερή ροπή του προς την διάπραξη αυτού του είδους των εγκλημάτων, ως στοιχείο της προσωπικότητάς του”.
Στο βούλευμα γίνεται αναλυτική αναφορά στον τρόπο με τον οποίο ο κατηγορούμενος φέρεται να εντόπιζε ανήλικους είτε με αφορμή τις καλλιτεχνικές τους δραστηριότητες στο χώρο των θεάτρων, είτε ως διδάσκων θεατρική αγωγή σε σχολεία και εργαστήρια, είτε από φιλικούς κύκλους, «ακόμη και τυχαία σε διάφορες περιοχές των Αθηνών, που σύχναζαν ανήλικοι και νέοι και υποσχόμενος να τους καθοδηγήσει και να τους βοηθήσει να σταδιοδρομήσουν στον καλλιτεχνικό χώρο, τελούσε σε βάρος τους αδικήματα σχετιζόμενα με την γενετήσια ελευθερία τους, είτε με την άσκηση βίας, ακόμη και με την περιαγωγή του σε κατάσταση αναισθησίας και ανικανότητας για αντίσταση με τη χρήση ουσιών, είτε και χωρίς βία, εκμεταλλευόμενος όμως ακριβώς την ανηλικότητα και το νεαρό της ηλικίας των θυμάτων, καθώς και τις θέσεις που κατά καιρούς κατείχε, αλλά και εν γένει το status quo του».
Για τους δικαστές, ο Δημήτρης Λιγνάδης εκμεταλλευόταν την αδυναμία των θυμάτων του και αξιοποιώντας “την αναγνωρισιμότητα του , την ρητορική του δεινότητα, και την ικανότητα πειθούς, που αναμφισβήτητα φύση και θέση κατείχε, υπό το πρόσχημα της καθοδήγησης και διαπαιδαγώγησης τους, προσέγγιζε τα άτομα αυτά, κέρδιζε την εμπιστοσύνη τους και ακολούθως τα χειραγωγούσε, ώσπου να επιτύχει την εκπλήρωση των ανάρμοστων προθέσεων του”.
Το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο, επιπλέον, αποφαίνεται πως ακόμη και στην περίπτωση που ο κατηγορούμενος είχε κληθεί σε εξηγήσεις πριν την άσκηση δίωξης σε βάρος του “δεν θα είχε προσκομίσει ικανά στοιχεία για να ανατρέψουν το ήδη συγκεντρωθέν αποδεικτικό υλικό και να αποτρέψουν τον αρμόδιο εισαγγελέα από την άσκηση ποινικής δίωξης” καθώς όπως επισημαίνουν τα στοιχεία που προσκόμισε στην ανάκριση, σε μια προσπάθεια να αντικρούσει τους ισχυρισμούς των μηνυτών για τον τόπο που βρισκόταν τις ημερομηνίες που τον καταγγέλλουν για τους βιασμούς, έχουν “χρονικό κενό”.
“Έχει εμφανή παραφιλική έφηβοφιλική σεξουαλική τάση”
Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών υιοθέτησε την πρόταση της εισαγγελέως η οποία έκανε λόγο για «ανεξέλεγκτη γενετήσια ορμή» του κατηγορούμενου ενώ αναφερόμενη στους μηνυτές υπογράμμισε πως δεν είχαν καμία σχέση μεταξύ τους . Σύμφωνα με την εισαγγελική λειτουργό από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει πως ο σκηνοθέτης «έχει εμφανή παραφιλική έφηβοφιλική σεξουαλική τάση και προτίμηση την οποία εξεδήλωνε χωρίς καμία αναστολή, ακόμα και σε δημόσιους χώρους, για ένα πολύ μακρόχρονο διάστημα και δη από τουλάχιστον το έτος 1995 έως και τουλάχιστον το 2016, σύμφωνα με τα έως τώρα στοιχεία της δικογραφίας, εκμεταλλευόμενος αφενός στην ευαίσθητη ηλικία των ανήλικων που προσέγγιζε, ιδίως αγοριών από 14 έως 16, αφετέρου την ματαιοδοξία τους και την έλλειψη οικογενειακού περιβάλλοντος, δρώντας σχεδόν με πανομοιότυπο μεθοδικό και συστηματικό τρόπο κάθε φορά, καλλιεργούσε αρχικά κλίμα εμπιστοσύνης, επικαλούμενος και προβάλλοντας την επαγγελματική του ιδιότητα, ως καταξιωμένου σκηνοθέτη – ηθοποιού, πείθοντας αυτά ότι πρόθεση του ήταν να τα βοηθήσει να ανελιχθούν στο χώρο του θεάματος και παρασύροντας τα με τις υποσχέσεις αυτές στο σπίτι του, με αποκλειστικό σκοπό την τέλεση γενετήσιων πράξεων μαζί του”.
Η εισαγγελέας επισημαίνει πως η άμεση άσκηση ποινικής δίωξης χωρίς προηγουμένως να κληθεί σε εξηγήσεις ο Δημήτρης Λιγνάδης δικαιολογείται από αυτή την “εμμονική παραφιλική του τάση, η οποία περιγράφεται με σαφήνεια στις ληφθείσες καταθέσεις, αλλά και στις εγκλήσεις που κατατέθηκαν ενώπιον του εισαγγελέα, καθώς και η σταθερή εξακολουθητική ροπή του προς την ικανοποίηση της γενετήσιας ορμής του με ανήλικα αμφοτέρων των φύλων, η οποία ροπή έφτασε στην εγκληματική και μάλιστα κακουργηματική της μορφή, με παθόντες δύο αλλοδαπούς, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι αυτός συνεχίζει να μένει στην ευρύτερη περιοχή του Μεταξουργείου όπου ανέκαθεν αλίευε ανήλικους για τον ανώτερο σκοπό, δικαιολογούσαν κατά την άποψή μας απόλυτα την εφαρμογή στο πρόσωπο του της παραγράφου δύο του άρθρου 244 του κώδικα ποινικής δικονομίας περί παράλειψης κλήση του ως υπόπτου για λήψη χωρίς όρκο εξηγήσεων και της άμεσης άσκησης ποινικής δίωξης σε βάρος του με σκοπό την αποτροπή τέλεσης νέων πάρω μην αδικημάτων σε βάρος ανηλίκων παθόντων” εξηγεί η εισαγγελέας στην πρόταση της προς το δικαστικό συμβούλιο.