Καθώς τα ψηφοδέλτια των ευρωεκλογών -που αρχίζουν σήμερα σε Ολλανδία και Βρετανία και ολοκληρώνονται την Κυριακή στο σύνολο των «28»- δεν προσφέρουν αυτή την επιλογή, είναι πιθανό ότι η αποχή θα σπάσει κάθε προηγούμενο ρεκόρ. Από εκείνους που θα προσέλθουν τελικά στις κάλπες, πολλοί θα υποστηρίξουν λαϊκιστές και εξτρεμιστές. Αντιευρωπαϊκά κόμματα διαφόρων αποχρώσεων μπορεί να καταλάβουν το ένα τέταρτο των εδρών στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Το Εθνικό Μέτωπο στη Γαλλία, το Κόμμα της Ελευθερίας στην Ολλανδία και το Κόμμα της Ανεξαρτησίας στη Βρετανία ενδέχεται να λάβουν περισσότερες ψήφους από κάθε άλλη φορά. Πέρα από τις εσωτερικές πολιτικές αναταράξεις, το φαινόμενο αυτό θα αποτελέσει σύμπτωμα παθολογίας της ίδιας της Ε.Ε., ενός σχεδίου το οποίο κατέληξε να συνδέεται, στη συνείδηση εκατομμυρίων ψηφοφόρων, με βάσανα και αποτυχίες.
Οι ηγέτες της Ευρώπης ενδέχεται να υποτιμήσουν το μήνυμα. Μετά μια μακρόχρονη ύφεση και έναν σκληρό αγώνα για την αντιμετώπιση της κρίσης του ευρώ, η ανάπτυξη επιστρέφει και το κόστος του χρέους μειώνεται αισθητά. Ο κίνδυνος να ανατινάξουν οι χρηματαγορές το ευρώ έχει εκλείψει, τουλάχιστον επί του παρόντος. Την περασμένη εβδομάδα, δημοσκόπηση του διεθνούς Ινστιτούτου Pew έδειξε ότι η εμπιστοσύνη στην Ε.Ε. κερδίζει λίγους πόντους. Αν οι πολιτικοί αντέξουν λίγο ακόμη, δεν δικαιούνται να ελπίζουν ότι μια αργή, αλλά σταθερή οικονομική ανάκαμψη θα φέρει πίσω τους δυσαρεστημένους πολίτες;
Οχι. Η πρόσφατη κρίση μπορεί να αποτελεί παρελθόν, κατάφερε όμως να οξύνει μια βαθιά αντίφαση στην καρδιά της Ευρώπης: ανάμεσα στην ανάγκη των οικονομιών της Ευρωζώνης για ολοκλήρωση και στην απόρριψη αυτού του σχεδίου από τους πολίτες. Αν ο λαϊκισμός συνεχίσει να ενισχύεται, είναι πιθανό να αναδειχθεί, σε κάποια χώρα της Ευρωζώνης, μια κυβέρνηση που θα σκίσει τις υπάρχουσες Συνθήκες και θα αποχωρήσει από το κοινό νόμισμα. Μια τέτοια εξέλιξη θα πυροδοτήσει εκ νέου την κρίση της Ευρωζώνης ― και οι πολιτικές αναστατώσεις συχνά είναι πιο δύσκολο να αντιμετωπιστούν από τις οικονομικές.
Ο αγώνας για τη σωτηρία του ευρώ οδήγησε στη συγκέντρωση, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, των εξουσιών αναφορικά με το τραπεζικό σύστημα, τη φορολογία και τους προϋπολογισμούς. Αν και οι περισσότεροι ψηφοφόροι της Ευρωζώνης θέλουν να κρατήσουν το κοινό νόμισμα, έχουν καταστήσει μάλλον σαφές ότι αντιτίθενται στη μεταφορά ακόμη περισσότερων εξουσιών στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, στην Κομισιόν και στο Ευρωκοινοβούλιο. Το αλήστου μνήμης Ευρωσύνταγμα και η Συνθήκη της Λισσαβώνας που πήρε τη θέση του απορρίφθηκαν σε τρία από τα έξι δημοψηφίσματα που πραγματοποιήθηκαν. Στη Γαλλία -ιδρυτικό μέλος της Ενωσης- η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση προξενεί σήμερα ακόμη περισσότερη δυσφορία από ό,τι συμβαίνει στην παραδοσιακά ευρωσκεπτικιστική Βρετανία.
Η αυξανόμενη απήχηση των λαϊκιστών στην πορεία προς τις ευρωεκλογές βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στην κλιμακούμενη εχθρότητα έναντι των Βρυξελλών. Αυτό είναι ζήτημα δημοκρατίας, όχι οικονομίας. Οι ψηφοφόροι δεν ικανοποιούνται όταν εκδιώκουν μια κυβέρνηση μόνο και μόνο για να ακούσουν από την Ε.Ε. ότι εκείνοι που έρχονται στην εξουσία οφείλουν να ακολουθήσουν τους ίδιους δημοσιονομικούς κανόνες και τις ίδιες οικονομικές πολιτικές. Από τη στιγμή που η μεταβίβαση εξουσιών στις Βρυξέλλες υπήρξε αποτέλεσμα οικονομικής αποτυχίας και όχι μιας ευρύτερης πολιτικής συζήτησης ή μιας καταπληκτικής επιτυχίας, οι πιθανότητες να εξασφαλίσει τη συναίνεση των πολιτών είναι ισχνές.
Επιστροφή αρμοδιοτήτων
Αν η Ε.Ε. θέλει να κερδίσει σε δημοκρατική νομιμοποίηση, δεν θα το πετύχει μέσω του ευρωπαϊκού, αλλά μέσω των εθνικών Κοινοβουλίων. Αυτό σημαίνει να τους επιστραφούν αρμοδιότητες όπου αυτό είναι δυνατό. Σημαίνει επίσης ότι οι ηγέτες των κρατών-μελών οφείλουν να αναλάβουν την ευθύνη των οικονομικών μεταρρυθμίσεων, αντί να κρύβονται πίσω από τον βολικό μύθο ότι οι επώδυνες αλλαγές τούς επιβάλλονται από τις Βρυξέλλες ή το Βερολίνο. Οι πρόσφατες εμπειρίες διαμηνύουν πως όσοι πράττουν κάτι τέτοιο μπορεί να βγουν κερδισμένοι: χώρες που προχώρησαν σε βαθύτερες αλλαγές, όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία, ανακάμπτουν ισχυρότερα από εκείνους που βραδυπορούν στις μεταρρυθμίσεις, όπως η Γαλλία και η Ιταλία.
Υπήρξαν εποχές όπου η Ευρώπη φαινόταν να κινείται αναπόδραστα προς μια «ολοένα και στενότερη Ενωση». Υστερα όμως από τις καταστροφές που άφησε πίσω της αυτή η κρίση, οι ψηφοφόροι ανατριχιάζουν στο άκουσμα κάθε πρότασης περί Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης.
Αντί να ενισχύσουμε τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, θα ήταν καλύτερα να ενδυναμώσουμε τα εθνικά κράτη που αντιπροσωπεύουν την πραγματική πηγή πολιτικής νομιμοποίησης.
www.kathimerini.gr