Οπως λέει ο Σάλτερ, η μητέρα του χρησιμοποιούσε το ταλκ επί δεκαετίες, τονίζοντας ότι «είχε γίνει δεύτερη φύση της, όπως το πλύσιμο των δοντιών».
Σύμφωνα με τον δικηγόρο της άτυχης γυναίκας, η απόφαση του Ορκωτού Δικαστηρίου είναι η πρώτη του είδους στην οποία επιδικάζεται σημαντική οικονομική αποζημίωση.
Δεν είναι η πρώτη φορά που η Johnson & Johnson βρίσκεται στο επίκεντρο μιας τέτοιας υπόθεσης, αφού επανειλημμένως βρέθηκε στο στόχαστρο για τα επικίνδυνα συστατικά του βρεφικού σαμπουάν «Οχι πια δάκρυα».
Τον Μάιο του 2009, μια συμμαχία οργανώσεων υπό την επωνυμία «Εκστρατεία για ασφαλή καλλυντικά», άσκησε πιέσεις στην Johnson & Johnson, ώστε να μην περιέχονται στα καλλυντικά της και στα βρεφικά προϊόντα της ύλες πιθανώς επικίνδυνες. Επειτα από τρία χρόνια αρνητικής δημοσιότητας, διαρκών αιτημάτων και την απειλή του μποϊκοτάζ, η εταιρεία συμφώνησε το 2012 να μην χρησιμοποιεί στα προϊόντα της, από το 2015, φορμαλδεΰδη και 1,4 διοξάνιο, δύο συστατικά θεωρούνται πιθανά καρκινογόνα.
Οι δικηγόροι της Φοξ, κατά τη διάρκεια της δίκης, προσκόμισαν ένα εσωτερικό σημείωμα της εταιρείας από τον Σεπτέμβριο του 1997, στο οποίο ο ιατρικός σύμβουλος της εταιρείας αναφέρει: «Οποιοσδήποτε αρνηθεί την επικίνδυνη σύνδεση ανάμεσα στη χρήση του ταλκ στην προσωπική υγιεινή και στον καρκίνο των ωοθηκών θα τον κοιτούν όπως όσους αρνήθηκαν τη σύνδεση του καπνίσματος με τον καρκίνο, δηλαδή το προφανές παρά την πληθώρα στοιχείων περί του αντιθέτου».
www.kathimerini.gr