Η υπηρεσία υποστήριξε ότι περίπου 7 εκατ. λογαριασμοί επηρεάστηκαν από πρακτικές «παραπλανητικού μάρκετινγκ» την περίοδο 2003-2012, ενώ επιπλέον η τράπεζα χρέωνε την ίδια περίοδο 1,8 εκατομμύρια λογαριασμούς για παρακολούθηση κίνησης λογαριασμών που ποτέ δεν προσέφερε.
Στις μεθόδους «παραπλάνησης», η CFPB συγκαταλέγει την απώλεια ή τη λανθασμένη πληροφόρηση των πελατών σχετικά με το κόστος των τραπεζικών προϊόντων. Για παράδειγμα, ενώ η τράπεζα προσέφερε «30 ημέρες δωρεάν δοκιμής» των προϊόντων της, χρέωνε τελικά τους πελάτες για εκείνη την περίοδο.
Επίσης, διαβεβαίωνε τους πελάτες της ότι παρέχεται υπηρεσία συναγερμού σε περίπτωση παραβίασης των προσωπικών τους στοιχείων ή χρήσης των καρτών τους από τρίτους, χωρίς να υπάρχει τέτοια δυνατότητα. Με ασαφείς ερωτήσεις κατεύθυνε τους πελάτες να προσθέτουν υπηρεσίες με χρέωση χωρίς ωστόσο να γίνεται σαφές ότι επιβαρύνονται, και τέλος διεύρυνε τα πιστωτικά όρια των καρτών των πελατών ακόμα και σε περιπτώσεις που εκείνοι δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις για κάτι τέτοιο.
Από την πλευρά της η τράπεζα δήλωσε πως συνεργάστηκε πλήρως με την υπηρεσία και πως θα αποζημιώσει πλήρως τους πελάτες της, ενώ ως τον Μάιο η Citi έχει πληρώσει περισσότερα από 17 δισεκατομμύρια δολάρια σε πρόστιμα και διακανονισμούς από τότε που ξεκίνησε η κρίση. Στο ποσό αυτό συγκαταλέγονται τα 7 δισ. που πλήρωσε με την κατηγορία ότι εξαπάτησε τους επενδυτές πουλώντας τους χρεόγραφα με ενέχυρο στεγαστικά δάνεια αξίας πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων, πριν από την κρίση του 2008.
Πάντως, η Citigroup δεν είναι η μόνη τράπεζα που βρίσκεται στο στόχαστρο για τις πρακτικές που ακολουθεί στις πιστωτικές κάρτες. Νωρίτερα αυτόν τον μήνα, αμερικανικές αρχές ανέφεραν ότι η J.P. Morgan θα καταβάλει 136 εκατ. δολάρια και θα μεταρρυθμίσει τις πρακτικές συλλογής οφειλών από πιστωτικές κάρτες. Η J.P. Morgan είχε κατηγορηθεί ότι βασίστηκε σε αυτοματοποιημένες διαδικασίες ελέγχου αιτήσεων και άλλες μεθόδους άσκησης πίεσης σε καταναλωτές.
Αλλά και η Bank of America κρίθηκε ένοχη για παραπλάνηση πελατών και παράνομες χρεώσεις σε πιστωτικές κάρτες και πλήρωσε 550 εκατ. δολάρια για αποζημίωση πελατών της και πρόστιμα προς τις αμερικανικές ομοσπονδιακές αρχές.
Τα πρόστιμα αυτά αποτελούν «επιτυχίες» της υπηρεσίας προστασίας καταναλωτών στον χρηματοπιστωτικό τομέα η οποία ιδρύθηκε μετά την ψήφιση του νόμου «Ντοντ-Φρανκ» το 2010 για την αναμόρφωση της Γουόλ Στριτ, νόμου που αποτέλεσε προσωπική νίκη του προέδρου Ομπάμα. Ο νόμος, εκτός από τη δημιουργία της υπηρεσίας, επέβαλε αυστηρότερη εποπτεία του χρηματοπιστωτικού τομέα από τις ομοσπονδιακές αρχές και περιορισμούς στις επενδύσεις των τραπεζών σε κερδοσκοπικά κεφάλαια και προϊόντα υψηλού ρίσκου. Ακόμη, αυξήθηκε το επίπεδο των εγγυημένων καταθέσεων στα 250.000 δολάρια.
www.ethnos.gr