Τρεις είναι οι Έλληνες πρωτοεμφανιζόμενοι σκηνοθέτες που συμμετείχαν στο διαγωνιστικό τμήμα Newcomers, στο 27ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.
«Λο» - Θανάσης Βασιλείου
«Λο»Θανάσης Βασιλείου
Ο Θανάσης Βασιλείου στην ταινία «Λο» που στην ηπειρώτικη διάλεκτο σημαίνει «Σώπα», συνδέει τη δική του προσωπική ιστορία, με την περίοδο της δικτατορίας. Έναν χρόνο μετά τον θάνατο της μητέρας του, επιστρέφει στο άδειο διαμέρισμα της παιδικής του ηλικίας για να διαχειριστεί μια προβληματική κληρονομιά. Από το άδειο σπίτι, αναδύονται θραύσματα αναμνήσεων της οικογένειάς του. Η προσωπική ιστορία του μπλέκεται με το συλλογικό τραύμα της Χούντας. Η ταινία κέρδισε το βραβείο του ΕΚΚΟΜΕΔ:
«Ξεκινώντας να κινηματογραφώ το άδειο διαμέρισμα, ήταν σαν να έφυγαν τα έπιπλα για να αναδυθούν κάποιες αναμνήσεις και φτάνοντας στα χρόνια που προηγήθηκαν της γέννησής μου, γιατί είμαι ακριβώς αυτή η γενιά που έρχεται αμέσως μετά την πτώση της δικτατορίας, ανακάλυψα ότι κληρονομώ όχι μόνο μια προβληματική, υλική κληρονομιά, αλλά και μια συμβολική κληρονομιά, η οποία είναι προβληματική. Είναι προβληματική γιατί είναι διαποτισμένη από άκρη σε άκρη από τη σιωπή.
«Λο»Θανάσης Βασιλείου
Το ενδιαφέρον αυτής της σιωπής δεν είναι για πράγματα τα οποία έκαναν οι γονείς μου, αλλά για πράγματα τα οποία δεν έκαναν. Aνήκαν σε μια ομάδα του πληθυσμού, οι οποίοι ήταν αυτοί που θα μπορούσα να ονομάσω σιωπηλοί. Δεν ήταν ούτε αντιστασιακοί, ούτε αυτοί οι οποίοι συμπορεύτηκαν με το καθεστώς, αλλά ήταν αυτοί οι άνθρωποι οι οποίοι προτίμησαν να σιωπήσουν, να κοιτάξουν αλλού, μέχρι να περάσει αυτή η δύσκολη περίοδος. Αλλά και δυστυχώς εξαιτίας αυτών, οι δικτάτορες, κατά τη δική μου γνώμη, έμειναν στην εξουσία για επτά ολόκληρα χρόνια.
Αυτό το “Σώπα” οργανώνει όλη αυτή τη συμβολική κληρονομιά και όλη τη σχέση μου με το παρελθόν. Ανακαλύπτω ότι είναι πολύ δύσκολη πρόσβασή μου στο παρελθόν. Το μόνο στο οποίο έχω πρόσβαση, είναι κάποια θραύσματα αναμνήσεων, κάποια σπαράγματα φράσεων, τα οποία όμως δεν βγάζουν ένα λογικό αφήγημα. Οπότε εγώ από μικρός, όπως και πολλοί της γενιάς μου, προσπαθούσα να καλύψω αυτά τα κενά, κάνοντάς τα ουσιαστικά μυθοπλασίες. Και αυτό νομίζω ότι είναι το επικίνδυνο σε αυτές τις περιπτώσεις, ότι όταν η κληρονομιά είναι διαπερασμένη από σιωπή, ανοίγουμε την πόρτα στην κατασκευασμένη μνήμη, η οποία πολλές φορές μπορεί να φτάσει μέχρι την προπαγάνδα» αναφέρει ο Θανάσης Βασιλείου.
«Super Paradise» - Στιβ Κρικρής
«Super Paradise»Στιβ Κρικρής
Στο «Super Paradise», ο Στιβ Κρικρής στρέφει την κινηματογραφική προσοχή του, στη Μύκονο, ένα νησί, που όμως ομολογεί και ο ίδιος τον καθόρισε. Τα τελευταία 50 χρόνια, το νησί των Κυκλάδων έχει υποστεί τεράστιες αλλαγές. Ο σκηνοθέτης εστιάζει στη δεκαετία του 1970 και στις αρχές του ’80, όταν η Μύκονος μετατράπηκε από ένα άγνωστο, φθηνό νησί σε πόλο έλξης χίπηδων αλλά διάσημων προσωπικοτήτων από όλο τον κόσμο, σε σύμβολο ελευθεριότητας και χειραφέτησης. Το ντοκιμαντέρ μας πάει πίσω, στις απαρχές της κοσμοπολίτικης διαδρομής, με τη βοήθεια σπάνιου φωτογραφικού και βίντεο υλικού και δεκάδων συνεντεύξεων από ανθρώπους που έχουν συνδεθεί με το νησί των ανέμων.
«Η Μύκονος ήταν τότε ένα πολύ φτωχό μέρος. Υπήρχαν κάποια μικρά μαγαζιά, κάποιες ταβερνούλες. Ήταν η εποχή που πολλοί χίπις άρχισαν να έρχονται στη Μύκονο. Πριν, πήγαιναν στην Γκόα, την Ίμπιζα και στο Κανκούν στο Μεξικό. Οπότε αυτό δημιούργησε και για τους ντόπιους, αλλά και για εμάς τους Έλληνες ένα μεγάλο ενδιαφέρον, γιατί αυτοί έφεραν μουσικές, έφεραν τη μόδα και άρχισε αυτό το τρομερό κίνημα του να είσαι γυμνός στην παραλία.
«Super Paradise»Στιβ Κρικρής
Μετά άνοιξε το Pierro’s, το οποίο ήταν το πρώτο γκέι κλαμπ που άνοιξε. Νομίζω ήταν μια επανάσταση που σου διεύρυνε τη γνώση για τον κόσμο και αυτό ήταν το θέμα της ταινίας. Πώς η Μύκονος άνοιξε για πολύ κόσμο την προοπτική του να γνωρίσεις πράγματα. Και γιατί έγινε αυτό; Γιατί οι Μυκονιάτες ήταν πολύ ανοιχτόμυαλοι σε σχέση με άλλους. Δέχτηκαν, τον ξένο, τον αγκάλιασαν, τον φέρανε μέσα στο σπίτι τους και δεύτερον η Δήλος. Η Δήλος ήταν ένας προορισμός για πολλούς περιηγητές, για πολλούς ανθρώπους που για να πας στη Δήλο έπρεπε να μείνεις στη Μύκονο. Και εκεί γνώρισαν τη Μύκονο και λέγανε υπάρχει Δήλος, αλλά υπάρχει και η Μύκονος».
«Εδώ μιλάνε για λατρεία» - Βύρωνας Κριτζάς
«Εδώ μιλάνε για λατρεία»Βύρωνας Κριτζάς
Οι Κόρε.Ύδρο., το συγκρότημα από την Κέρκυρα που έλαμψε την πρώτη δεκαετία του 2000, είναι οι πρωταγωνιστές στο ντοκιμαντέρ «Εδώ μιλάνε για λατρεία» του Βύρωνα Κριτζά.
Ποιητικοί, δραματικοί, αστείοι, οι Κόρε. Ύδρο. απασχόλησαν όσο λίγες μπάντες την ελληνική indie ποπ/ροκ σκηνή, εισπράττοντας λατρεία αλλά και χλευασμό. Το ντοκιμαντέρ ακολουθεί την πορεία τους, από την αρχή ως το τέλος τους, εστιάζοντας στα δύο βασικά μέλη, τον Παντελή Δημητριάδη και τον Αλέξανδρο Μακρή. Μέσα από το πλούσιο αρχειακό υλικό, αλλά και τις συνεντεύξεις που έκανε, ο σκηνοθέτης αποτυπώνει το μουσικό στίγμα της μπάντας, τη ρομαντική της εσωστρέφεια και ιδιαιτερότητα, αλλά και τους λόγους που οδήγησαν στη διάλυσή της:
«Η ιδέα γεννήθηκε μετά από μια συζήτηση που είχα με μια φίλη μου, τη Βίλμα ότι θα ήταν τέλειο ένα ντοκιμαντέρ για τους Κόρε.Ύδρο. Είμαστε και οι δύο πολύ φαν. Στην πορεία εγώ απέκτησα μια πιο ισχυρή άποψη για το πώς πρέπει να γίνει και έτσι μετατράπηκα σε σκηνοθέτη. Είναι ένα συγκρότημα που αγαπάω πολύ. Τυχαίνει να έχω φιλική σχέση με τον Παντελή Δημητριάδη, τον τραγουδιστή και ηγέτη του συγκροτήματος και έτσι μπήκα σε αυτή τη διαδικασία, χωρίς να έχω κάποια εμπειρία ή σκηνοθετική φιλοδοξία. Απλά ήθελα να κάνω το συγκεκριμένο ντοκιμαντέρ.
«Εδώ μιλάνε για λατρεία» Βύρωνας Κριτζάς
Δεν επικεντρώνομαι τόσο στα ίδια τα τραγούδια, γιατί θεωρώ ότι αναλύοντας τα τραγούδια, λίγο τα μικραίνουμε, τα απομαγεύουμε. Οπότε υπάρχει μεν πολλή μουσική στην ταινία, αλλά η εστίαση είναι στα πρόσωπα και στο μήνυμα, κατά κάποιον τρόπο του συγκροτήματος. Τι μας λένε δηλαδή οι Κόρε Ύδρο. Το βασικό πράγμα που έχω πάρει εγώ από αυτούς είναι ότι το δράμα και η γελοιότητα, δηλαδή το σοβαρό και το αστείο μπορούν να συνυπάρχουν, χωρίς το ένα να αναιρεί το άλλο. Ο Παντελής είναι drama queen και ταυτόχρονα είναι ένας πολύ αστείος άνθρωπος και αυτό περνάει και στα τραγούδια. Αυτό θεωρώ ότι είναι το μήνυμα του συγκροτήματος» αναφέρει ο Βύρωνας Κριτζάς.
Η ταινία απέσπασε δύο βραβεία στο 27ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ, τον Αργυρό Αλέξανδρο του διαγωνιστικού τμήματος Newcomers και το βραβείο κοινού.