Όπως αναφέρει η γερμανική εφημερίδα «ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε υποσχεθεί την οικονομική επανεκκίνηση της πληττόμενης από την κρίση χώρας ήδη στο πρώτο έτος της θητείας του. Η πανδημία του κορωνοϊού στάθηκε όμως εμπόδιο σε αυτά τα σχέδια. Η ανάκαμψη πρέπει να περιμένει. Παρά ταύτα ο συντηρητικός πρωθυπουργός πετυχαίνει στις δημοσκοπήσεις τα μεγαλύτερα ποσοστά αποδοχής από τότε που ανέλαβε καθήκοντα τον Ιούλιο του 2019. Σχεδόν το 68% έχουν θετική γνώμη για το κυβερνητικό του έργο.
«Και δεν είναι μόνο ο Μητσοτάκης που έχει εδραιώσει τη θέση του. Και το πολιτικό σύστημα στην Ελλάδα στηρίζεται πλέον σε θεμέλια που για καιρό δεν ήταν τόσο σταθερά. Η έλλειψη συνέχειας που οδήγησε τη χώρα κατά τα χρόνια της οικονομικής κρίσης πολλές φορές στα πρόθυρα της χρεοκοπίας έδωσε τη θέση της σε μια εντυπωσιακή σταθερότητα και αυτό παρά τον κορωνοϊό ή εν τέλει εξαιτίας του κορωνοϊού».
Η εφημερίδα αναφέρεται σε δημοσκόπηση που πραγματοποίησε στο αποκορύφωμα του lockdown το think tank διαΝΕΟσις και η οποία έδειξε, μεταξύ άλλων, πώς σχεδόν 9 στους 10 ερωτηθέντες βλέπουν πλέον τη χώρα «στον σωστό δρόμο» ενώ πριν ένα χρόνο το αντίστοιχο ποσοστό βρισκόταν μόλις στο 28%. «Ένας αποθαρρυμένος λαός βρίσκει και πάλι το θάρρος του» σχολιάζει ο αρθρογράφος.
Κίνδυνος η επαπειλούμενη ύφεση;
Όπως επισημαίνει η ΗΒ «η πανδημία δεν συνιστά δοκιμασία μόνον για τα συστήματα υγείας […] αλλά και για την πολιτική κουλτούρα.''Ορισμένες κυβερνήσεις εργαλειοποίησαν την πανδημία του κορωνοϊού για να εξυπηρετήσουν τους στόχους τους» λέει ο Γιώργος Παγουλάτος, καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής αλλά και Οικονομίας στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και διευθυντής του ΕΛΙΑΜΕΠ. Σύμφωνα με τον ίδιο «ο Βίκτορ Όρμπαν στην Ουγγαρία και ο Ταγίπ Ερντογάν στην Τουρκία είναι παραδείγματα πολιτικών που εκμεταλλεύτηκαν την πανδημία για να περιορίσουν δημοκρατικά δικαιώματα και να διευρύνουν την ισχύ τους'». Στην Ελλάδα ο Παγουλάτος βλέπει την αντίθετη εξέλιξη. Η χώρα, όπως λέει, «αντιμετώπισε με αξιοσημείωτη - ορισμένοι θα έλεγαν απροσδόκητη- αποτελεσματικότητα και επαγγελματισμό την πανδημία». Κι αυτό έδωσε στους πληττόμενους Έλληνες νέα αυτοπεποίθηση και όχι μόνο.
Χάρη στον έγκαιρο περιορισμό των επαφών και σε ένα lockdown που εφαρμόστηκε με συνέπεια η Ελλάδα περιόρισε καλύτερα τη διάδοση του ιού από τις περισσότερες άλλες ευρωπαϊκές χώρες. [...] Ο Παγουλάτος διακρίνει μια βαθύτερη αλλαγή που συντελείται την εποχή του κορωνοϊού στην Ελλάδα: «Όταν σε μια κρίση οι κρατικοί θεσμοί αποδίδουν έργο για τη μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών, τότε αυτό ενισχύει τη δημοκρατία». Όσον αφορά τη δημοκρατία έπρεπε να ανησυχεί κανείς τα τελευταία χρόνια, και αυτό ειδικά στη χώρα που θεωρείται η κοιτίδα της» γράφει η ΗΒ αναφερόμενη στα χρόνια της κρίσης. «Επί τεσσεράμισι χρόνια κυβερνούσε στην Αθήνα ένας συνασπισμός αριστερών και δεξιών λαϊκιστών. Με τις βουλευτικές εκλογές του Ιουλίου 2019 και τη νίκη των συντηρητικών η χώρα αποχαιρέτισε τον λαϊκισμό και επέστρεψε στο πολιτικό mainstream».
Αναφερόμενη στις οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας που «κινδυνεύουν να οδηγήσουν την Ελλάδα σε βαθιά ύφεση» ο αρθρογράφος διερωτάται εάν «η επαπειλούμενη οικονομική πτώση θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την πολιτική σταθερότητα που οικοδομήθηκε τους τελευταίους μήνες; «Η πιθανότητα […] δεν μπορεί φυσικά να αποκλειστεί» εκτιμά ο πολιτικός επιστήμονας Παγουλάτος. «Αντιμετωπίσαμε επιτυχώς την πρώτη φάση της κρίσης, αλλά οι δυσκολότεροι μήνες έπονται. Ενδεχόμενη βαθιά ύφεση και μια νέα αύξηση της ανεργίας πάνω από το 20% θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε νέες κοινωνικές εντάσεις και να δηλητηριάσουν το πολιτικό κλίμα».
Την εκτίμηση ότι η Ελλάδα δεν έχει ξεπεράσει ακόμα την κρίση του κορωνοϊού συμμερίζεται και ο γερμανός οικονομολόγος Γενς Μπάστιαν, ο οποίος ζει και εργάζεται εδώ και 20 χρόνια στην Ελλάδα. «Πολλοί άνθρωποι αισθάνονται μεν ανακούφιση διότι τους τελευταίους μήνες είδαν μια λειτουργική κυβέρνηση που κινήθηκε με σαφή βηματισμό, στηριζόμενη σε αξιόπιστες γνώσεις επιστημόνων. Αυτό δημιουργεί νέα εμπιστοσύνη», λέει ο κ. Μπάστιαν, «ωστόσο οι ανησυχίες της καθημερινότητας παραμένουν: η υπερχρέωση ιδιωτικών νοικοκυριών, η υψηλή ανεργία, οι αβέβαιες προοπτικές για το μέλλον των παιδιών. «Αν αυξηθούν οι οικονομικές και δημοσιονομικές συνέπειες της πανδημίας τότε η νέα σχέση εμπιστοσύνης θα υποβληθεί σε σοβαρή δοκιμασία» όπως λέει.
iefimerida.gr