Το νέο Αρχαιολογικό Μουσείου Αθηνών στην Ακαδημία Πλάτωνος θα είναι ένα αξέχαστο ταξίδι στην αθηναϊκή ιστορία μέσα σε ένα κτίριο που υπόσχεται να μείνει μοντέρνο για πάντα.
Μια εβδομάδα μετά την ανάθεση της μελέτης και κατασκευής του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου από το δίδυμο των αρχιτεκτόνων Τσίπερφιλντ – Τομπάζη και των αντίστοιχων γραφείων, ένα άλλο μεγάλο project, αυτό του αρχαιολογικού μουσείου Αθηνών στην ακαδημία Πλάτωνος έρχεται να αλλάξει την πόλη, μιας και ανακοινώθηκε ότι προκρίθηκε η πρόταση του αρχιτεκτονικού γραφείου του Γιώργου Τσολάκη, στον πανελλήνιο ανοιχτό διαγωνισμό. Το σύντομο διάστημα ανάμεσα στις ανακοινώσεις των νικητών και ο αρχαιολογικός χαρακτήρας των εκθεμάτων, δημιούργησαν πιθανώς μια σύγχυση στο ευρύ κοινό σχετικά με το αντικείμενο των δύο μουσείων, την οποία ανέλαβε να ξεδιαλύνει ο αρχιτέκτονας του μελλοντικού αρχαιολογικού μουσείου Αθηνών Γιώργος Τσολάκης και ιδρυτής του γραφείου Tsolakis architects.
“Είναι δύο τελείως διαφορετικά μουσεία. Το εθνικό αρχαιολογικό μουσείο και η επέκτασή του που ήταν αντικείμενο διαγωνισμού, στον οποίο συμμετείχε και το γραφείο μας, συλλέγει όλα τα αρχαιολογικά ευρήματα που βρίσκονται στην επικράτεια της χώρας μας. Ολοι οι θησαυροί που ανακαλύφθηκαν στην Ελλάδα, ακόμα κι αυτοί που δεν εντάσσονται στη σημερινή ελληνική επικράτεια, αλλά αποτελούν τμήμα του ελληνικού πολιτισμού, βρίσκονται στο εθνικό αρχαιολογικό μουσείο. Από την άλλη πλευρά, το αρχαιολογικό μουσείο Αθηνών έχει μια άλλη διπλή λειτουργία. Η πρώτη είναι να εκθέσει όλα τα ευρήματα που βρέθηκαν εντός του αστικού ιστού της Αθήνας, που βρέθηκαν σε ανασκαφές, είτε για κτιριακές κατασκευές είτε για το μετρό και δεύτερον να εξηγήσει την εξέλιξη της πόλης της Αθήνας: πώς ένας μικρός οικισμός εξελίχθηκε σε μια μεγάλη πόλη”.
Ο ρόλος του δήμου Αθηναίων
Το εν λόγω γραφείο δεν συμμετείχε στην επιλογή του οικοπέδου. Ο πελάτης, που στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι ο δήμος Αθηναίων, που μέσα από το χωροταξική μελέτη όρισε αυτό το κομμάτι γης ως περιοχή πολιτισμού και αναψυχής στο μεγάλο πάρκο της Ακαδημίας Πλάτωνος, σε έναν χώρο που είναι ήδη γεμάτος με αρχαιολογικούς θησαυρούς, όπως η παλαίστρα, η ακαδημία Πλάτωνος και η ιερά οικία, έχει τοποθετηθεί το μουσείο με την υπαίθρια γλυπτοθήκη και τον υπόγειο χώρο στάθμευσης. “Αυτές είναι οι προδιαγραφές που μας έβαλε ο αγωνοθέτης. Ο ρόλος μου σαν αρχιτέκτονας είναι να σχεδιάσω το μουσείο μέσα στην περιοχή και με τις προδιαγραφές που μου δίνει ο δήμος Αθηναίων”, πρόσθεσε ο Γιώργος Τσολάκης.
Η λογική του σχεδιασμού ήταν απλή. Αρχικά, θεώρησαν ότι οι λιγοστοί πνεύμονες πρασίνου στην Αθήνα πρέπει να αναδεικνύονται και να εμπλουτίζονται. Αρα, λοιπόν, ένα κτίριο σχεδόν 13 χιλιάδων τετραγωνικών μέτρων θα είχε άλλη περιβαλλοντολογική επίδραση στο γύρω πράσινο αν ήταν υπέργειο. Ετσι επέλεξαν να το κάνουν ημιυπόγειο. Να μπορεί να φυτευτεί και η οροφή του και να γίνει ένας μεγάλος πράσινος υπαίθριος χώρος. Αυτό θυμίζει υπόσκαφες κατοικίες που έχει σχεδιάσει το συγκεκριμένο γραφείο στο παρελθόν: “Το φτιάξαμε σαν υπόσκαφο, μόνο που πολλές του πλευρές είναι ορατές. Δηλαδή έχουμε τέσσερις κλιτύες, τέσσερις πλαγιές δηλαδή, που ενώνονται υπογείως και αναφέρονται σε μια εσωτερική μεγάλη τετράγωνη πλατεία η οποία είναι σε δύο επίπεδα. Ετσι, έχουμε δύο πλευρές ανοιχτές από τις οποίες φαίνεται το μουσείο, το οποίο έχει γίνει με τέτοιον τρόπο ώστε να μπορεί να ελκύει πολλούς επισκέπτες”.
Πώς θα το κάνουν αυτό; Φαντάστηκαν έναν περίπατο μέσα στο πάρκο, όπου καθώς περπατάει κάποιος μέσα στη Φύση, ανάμεσα στα δέντρα, ξαφνικά προβάλει μπροστά του ένα ρήγμα, μέσα από τις χαραμάδες του οποίου έχει τη δυνατότητα να δει το μουσείο. Ετσι, την επόμενη φορά που θα αποφασίσει να επισκεφτεί το πάρκο θα θέλει να δει και το μουσείο. Με αυτόν τον τρόπο έχουν ένα μουσείο που είναι απόλυτα συμπεριληπτικό. Δηλαδή “ρουφάει” τους επισκέπτες και τους εξάπτει τη φαντασία, για το τι θα δουν εκεί. “Εχουμε λοιπόν ένα μουσείο από το οποίο αυτοί οι τέσσερις άξονες έρχονται και συναντιούνται στην κεντρική πλατεία. Ξεκινούν από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, δίνοντας την αίσθηση ότι όλοι μπορούν να έρθουν από παντού σ’ αυτό το μουσείο. Πρόκειται λοιπόν για ένα μουσείο που ανοίγει τις πύλες, προς όλους τους επισκέπτες του”.
Πρόκειται για ένα κτίριο το οποίο θα αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο γίνονται τα μουσεία στην Ελλάδα. Μέχρι τώρα τα συγκεκριμένα κτίρια στη χώρα μας ήταν πιο εσωστρεφή, στα οποία διαβαίνοντας την είσοδο έμπαινες στον χώρο του μουσείου. Εδώ όμως έχουμε μια άλλη λογική λειτουργίας. Μπορεί να μπει κανείς από παντού. Το μουσείο αποκαλύπτει τους θησαυρούς του με έναν απλό περίπατο στο πάρκο. Εχουμε, λοιπόν, ένα μουσείο το οποίο είναι εξωστρεφές και το οποίο ανοίγει τον ίδιο του τον εαυτό σε πολλαπλά συμβάντα. Είτε αυτός είναι ο χώρος της καφετέριας δίπλα στην ιερά οικία, είτε είναι το μεγάλο υπαίθριο αμφιθέατρο από δεξιά, είτε αυτό είναι η περιοχή με τους συντριπτικούς μύθους της Αθήνας, είτε αυτό είναι ένας απλός περίπατος προς τις τέσσερις διευθύνσεις του ορίζοντα. Η καινοτομία αυτού του μουσείου είναι λοιπόν η εξωστρέφειά του.
Εξωτερικές οικονομίες
“Θεωρώ πως ένα τέτοιο μουσείο θα αναζωογονήσει την περιοχή. Οχι επειδή απλά θα φέρει κόσμο στο πάρκο. Αυτό είναι το προφανές. Το ουσιαστικό είναι ότι θα παίξει τον ρόλο του πυκνωτή για την ανάπτυξη της περιοχής. Γύρω από ένα τόσο σημαντικό κτίριο, ένα μουσείο που αφορά την πόλη της Αθήνας, δημιουργούνται σιγά-σιγά διάφορες παρεμφερείς χρήσεις, αναβαθμίζοντας συνολικά την περιοχή. Θεωρούμε λοιπόν ότι ένα τέτοιο μουσείο αφενός μεν θα λειτουργήσει ευεργετικά για το πάρκο, γιατί το πάρκο θα έχει την περιποίηση που του αρμόζει, κι αφετέρου οι νέες χρήσεις γης θα φέρουν νέα κτίρια κι αναπλάσεις μόνο και μόνο επειδή υπάρχει το μουσείο.
“Στο συγκεκριμένο έργο βάλαμε όλο μας το είναι και όλη μας τη δύναμη”, καταλήγει ο Γιώργος Τσολάκης. “Το να σχεδιάζεις το μουσείο της πόλης της Αθήνας είναι ένα πολύ μεγάλο γεγονός, σε τέτοιο βαθμό που με εντυπωσίασε που συμμετείχαν μόνο 16 σχήματα σ΄ αυτόν το διαγωνισμό. Θεωρώ ότι έπρεπε να είναι πολλά περισσότερα, γιατί είχαμε την ευκαιρία να εκφράσουμε την αρχιτεκτονική μας ταυτότητα. Τι κάναμε εμείς; Καταρχάς πήγαμε τρεις φορές στο οικόπεδο. Είδαμε όλες τις μικρές πτυχές του ανάγλυφου, αλλά και τις φυγές του ορίζοντα. Ξεκινήσαμε να σχεδιάζουμε, μας ήρθαν οι πρώτες ιδέες, όπου δεν μπορούσαμε να σχεδιάσουμε τόσο ξεκάθαρα όσο θα θέλαμε. Κι αφού είχαμε κάποια πρώτα σχέδια ξαναπήγαμε στο οικόπεδο. Και σιγά-σιγά αυτή η εμπειρία που όρισε να σχεδιάσουμε ένα πολυπαραμετρικό αντικείμενο, το οποίο ακριβώς επηρεάζεται από πολλές παραμέτρους, την πόλη, το πάρκο, τις κινήσεις σε σχέση και προς αυτό, τις ανάγκες μας. Μέχρι που μας ήρθε ένα απόγευμα αυτό το τετράγωνο σχήμα στο οποίο έρχονται οι τέσσερις διευθύνσεις σαν ένας στρόβιλος. Για να γίνει αυτό χρειάζεται κάποιος χρόνος ο οποίος είναι ουσιαστικά απαραίτητος για να καταλάβει τα ερωτήματα που θέτει ο αγωνοθέτης”.